Μια νέα συζήτηση ξεκινά με αφορμή τις αλλαγές στον νόμο Παρασκευόπουλου, προσεχώς. Υπενθυμίζεται ότι μιλώντας στην «Κ», ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής, ο οποίος δεν έχει ακόμα αποφασίσει για την έκταση των αλλαγών, είχε πει: «Στη νέα νομοθετική ρύθμιση, πέραν του γενικού μέτρου της απελευθέρωσης κρατουμένων, θα περιλαμβάνονται εναλλακτικοί τρόποι έκτισης της ποινής αλλά και απαγορεύσεις απελευθέρωσης για κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί για ειδεχθή εγκλήματα». Αλλες νομικές πηγές, μεταξύ των οποίων και ανώτατοι δικαστικοί με τους οποίους μίλησε η «Κ», σημείωναν ότι οι αλλαγές που προτείνει η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ «κινούνται στα όρια της συνταγματικότητας, αν δεν τα υπερβαίνουν…».
Αλλά, ποιες αλλαγές προτείνει; Στα τέλη Ιουλίου 2017, ο κ. Πάνος Λάμπρου, στέλεχος του τομέα δικαιωμάτων στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έγραψε ένα αξιοπρόσεκτο κείμενο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της αριστερής τάσης του κυβερνώντος κόμματος Commοnality (http://commonality.gr/apenanti-apo-ble-na-yperaspistoume-nomo-paraskevopoulou-gia-tis-fylakes/). Με αυτό καλούσε σε υπεράσπιση του νόμου Παρασκευόπουλου από την κυβέρνηση έναντι της Ν.Δ. Γράφει: «…Η υπεράσπισή του, χωρίς ερωτηματικά και υποσημειώσεις… η κατάθεση στη Βουλή του νέου σωφρονιστικού και ποινικού κώδικα, οι απαραίτητες τομές και βελτιώσεις στην καθημερινότητα της φυλακής, η ενίσχυση των αγροτικών φυλακών και άλλων εναλλακτικών μορφών ποινής, πέραν του αδιέξοδου τιμωρητικού εγκλεισμού, η καθολική επέκταση της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης, η ανθρώπινη λύση για τις μωρομάνες και τα παιδιά τους, η κατοχύρωση της άδειας και όχι το παιχνίδι σε βάρος της, αποτελούν την καλύτερη απάντηση σε όσους ονειρεύονται και επεξεργάζονται σχέδια παλινόρθωσης των φυλακών τύπου Γ».
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το ζήτημα των αιτημάτων της αριστερής πτέρυγας προς την κυβέρνηση περιλαμβάνει, εκτός από τον υποβιβασμό του ειδικού βάρους του DNA (βιολογικό αποτύπωμα) σε δίκες στις οποίες έχει βαρύνουσα σημασία (εγκλήματα τρομονόμου), τη δυνατότητα χορήγησης αδειών σε φυλακισμένους χωρίς την άδεια του εισαγγελέα, όπως συμβαίνει σήμερα, και την υπό όρους αποφυλάκιση με μεταβολή των προϋποθέσεων που ισχύουν προς το παρόν για αυτή.
Ο καθηγητής του ΑΠΘ κ. Λάμπρος Μαργαρίτης, που έχει γράψει ένα κλασικό βιβλίο για την προβληματική της χρήσης του DNA στην ποινική δίκη, χαρακτήρισε «προβληματικό το ότι αφαιρεί από την κρίση του δικαστή τη στάθμιση του DNA ως αποδεικτικού μέσου…». Ο κ. Μαργαρίτης προέβλεψε ότι αν γίνει κάτι τέτοιο, το βάρος της απόδειξης «θα μεταφερθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τους συγκατηγορουμένους για παρόμοια αδικήματα πολίτες…».
Ο κ. Μαργαρίτης, όπως και το σύνολο των ποινικολόγων με τους οποίους μίλησε η «Κ», είπε ότι δεν γνωρίζει δικαστικές αποφάσεις που να θέτουν σε αμφιβολία την εξέταση DNA «επιστημονικά…» και παρέπεμψε σε άλλα προβλήματα που ο ίδιος και η νομική κοινότητα θεωρούν πιο σημαντικά, όπως η λήψη DNA χωρίς τη συναίνεση του εξεταζομένου ή η δικαστική εγγύηση ότι τα διωκτικά όργανα δεν παραβιάζουν στοιχειώδη δικαιώματα εκείνου από τον οποίο ή την οποία παίρνουν βιολογικό υλικό. «Αν δεν υπάρχουν αυτές οι εγγυήσεις, τότε μπορεί το αποδεικτικό μέσο να μην είναι νομίμως κτηθέν…».
Η Ηριάννα
Πάντως, μια αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης του βιολογικού αποδεικτικού υλικού, που θα γίνει με αφορμή την υπόθεση της Ηριάννας και τις αναταράξεις που ξεσήκωσε μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνεται από νομικούς που γνωρίζουν τη δικογραφία και βρίσκονται κοντά στον κυβερνητικό συνασπισμό, δεν έχει σχέση με την ίδια την υπόθεση, καθώς «εδώ δεν μιλάμε για την αποδεικτική βαρύτητα του υλικού, αλλά για το γεγονός ότι η τεχνική του επεξεργασία έγινε κατά τρόπο ώστε να μην υπάρχει ταύτιση με το προφίλ της κατηγορουμένης…».
Κρίσιμο επίσης θέμα είναι το κατά πόσον το βιολογικό υλικό σε ένα ή περισσότερα αντικείμενα μπορεί να οδηγεί με βεβαιότητα, χωρίς άλλα αποδεικτικά μέσα, στην πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι πήραν μέρος και σε πράξη που τους αποδίδεται.
Ενδεχόμενη διέξοδος στην κυβέρνηση θα ήταν, σύμφωνα με παράγοντες με γνώση των συζητήσεων, η γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προς τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη, στις 18/2/2010, όπου προτείνεται μετά την αλλαγή του νόμου το 2009 «η λήψη και ανάλυση γενετικού υλικού προσώπου για το οποίο υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελέσει αξιόποινη πράξη… να επιτρέπεται μόνο με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου κατ’ επιταγήν της αρχής της αναλογικότητας και εφόσον η ταυτοποίηση του δράστη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με άλλο ηπιότερο μέσο».
Επίσης, τα γενετικά αποτυπώματα ενηλίκου θα τηρούνται σε αρχείο μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής αποφάσεως, ενώ στην περίπτωση καταδικαστικής απόφασης θα παραμένουν στο αρχείο για όσο διάστημα αποφασίζει το δικαστήριο.
Το πρόβλημα όμως αυτής της γνωμοδότησης προβλέπει τη χρήση αποτυπωμάτων γενετικού υλικού μόνο για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Το καθεστώς που ίσχυε πριν από το 2009 προέβλεπε για τα αδικήματα της τρομοκρατίας τη «δυνατότητα» (και όχι την υποχρεωτικότητα) χρήσης του βιολογικού αποτυπώματος και για εγκλήματα του άρθρου 187Α Π.Κ. (τρομοκρατικές πράξεις).