Το 2016 ο Putin βρήκε την εθνική ιδέα της Ρωσίας: τον πατριωτισμό. Στην εκδοχή του Κρεμλίνου, ο ρωσικός πατριωτισμός είναι πάνω από όλα για το κράτος, τα οποίο είναι η υψηλότερη αξία της κοινωνίας. Η συμπεριφορά απέναντι στο κράτος έχουν γίνει το βασικό κριτήριο για την κρίση ιστορικών και αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων και απλών πολιτών. Το ρωσικό κράτος θεωρείται πως είναι το κέντρο ενός ρωσικού κόσμου, ένας πολιτισμός που εντοπίζει τις πνευματικές και διαχρονικές του ρίζες στο Βυζάντιο και στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Εκτός της ρωσικής ομοσπονδίας, ο ρωσικός κόσμος περιλαμβάνει την Ουκρανία (εκτός των ελληνικών καθολικών ορθόδοξων περιοχών), τη Λευκορωσία και τη Μολδαβία, καθώς και τη ρωσική διασπορά ανά τον κόσμο. Ο κεντρικός της πυλώνας και η βασική πηγή σύγκλισης είναι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Για τον Putin, η συνέχιση της προεδρίας του είναι μια αποστολή που του δόθηκε από το Θεό.
Ως εκ τούτου, η Ρωσία έχει στραφεί μακριά από την ευρωπαϊκή επιλογή που ανακοίνωσε ο Putin στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και την οποία η χώρα είχε επιδιώξει de facto μετά από την ανατροπή του Κομμουνιστικού συστήματος το 1991. Αυτή η στροφή στην δική της πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά της Ρωσίας, με μια έμφαση στην αυτοκρατορική περίοδο, συχνά περιγράφεται ως Ευρασιατισμός. Η ευρωπαϊκή πολιτιστική επιρροή παραμένει αλλά στην κλασική της παρά στη σύγχρονη μορφή της. Οι τωρινές συμπεριφορές του Κρεμλίνου έναντι της ΕΕ μπορεί να συγκριθούν με τις απόψεις για την Ευρώπη όπως παρουσιάστηκαν τον 19ο αιώνα από τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο ΙΙΙ και τον παππού του, Αυτοκράτορα Νικόλαο Ι: Η Ρωσία είναι μέσα στην Ευρώπη, αλλά όχι μέρος της. Η σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία θεωρεί τον εαυτό της ότι καταλαμβάνει μια μοναδική κεντρική θέση στη Βόρεια Ευρασία, σε ίση απόσταση από την Ασία, τη Βόρεια Αμερική, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη.
Αν και οι ίδιοι αποκαλούν τους εαυτούς τους συντηρητικούς, οι Ρώσοι ηγέτες ουσιαστικά παραμένουν ρεαλιστές. Είναι έτοιμοι να κάνουν συμφωνία με τον οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως της ιδεολογίας των ομολόγων τους, τους οποίους κατ’ ιδίαν αντιμετωπίζουν με κυνισμό. Αυτό που αποτρέπουν απερίφραστα, είναι η επανάσταση. Κατά την άποψη του Κρεμλίνου, η υποστήριξη των ΗΠΑ και ΕΕ για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ένα μέσο εξωτερικής πολιτικής που είναι πιο αποτελεσματικό στο να καταστρέψει τα απολυταρχικά καθεστώτα από τη δημιουργία μετέπειτα δημοκρατικών συστημάτων διακυβέρνησης στα χαλάσματά τους. Ένας λόγος για τον οποίο πολλοί Ρώσοι αξιωματούχοι προτιμούσαν τον Donald Trump έναντι της Hillary Clinton στις αμερικανικές εκλογές του 2016, είναι διότι ανέμεναν από τον Trump όταν εκλεγόταν, να σταματήσει να ανακατεύεται με τα εσωτερικά ζητήματα της Ρωσίας.
στη Ρωσία, το Κρεμλίνο απασχολεί αρκετούς φιλελεύθερους στο τμήμα οικονομικής πολιτικής, που ειναι συμβατό με την βασική προτίμηση του Putin για την αγορά έναντι του απόλυτου κρατικού ελέγχου της οικονομίας. Με τις πολιτικές του στην Κριμαία και στην Ουκρανία, ο Putin έγινε ήρωας για τους εθνικιστές, οι οποίοι στο Κρεμλίνο έχουν βρει τον βετεράνο πολιτικό Vladimir Zhirinovsky και το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας (LDPR). Το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει εξημερωθεί εντελώς στη Δούμα, ενώ ο ιδρυτής του, Vladimir Lenin, συχνά αναφέρεται ως προδότης για την συμπαιγνία του με τη Γερμανία εναντίον του εσωτερικού ρωσικού καθεστώτος στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όλες αυτές οι ομάδες βασικά υποστηρίζουν την τρέχουσα εξωτερική πολιτική του Κρεμλίνου.
Η κυριοτερη ανησυχία της Μόσχας τώρα και ο μοχλός που οδηγεί τις τακτικές της, είναι ο καθορισμός του μεγάλου κύκλου των χαμηλών ενεργειακών τιμών και άλλων εμπορευμάτων. Η απότομη πτώση στην τιμή του πετρελαίου το 2014 και το 2015 έχει υποτιμήσει αισθητά τη ρωσική γεωπολιτική σημασία σε σχέση με τους κυριότερους πελάτες της στην Ευρώπη και στην Ασία. Η ιδέα μιας ενεργειακής υπέρ-δύναμης, που ήταν κυρίαρχη στα μέσα της δεκαετίας του 2000, έχει τελικά διαλυθεί εντελώς. Αυτή η κατάσταση αντικειμενικά ωθεί το Κρεμλίνο στη διαφοροποίηση της ρωσικής οικονομίας. Ωστόσο η επιτυχημένη διαφοροποίηση θα απαιτούσε από τη χώρα να υιοθετήσει ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό-οικονομικό μοντέλο, με ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, με υποστήριξη για την επιχειρηματικότητα και με έμφαση στην τεχνολογική καινοτομία.
Ένα τέτοιο μοντέλο θα έθετε τέλος στην κυριαρχία των κυβερνωσών ελίτ και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υιοθετηθεί από αυτές. Επομένως, η Ρωσία βρισκεται και πάλι σε σταυροδρόμι με τρεις επιλογές: να μεταρρυθμίσει την οικονομια και να διαλύσει το ισχύον πολιτικό-οικονομικό κατεστημένο. Να πάει προς μια οικονομική κινητοποίηση που θα κυριαρχείται από το κράτος ή να διατηρήσει το σύστημα ως έχει και να βρεθεί αντιμέτωπη με την προοπτική συνεχιζόμενης παρακμής και πιθανώς αναταραχής στο τέλος. Πιθανότατα αυτή η απόφαση θα αναβληθεί όσο το δυνατό περισσότερο, λόγω των σοβαρών συνεπειών για τις ελίτ. Μπορεί να μην γίνει μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, αλλά δύσκολα μπορεί να αναβληθει πέραν του 2025-2030.
Βραχυ-μεσοπρόθεσμα, η Ρωσία είναι πιθανό να αντιμετωπίσει την πρόκληση του ισλαμικού ριζοσπαστισμού στα νότια σύνορά της. Η Μέση Ανατολή δημιουργεί αστάθεια που ήδη εξαπλώνεται σε άλλα μέρη του μουσουλμανικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Ασίας και των περιοχών του Καυκάσου. Οι πρώην σοβιετικές χώρες στην περιοχή που έχουν επιβιώσει τα πρώτα 25 χρόνια ανεξαρτησίας τους, παρουσιάζουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην Αραβική Άνοιξη. Στο Αφγανιστάν, το Ισλαμικό Κράτος έχει χτίσει μια παρουσία με σκοπό να επεκτείνει την επιρροή του σε όλη τη χώρα και πέρα από αυτή. Η Ρωσία, η οποία από το 2015 έχει εμπλακεί άμεσα στον πόλεμο στη Συρία, ίσως θα πρέπει να πολεμήσει πιο κοντα στην ίδια, έχοντας πάντα επίγνωση των κινδύνων του εξτρεμισμού που προκαλείται από το Ισλαμικό Κράτος και την τρομοκρατία στην ίδια τη Ρωσία. Το 2017, η Ρωσία βίωσε την πρώτη της μεγάλη τρομοκρατική επίθεση σε τριάμιση χρόνια, στην επίθεση στο Μετρό της Αγίας Πετρούπολης στις 3 Απριλίου.
Μακροπρόθεσμα, το δημογραφικό παραμένει μία από τις κύριες ανησυχίες της Ρωσίας. Ο ρυθμός μείωσης του πληθυσμού έχει επιβραδυνθεί, και η ενσωμάτωση της Κριμαίας έχει προσθέσει περισσότερους από 2 εκατ. ανθρώπους στον συνολικό πληθυσμό της Ρωσίας, ο οποίος διαμορφώνεται τώρα στα 144 εκατ. Αλλά υπάρχει μια συνεχώς διογκούμενη έλλειψη εργατών, στρατηγικά σημαντικές περιοχές όπως η Ρωσική Άπω Ανατολή παραμένουν αραιοκατοικημένες και η μετανάστευση από την Κεντρική Ασία παρουσιάζει τόσο μια πρόκληση για την ενσωμάτωσή της όσο και για την ασφάλεια.
Γεωπολιτικά, ο Putin έχει συνθίσει να στοχεύει πολύ πιο πάνω από την οικονομική βαρύτητα της Ρωσίας. Αυτο έχει φέρει κάποιες εντυπωσιακές επιτυχίες αλλά δεν είναι βιωσιμο μακροπρόθεσμα χωρίς τις μεταρρυθμίσεις που θα αμβλύνουν την ακόμη μεγάλη δυναμική της Ρωσίας για ανάπτυξη και εξέλιξη ή οικονομική κινητοποίηση, κάτι που θα έχει βραχυπρόθεσμη επίδραση αλλά που θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει στην οικονομική και πολιτική κατάρρευση της Ρωσίας.
Η μεταρρύθμιση ωστόσο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη υπό συνθήκες αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, η οποία είναι απίθανο να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα πέντε χρόνια. Ακόμη και αν οι κυρώσεις της ΕΕ αρθούν επισήμως, οι πολιτικοί κίνδυνοι για τους Ευρωπαίους του να κάνουν business με τη Ρωσία θα είναι υψηλοί, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να υπάρχουν σοβαρά εμπόδια στις οικονομικές σχέσεις. Η προθυμία της Ιαπωνίας να προσεγγίσει τη Ρωσία ως αντιστάθμισμα έναντι της ανόδου της Κίνα θα περιοριστεί από την αντίδραση της Ουάσιγκτον σε μια τέτοια προσέγγιση. Θα πρέπει να βρεθούν τρόποι γύρω από το καθεστώς κυρώσεων που να λειτουργούν χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τα ραντάρ της Ουάσιγκτον.
Καθως οι οικονομικοί δεσμοί με τη Δύση περιορίζονται από την πολιτική, η Ρωσία έχει κινηθεί ενεργά για να διερευνήσει ευκαιρίες αλλού. Αυτό δεν ήταν εύκολο, καθώς οι τρεχουσες ρωσικές εξαγωγές σε μη δυτικές χώρες κυριαρχούνται από προϊόντα των οποίων οι τιμολογιακές δομές έχουν καταρρεύσει και δεν θα ανακάμψουν στο προσεχές μέλλον. Δεν είναι σαφές εάν η Ρωσία και η Κίνα θα είναι σε θέση να αναβαθμισουν σημαντικά τις οικονομικές τους σχέσεις μέχριι το 2021. Ωστόσο εάν η Ρωσία καταφέρει να βρει περισσότερα προϊόντα που να έχουν απήχηση στις αγορές στην Κίνα, στην Ινδία, στο Ιράν στη ΝΑ Ασία και στα κράτη του Αραβικού Κόλπου, μπορεί εν μέρει να αντισταθμίσει τις απώλειες στο εμπόριο με τη Δύση και να διαφοροποιήσει τις οικονομικές της σχέσεις.