Το 2016 το ποσό που επένδυσαν κινεζικές εταιρείες ώστε να εξαγοράσουν ή να συγχωνευθούν με ξένες εταιρείες ανήλθε στα 219,3 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας για πρώτη φορά στην Ιστορία τις εξαγορές από αμερικανικές εταιρείες, σύμφωνα με στοιχεία της Dealogic. Η εξαγορά, το 2016, της ελβετικής εταιρείας ζιζανιοκτόνων και σπόρων Syngenta από την κρατική ChemChina έναντι περίπου 45 δισ. δολαρίων, η μεγαλύτερη στην Ιστορία της Κίνας, προκάλεσε αίσθηση. Οπως και η απόκτηση σχεδόν του 10% των μετοχών της Deutsche Bank από τον κινεζικό όμιλο HNA τον Μάιο του 2017, που τον κατέστησε τον μεγαλύτερο μέτοχο της ισχυρότερης γερμανικής τράπεζας. Από τις αρχές του έτους οι κινεζικές εξαγορές έχουν μειωθεί κατακόρυφα (κατά 85% το πρώτο τρίμηνο), εξαιτίας των εμποδίων που έχει αρχίσει να θέτει η κινεζική κυβέρνηση στην εξαγορά ξένων εταιρειών από κινεζικές εταιρείες, στην προσπάθειά της να περιορίσει τη φυγή κεφαλαίων από τη χώρα. Ωστόσο, στην Ευρωπαϊκή Ενωση είχε ήδη σημάνει συναγερμός. Αρχικά, τον Φεβρουάριο και στη συνέχεια τον Ιούλιο του 2017 οι κυβερνήσεις Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας έστειλαν επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την οποία ζητούν την αναθεώρηση των κανονισμών που υπάρχουν ώστε να μπορούν να εμποδίσουν την εξαγορά εταιρειών που χαρακτηρίζονται στρατηγικής σημασίας από ξένες εταιρείες (ποτέ δεν έχει δηλωθεί ρητά, αλλά ο στόχος είναι σχεδόν αποκλειστικά οι κινεζικές). Η ανησυχία των Ευρωπαίων είναι πως με τις εξαγορές οι Κινέζοι αποκτούν σημαντικές τεχνολογίες, ενώ παράλληλα θέτουν σημαντικά εμπόδια στην εξαγορά κινεζικών εταιρειών από ξένες.
«Ατζέντα προστασίας»
Τον Ιούλιο, η Γερμανία έγινε η πρώτη χώρα της Ε.Ε. που κατέστησε αυστηρότερους τους κανόνες της σχετικά με εξαγορές από ξένες εταιρείες, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να ακυρώσει εξαγορά όταν υπάρχει ο κίνδυνος κρίσιμης σημασίας τεχνολογία να γίνει γνωστή στο εξωτερικό. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ηγείται της προσπάθειας να τεθούν εμπόδια στις ξένες εξαγορές προωθώντας αυτό που ο ίδιος ονομάζει «ατζέντα προστασίας». Στην πρώτη του Σύνοδο Κορυφής τον περασμένο Ιούνιο, ο κ. Μακρόν είπε στους ομολόγους του πως ο περιορισμός της εξαγοράς στρατηγικών βιομηχανιών είναι προς το συμφέρον τους και τους προειδοποίησε να μην είναι αφελείς σε θέματα διεθνούς εμπορίου, σύμφωνα με το Reuters. Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομίας Χενκ Καμπ είχε δηλώσει τον Ιούνιο πως η κυβέρνηση επανεξετάζει τα υπάρχοντα σχέδια ώστε να καταστήσει δυσκολότερη την εξαγορά ολλανδικών εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών. Μεταξύ άλλων εξετάζεται πρόταση το Δ.Σ. των εταιρειών να έχει στη διάθεσή του ένα έτος ώστε να αποδεχθεί ή να απορρίψει μια προσφορά. Και στην Ιταλία η κυβέρνηση προσπαθεί να προστατεύσει ιταλικές εταιρείες από ξένες εξαγορές (στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος στόχος φαίνεται πως είναι η Γαλλία, με αφορμή τη σημαντική αύξηση του ποσοστού της Vivendi στη Mediaset και την εθνικοποίηση τον Ιούλιο των γαλλικών ναυπηγείων STX, ώστε να μην εξαγοραστούν από την ιταλική Fincantieri).
Την ίδια ρότα έχει χαράξει και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, η οποία είπε πριν από τις εκλογές του Ιουνίου πως θα καταστήσει αυστηρότερη τη νομοθεσία ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να ακυρώνει ξένες εξαγορές όταν κρίνει πως υπονομεύονται η ασφάλεια ή ζωτικής σημασίας υπηρεσίες.
Επικρίσεις
Η προσπάθεια της Ε.Ε. να περιορίσει τις ξένες εξαγορές έχει επικριθεί από ορισμένους (Σουηδία) ως πολιτική προστατευτισμού, ωστόσο αυτό που πλέον είναι σαφές είναι πως οι εξαγορές από ξένες εταιρείες δεν είναι πανάκεια. Μπορεί το 2017 οι κινεζικές εξαγορές να έχουν περιοριστεί δραστικά, ωστόσο είναι σίγουρο πως θα συνεχιστούν μεσοπρόθεσμα καθώς θα αυξάνεται όλο και περισσότερο η οικονομική δύναμη της Κίνας.