Το βασικό μήνυμα που έδωσαν οι αγορές έως σήμερα, το 2017, είναι να… περιμένουμε το απροσδόκητο. Οι πρώτοι επτά μήνες του 2017 έθεσαν αρκετές προκλήσεις στις προσδοκίες για ισχυρή παγκόσμια αναθέρμανση της οικονομίας και ενίσχυσαν τη σημασία των προσεκτικών προσεγγίσεων απέναντι στις επενδύσεις, είτε αυτές αφορούν τις μετοχές, τα ομόλογα, τα νομίσματα ή τα εμπορεύματα. Αν και η παγκόσμια ανάπτυξη έχει υπερβεί τη μακροπρόθεσμη τάση, δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη η εκτόξευση που πολλοί επενδυτές ανέμεναν, ενώ η οικονομία της Ευρωζώνης, που εδώ και πολλά χρόνια είχε μείνει πίσω, έχει πλέον ξεπεράσει εντυπωσιακά τις επιδόσεις των ΗΠΑ, κάτι που κανείς δεν στοιχημάτιζε στα τέλη του 2016. Εν τω μεταξύ, τα πρόσφατα στοιχεία για τον πληθωρισμό έχουν απογοητεύσει, γεγονός που περιπλέκει τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών σχετικά με την αύξηση των επιτοκίων.
Παραδόξως, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες είναι σήμερα πιο χαλαρές από ό,τι στην αρχή του έτους, ενώ ενάντια στις προσδοκίες, το ράλι των μετοχών το 2017 προήλθε περισσότερο από τα επιτόκια από ό,τι από την ανάπτυξη. Ωστόσο, η ανάπτυξη διεθνώς και ειδικά στις χώρες της Ευρωζώνης δείχνει ότι έχει πάρει δυναμικά τα πάνω της, γεγονός που δημιουργεί θετικές –και όχι εκρηκτικές– προσδοκίες γύρω από τις μετοχές για το υπόλοιπο του έτους, του όγδοου της τρέχουσας bull market, ενώ η δύναμη του ευρώ που δεν είχε προβλεφθεί από τους αναλυτές αναμένεται να παραμείνει και να επιμείνει αφήνοντας στις πολύ πίσω θέσεις το δολάριο που οι αναλυτές περίμεναν ότι θα είναι ο ηγέτης των αγορών φέτος.
Όλα τα assets θα έχουν οδηγό την πολιτική των κεντρικών τραπεζών και όχι τόσο την πολιτική των… ηγετών. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει και στους προηγούμενους μήνες (με τις αγορές να αγνοούν να στραβοπατήματα του Tραμπ) και θα συνεχιστεί και έως το τέλος του 2017. Η επιθετική ή όχι Fed σε ό,τι αφορά τα επιτόκια και το “πότε” της απόφασης για το tapering του QE από την EKT θα καθορίσει την πορεία των ομολόγων, των μετοχών, των νομισμάτων αλλά και των εμπορευμάτων. Αυτές θα κρίνουν –ελλείψει κάποιου απρόβλεπτου σοκ– το εάν οδηγηθούμε στην ένατη χρονιά της bull market των μετοχών, σε ένα sell-off ή σε συνέχιση της ηρεμίας στις αγορές ομολόγων και στη στροφή ή όχι προς τα ασφαλή επενδυτικά καταφύγια.
Νομίσματα: Θολώνουν κι άλλο οι προοπτικές του δολαρίου
Η αγορά νομισμάτων είναι αδιαμφισβήτητα το πιο ενδιαφέρον trade του 2017 μετά την εκτόξευση που έχει σημειώσει το ευρώ και τη βουτιά που καταγράφει το δολάριο. Τι θα γίνει στη συνέχεια; Το δολάριο θα συνεχίσει να πιέζεται, το ευρώ θα παραμείνει ισχυρό, η στερλίνα θα βρει και άλλα εμπόδια στον δρόμο της ενώ τα νομίσματα της Σουηδίας, της Νορβηγίας, του Καναδά και της Αυστραλίας αναμένεται να κερδίσουν σημαντικό έδαφος. Αυτά είναι τα βασικά “στοιχήματα” της αγοράς νομισμάτων για το υπόλοιπο του 2017.
Το ευρώ επέστρεψε ύστερα από ένα μικρό διάλειμμα στα υψηλά 2,5 μηνών έναντι του δολαρίου, καθώς αυξάνονται τα στοιχήματα των επενδυτών ότι η ΕΚΤ θα ξεκινήσει αργά ή γρήγορα το tapering, ενώ οι αξιωματούχοι της Fed φαίνονται ολοένα και πιο ανήσυχοι για τις προοπτικές των ΗΠΑ.
Τα πρακτικά της συνεδρίασης της Fed της 25-26 Ιουλίου έδειξαν ότι ορισμένα μέλη ζήτησαν να σταματήσουν οι αυξήσεις των επιτοκίων μέχρι να γίνει σαφές ότι η χαλάρωση του πληθωρισμού ήταν μεταβατική, αλλά ανέφεραν, επίσης, ότι η Fed θα αρχίσει να μειώνει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων ύψους 4,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Παρά το γεγονός ότι το ευρώ δέχθηκε πιέσεις την περασμένη εβδομάδα μετά τη διαρροή ότι ο Μάριο Ντράγκι δεν θα χρησιμοποιήσει την εμφάνισή του στο Jackson Hole για να σηματοδοτήσει την αλλαγή πολιτικής από την τράπεζα, οι επενδυτές παραμένουν bullish όσον αφορά τις προοπτικές του νομίσματος το οποίο έχει σκαρφαλώσει κατά 12% έναντι του δολαρίου από τις αρχές του 2017.
“Οι περισσότεροι επενδυτές εξακολουθούν να είναι σχετικά υπο-επενδεδυμένοι στο ευρώ τη στιγμή που το tapering είναι αναπόφευκτοι και διαρθρωτικοί παράγοντες –όπως το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ευρωζώνη– παρέχουν ισχυρή στήριξη για το νόμισμα”, όπως σημειώνει ο James Binny, επικεφαλής νομισμάτων στην EMEA Global Advisors.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, το ευρώ αναμένεται να αγγίξει το 1,19 έναντι του δολαρίου κατά το γ’ τρίμηνο του 2017 και το 1,22 στο δ’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ενώ στο α’ τρίμηνο του 2018 θα εκτοξευθεί στο 1,25.
Όπως σημειώνει, αν και το δολάριο ΗΠΑ είναι απίθανο να διατηρήσει τον τρέχοντα έντονα καθοδικό ρυθμό, το ευρώ αναμένεται να παραμείνει ισχυρό, καθώς τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες (όπως αυτά στην Ελβετία και την Ιαπωνία) θα αρχίζουν να αυξάνουν την καθαρή τους έκθεση στο ευρώ από ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Όπως υπογραμμίζει η αμερικανική τράπεζα, το ευρώ είναι το πιο υποτιμημένο νόμισμα στο περιβάλλον των νομισμάτων του G10.
Παράλληλα, η MS εκτιμά ότι για πρώτη φορά στα 18 χρόνια της “γέννησής του” το ευρώ θα αγγίξει την απόλυτη ισοτιμία με τη στερλίνα και συγκεκριμένα θα διαμορφωθεί στο 1,02 στο α’ τρίμηνο του 2018 μετά το 0,98 που θα αγγίξει στο δ’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η HSBC, από την πλευρά της, “βλέπει” απόλυτη ισοτιμία ευρώ-στερλίνας έως το τέλος του τρέχοντος έτους και συγκεκριμένα βλέπει την ισοτιμία να αγγίζει το 1,20.
Για την Goldman Sachs, το ενδιαφέρον έως το τέλος του 2017 δεν βρίσκεται στο ευρώ αλλά σε άλλα νομίσματα. Οι επενδυτές θα πρέπει να επικεντρωθούν στο “ευνοϊκό παγκόσμιο αναπτυξιακό περιβάλλον και στη σχετική κυκλική θέση στις αγορές”. Όπως σημειώνει, ορισμένες κεντρικές τράπεζες που υπήρξαν επιφυλακτικές τα τελευταία χρόνια μπορεί να είναι πιο άνετες πλέον να μιλήσουν για εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε πιο σταθερή βάση.
Για να επωφεληθεί κανείς από την πιθανότητα οι άλλες κεντρικές τράπεζες να ακολουθήσουν την αμερικανική Fed και την Bank of Canada στην εξομάλυνση των πολιτικών, η Goldman Sachs προτείνει τρία trades που αναμένεται ότι θα υπεραποδώσουν το υπόλοιπο του έτους.
Αυτά είναι οι long θέσεις στη σουηδική και τη νορβηγική κορόνα έναντι του ευρώ και της στερλίνας, long θέσεις στο δολάριο Αυστραλία και Νέας Ζηλανδίας έναντι του γεν και short θέσεις στο δολάριο ΗΠΑ έναντι του δολαρίου Καναδά.
Πετρέλαιο: Προς “κατάρρευση” η συμφωνία του ΟΠΕΚ
Οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς πετρελαίου χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο comeback του μαύρου χρυσού καθώς μεγάλο μέρος του ράλι των τιμών του πετρελαίου μεταξύ του τέλους Μαρτίου και των μέσων του Απριλίου συνέβη καθώς οι επενδυτές έκλεισαν τις short θέσεις τους και προχώρησαν σε bullish στοιχήματα. Από τότε, ωστόσο, τα hedge funds έχουν κόψει έντονα τις long θέσεις τους, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι είναι πολύ δύσκολο να δούμε τις τιμές να κινούνται υψηλότερα, με τους αναλυτές να μειώνουν τις εκτιμήσεις τους σημαντικά.
Η συμμόρφωση στη συμφωνία του ΟΠΕΚ για τις περικοπές παραγωγής θα συνεχίσει να υποχωρεί το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, παρά την πρόσφατη ρητορική που επαναλαμβάνει τη δέσμευση των μελών της σύμπραξης να τηρήσουν τις ποσοστώσεις παραγωγής, όπως σημειώνει η J.P. Morgan. Οι τιμές του Brent έχουν υποχωρήσει κατά σχεδόν 12% από την έναρξη της συμφωνίας των περικοπών τον Ιανουάριο.
Στις αρχές του μήνα, ο ΟΠΕΚ πραγματοποίησε συνάντηση με μερικούς παραγωγούς και ανέφερε ότι τα μέλη του, Ιράκ και ΗΑΕ, καθώς και τα μη μέλη του, Καζακστάν και Μαλαισία, έχουν μείνει πίσω σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση. Ωστόσο, ο ΟΠΕΚ πρόσθεσε ότι “όλοι εξέφρασαν την πλήρη υποστήριξή τους και την προθυμία τους να συνεργαστούν πλήρως”.
Στα μέσα Ιουλίου ο υπουργός Πετρελαίου του Ιράκ, Jabbar Al-Luaibi, δήλωσε ότι η παραγωγή αργού πετρελαίου του Ιράκ θα μπορούσε να φτάσει τα 5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος του έτους, προσθέτοντας ότι αυτές οι προβλέψεις “δεν θα επηρεαστούν από τυχόν διακυμάνσεις”.
Σύμφωνα με την J.P. Morgan, οι πιθανότητες ότι η συμμόρφωση των μελών του ΟΠΕΚ με τις περικοπές παραγωγής θα εξασθενίσει κατά τη διάρκεια του β’ εξαμήνου του 2017 αυξάνονται.
Όπως τονίζει η τράπεζα, παρά τη ρητορική του “whatever it takes” του ΟΠΕΚ, η Σαουδική Αραβία και άλλα μέλη του καρτέλ φαίνεται να μην έχουν ιδιαίτερη διάθεση για βαθύτερες περικοπές. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της J.P. Morgan το αργό στις ΗΠΑ θα αγγίξει τα 42 δολ. το βαρέλι το 2018 από τα 49 δολ. το βαρέλι που θα βρεθεί στο τέλος του 2017.
Στα ίδια πλαίσια κινείται και η Credit Suisse. Ενώ οι αναλυτές αρχικά θεωρούσαν ότι η συμφωνία του ΟΠΕΚ μπορεί να στείλει τις τιμές του πετρελαίου στα 60 δολ. το βαρέλι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πλέον οι εκτιμήσεις έχουν αλλάξει εντελώς πορεία. Η ελβετική τράπεζα εκτιμά ότι οι τιμές του αργού δεν πρόκειται να φτάσουν τα 60 δολ. πριν από το… 2020.
Η CS προχώρησε σε μείωση των μακροπρόθεσμων στόχων της για το πετρέλαιο μειώνοντας κατά 5 δολ. την πρόβλεψή της για το 2020, στα 57,50 δολ. το βαρέλι. Η τράπεζα μείωσε, επίσης, τις εκτιμήσεις της για το Brent, κατά 5 δολ., στα 60 δολ. το βαρέλι το 2020.
Σύμφωνα με την τράπεζα, οι πιέσεις στο πετρέλαιο θα συνεχιστούν, καθώς η παραγωγή από τη Λιβύη και τη Νιγηρία, τα δύο κράτη-μέλη του ΟΠΕΚ που εξαιρούνται από τη συμφωνία, αυξήθηκε περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, αντισταθμίζοντας τις περικοπές στην παραγωγή. Και, παρά τη συμφωνία, τα μέλη του ΟΠΕΚ συνέχισαν να εξάγουν με γρήγορο ρυθμό, ο οποίος κρατά τα αποθέματα σε υψηλά επίπεδα.
Ομόλογα: Καθοριστικό το timing του tapering της ΕΚΤ
Οι εξελίξεις γύρω από το QE είναι το μεγαλύτερο ερώτημα που κρέμεται πάνω από τις παγκόσμιες αγορές ομολόγων, αφού τα πάνω από 2 τρισ. με τα οποία έχει τονώσει η ΕΚΤ τις αγορές της Ευρώπης τα δύο χρόνια και οκτώ μήνες που το πρόγραμμα είναι “ζωντανό”, έχουν καταφέρει να ηρεμήσουν τις αγορές ομολόγων της περιοχής πετυχαίνοντας τον στόχο τού “ό,τι χρειαστεί” για να σωθεί η Ευρωζώνη, την υπόσχεση που είχε δώσει ο Ντράγκι τον Ιούλιο του 2012.
Tα εντυπωσιακά πρόσφατα οικονομικά στοιχεία που έδειξαν ισχυρή ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, μείωση του ποσοστού ανεργίας και ελαφρώς υψηλότερο πληθωρισμό είναι αυτά ακριβώς που χρειάζεται η ΕΚΤ για να μπορέσει να προσχωρήσει το φθινόπωρο στην απόφασή της για το tapering του QE. Αυτό έχει ταρακουνήσει τις αγορές ομολόγων της περιοχής με τις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων να αυξάνονται, παρασύροντας και τα υπόλοιπα ομόλογα της περιοχής, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχουν ακραίες κινήσεις.
Ωστόσο, το ισχυρότερο ευρώ ίσως και να χαλάει το πλάνο αυτό κάπως και αυτό φάνηκε και από τα πρακτικά της συνεδρίασης της ΕΚΤ στις 20 Ιουλίου. Συγκεκριμένα, οι φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ ανησύχησαν για τη δύναμη και την πιθανή περαιτέρω άνοδο του ευρώ, προειδοποιώντας ότι οι χαλαρές συνθήκες χρηματοδότησης “δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν δεδομένες” και ότι βασίζονται στην πολιτική της ΕΚΤ.
Οι φορείς χάραξης πολιτικής δήλωσαν, επίσης, πως η διάρκεια και ο ρυθμός του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ ύψους 2,3 τρισ. ευρώ δεν ήταν οι μόνοι διαθέσιμοι μοχλοί προσαρμογής της στάσης τους και χρειαζόταν “περισσότερος χώρος πολιτικής, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση”.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτή η εξέλιξη, η στάση αναμονής που φαίνεται να κρατά προς το παρόν η ΕΚΤ, είναι bullish για τα ομόλογα.
Όπως σημειώνει η Danske Bank, η ανατίμηση του ευρώ από την προηγούμενη αναπροσαρμογή των προβλέψεων της ΕΚΤ θα μπορούσε να σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα θα μειώσει την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό για το 2019 σε 1,3%, δηλαδή κάτω από τον στόχο του 2%.
Ενώ η τράπεζα αναμένει ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις αγορές QE –αν και με μειωμένο ρυθμό στα 40 δισ. ευρώ τον μήνα το πρώτο εξάμηνο του 2018– αυτό θα ανακοινωθεί στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου.
Προς το παρόν και μέχρι η απόφαση του tapering γίνει γεγονός, τα ισχυρά στοιχεία του AEΠ είναι αυτά που συνεχίζουν να προσελκύουν πολλούς επενδυτές στα ομόλογα της Ευρωζώνης και η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί. Αξίζει να σημειώσουμε πως στην πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters τα διεθνή funds αύξησαν τις θέσεις τους στα ομόλογα της Ευρωζώνης κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες και στο 29,2% του μέσου χαρτοφυλακίου, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο του 2015.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, σε αυτό το κλίμα, τα ιταλικά ομόλογα αναμένεται ναι είναι ο μεγάλος κερδισμένος. Το spread μεταξύ των αποδόσεων των ομολόγων της Ιταλίας και της Γερμανίας μειώθηκε σημαντικά την περασμένη εβδομάδα, μετά τα στοιχεία για το ιταλικό ΑΕΠ, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τους αναλυτές, αναμένεται να επιτρέψει στη Ρώμη να διατηρήσει τον έλεγχο των υψηλών επιπέδων χρέους.
“H ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη στην Ιταλία θα συμβάλλει πραγματικά στην άμβλυνση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, που είναι ένας από τους βασικούς μοχλούς του ιταλικού spread”, όπως σημειώνει ο στρατηγικός αναλυτής της ING, Martin Van Vliet.
“Εξακολουθούμε να αναμένουμε ότι το spread θα διευρυνθεί κοντά στις 200 μονάδες βάσης πριν από τις εκλογές του επόμενου έτους, αλλά η δυναμική της ανάπτυξης σίγουρα θα βοηθήσει να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα”.
Χρυσός: Παρακολουθώντας τη Fed…
H πολιτική της Fed είναι αυτή που θα καθορίσει την πορεία του χρυσού για το υπόλοιπο του έτους, με τις “έως τώρα ενδείξεις να είναι Bullish για το πολύτιμο μέταλλο”.
Τα πρακτικά της συνεδρίασης της Fed στις 25-26 Ιουλίου έδειξαν ότι κάποιοι αξιωματούχοι θα ήθελαν να σταματήσουν οι περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα μέχρι να ξεκαθαριστεί ότι η επιβράδυνση του πληθωρισμού είναι προσωρινό φαινόμενο.
Ο χρυσός είναι ευαίσθητος στις αυξήσεις επιτοκίων, καθώς αυτές ωθούν προς τα πάνω τις αποδόσεις των ομολόγων, αυξάνουν το κόστος διακράτησης του πολύτιμου μετάλλου και τείνουν να ισχυροποιούν το δολάριο, στο οποίο τιμολογείται ο χρυσός.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της Commerzbank, Carsten Fritsch, η απόφαση του αμερικανικού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, να διαλύσει δύο επιχειρηματικά συμβούλια υψηλού προφίλ βοηθά επίσης στον χρυσό, διότι αυτό έπληξε την εμπιστοσύνη στην ικανότητα του Τραμπ να θέσει σε εφαρμογή τα οικονομικά κίνητρα τα οποία έχει υποσχεθεί, μειώνοντας παράλληλα και τις προσδοκίες αύξησης των επιτοκίων.
Η ζήτηση για χρυσό ως ασφαλές καταφύγιο επανεμφανίστηκε μετά την προειδοποίηση της Νότιας Κορέας στη Βόρεια Κορέα να μην περάσει την “κόκκινη γραμμή” και καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες δήλωσαν ότι θα προχωρήσουν σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις παρά την πίεση της Κίνας, όπως επισημαίνει ο Fritsch.
“Ο χρυσός ενδέχεται να ξεπεράσει τα 1.300 δολάρια / ουγκιά καθώς η αγορά αποτιμά μια λιγότερο επιθετική Fed”, όπως σημειώνουν σε note οι αναλυτές της Standard Chartered.
Ωστόσο, ο Fritsch σημειώνει ότι ο χρυσός θα αγωνιστεί να ξεπεράσει τα 1,295 δολάρια, αφού έχει αποτύχει ήδη τρεις φορές φέτος να το κάνει. “Οι κερδοσκοπικές long θέσεις βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα”, είπε. “Αν αποτύχουμε ξανά εδώ, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια διόρθωση”. Οι τιμές πιθανότατα θα αυξηθούν σε ένα τετραετές υψηλό άνω των 1.400 δολαρίων ανά ουγκιά φέτος, καθώς η υποτονική ανάκαμψη στις ΗΠΑ σημαίνει ότι η Fed δεν θα επιταχύνει τον ρυθμό αύξησης του κόστους δανεισμού, αφήνοντας τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικό έδαφος, σύμφωνα με τη Metals Focus.
Από την πλευρά του, ο Bart Melek της Toronto-Dominion Bank δήλωσε πρόσφατα ότι ο χρυσός μπορεί να αγγίξει τα 1.300 δολάρια με μέσο όρο τα 1.275 δολάρια το τέταρτο τρίμηνο.
Οι επενδυτές αμφισβητούν όλο και περισσότερο ότι η Fed θα προχωρήσει φέτος σε πρόσθετες αυξήσεις επιτοκίων, με τη στάση αυτή να ενισχύεται μετά και τα τελευταία πρακτικά της. Η Goldman Sachs έχει ήδη αλλάξει την πρόβλεψή της για μια τρίτη αύξηση το τρέχον έτος και εκτιμά ότι αυτή πιθανόν να έρθει τον Δεκέμβριο από τον Σεπτέμβριο που προέβλεπε πριν.
Η Fed θα είναι πολύ ευαίσθητη στο πώς χειρίζεται τις αυξήσεις της νομισματικής πολιτικής, σύμφωνα με τον Melek. “Καθώς προχωράμε βαθύτερα στο 2017, πιθανότατα θα περιμένουμε όλο και λιγότερο επιθετικές ενέργειες. Είμαστε αρκετά σίγουροι ότι ο χρυσός θα έχει πολύ καλή πορεία σε αυτό το περιβάλλον”, όπως καταλήγει.
Η Goldman Sachs αύξησε πρόσφατα τις προβλέψεις της για τις τιμές του χρυσού. Συγκεκριμένα, αναθεώρησε ανοδικά τις εκτιμήσεις της για τους επόμενους τρεις, έξι και δώδεκα μήνες, από τα 1.200 δολάρια, τα 1.180 δολάρια και τα 1.150 δολάρια η ουγκιά αντίστοιχα, στα 1.260 δολ., τα 1.261 δολάρια και τα 1.250 δολάρια η ουγκιά.
Η ABN Amro σημειώνει ότι παρά την τρέχουσα μεταβλητότητα, η μακροπρόθεσμη τάση για το χρυσό φαίνεται να είναι ισχυρή. Προβλέπει μια μέση τιμή για το χρυσό στα 1.288 η ουγγιά μέχρι τα τέλη του 2017, ενώ εκτιμά ότι το πολύτιμο μέταλλο θα κινηθεί ακόμα υψηλότερα το 2018 στα 1.400 δολάρια η ουγγιά .
Μετοχές: Επιφυλακτική αισιοδοξία στις αγορές
H bull market των μετοχών μετρά ήδη 8 χρόνια και δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένη να βάλει ακόμη τελεία, αφού κατάφερε να ξεπεράσει τους κινδύνους που βρέθηκαν στον δρόμο της, ακόμα και τον πιο πρόσφατο αυτόν των ιαχών πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Βορείου Κορέας. Μπορεί οι επενδυτές να βλέπουν ότι οι μετοχές διεθνώς είναι ακριβές και υπερτιμημένες, ωστόσο δεν φαίνεται να αλλάζουν τη risk-on στρατηγική τους αφού βλέπουν ότι η παγκόσμια ανάπτυξη ισχυροποιείται και οι περιοχές που είχαν μείνει πίσω μέχρι πρόσφατα, να παίρνουν τα ηνία, με την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη να εντυπωσιάζει, ειδικά σε σχέση με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, η επιφυλακτική στάση των κεντρικών τραπεζών έχει αρχίσει και προβληματίζει κάπως, δείχνοντας πως το υπόλοιπο του 2017 θα καθοριστεί από την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, με λίγα λόγια εάν η Fed θα κάνει πίσω ή όχι στις αυξήσεις επιτοκίων, και εάν η ΕΚΤ αποφασίσει να ανακοινώσει το tapering του QE νωρίτερα παρά… αργότερα.
“Παρά τους φόβους για τις υπερτιμημένες μετοχές, οι τοποθετήσεις των θεσμικών παραμένουν ευρέως υπέρ του ρίσκου”, όπως σημειώνει η BofA – Μerrill Lynch.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη μηνιαία της δημοσκόπηση σε 202 asset managers, ο αριθμός των επενδυτών που θεωρούν ότι οι χρηματιστηριακές αγορές είναι υπερτιμημένες έχει αυξηθεί στο ρεκόρ του 46%, με τις θέσεις στα μετρητά να παραμένουν πεισματικά στο υψηλό του 4,9% του μέσου χαρτοφυλακίου, ενώ οι θέσεις σε μετοχές να έχουν μειωθεί στο 36% overweight.
Επίσης, οι θέσεις των Ευρωπαίων θεσμικών σε μετρητά έχουν αυξηθεί στο 5,3%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο του 2003.
Η BofA υπογραμμίζει ότι σημειώνεται ένα “δυσοίωνο σημείο καμπής” στον δείκτη των προσδοκιών για την κερδοφορία, με μόνο το 33% των επενδυτών να εκτιμούν ότι τα εταιρικά κέρδη θα βελτιωθούν κατά τους επόμενους 12 μήνες. Αυτό έχει μειωθεί κατά 25% από τον Ιανουάριο στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2015.
Η τράπεζα σημειώνει ότι αυτό είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι για τις μετοχές έναντι των ομολόγων και για τους κυκλικούς κλάδους έναντι των αμυντικών. “Η περαιτέρω επιδείνωση είναι πιθανό να προκαλέσει risk-off κινήσεις”, όπως σημειώνει ο Michael Hartnett, επικεφαλής επενδύσεων της BofA.
Ωστόσο, το ποσοστό των επενδυτών που αναμένουν ένα σενάριο “Goldilocks” με ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους και πληθωρισμού χαμηλότερους από τη μακροπρόθεσμη τάση, αυξήθηκε κατά 6% στο 42% και σε νέο ρεκόρ.
Οι αμερικανικές μετοχές παραμένουν μη προτιμώμενες τη στιγμή που οι θέσεις στις μετοχές της Ευρωζώνης αυξήθηκαν σε 56% overweight από 54% τους τελευταίους μήνες, ενώ και οι αναδυόμενες αγορές παραμένουν, επίσης, μεταξύ των αγαπημένων των επενδυτών.
Ο φόβος των υψηλών αποτιμήσεων είναι άλλωστε αυτός που οδήγησε κάποιους να απομακρυνθούν ήδη από τις μετοχές. Ο λόρδος Jacob Rothschild δήλωσε ότι τα “πρωτοφανή” υψηλά επίπεδα τιμών των μετοχών και η γεωπολιτική αναταραχή τον ανάγκασαν να μειώσει τις επενδύσεις του στο Χρηματιστήριο.
“Δεν πιστεύουμε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να προσθέσουμε ρίσκο”, όπως είπε. “Οι τιμές των μετοχών σε πολλές περιπτώσεις έχουν αυξηθεί σε πρωτοφανή επίπεδα σε μια εποχή που η οικονομική ανάπτυξη δεν εξασφαλίζεται με κανέναν τρόπο”, όπως πρόσθεσε.
“Ο δείκτης S&P διαπραγματεύεται με εκτιμώμενο p/e 12αμήνου στο 25 σε σύγκριση με ένα μακροπρόθεσμο μέσο όρο 15”, προειδοποίησε.
Οι αποτιμήσεις των μετοχών παραμένουν εξαιρετικά υψηλές, ωστόσο οι ανησυχίες που δημιουργεί αυτή η εξέλιξη απλώς αγνοούνται από τους επενδυτές, όπως τονίζει από την πλευρά της η Societe Generale και επισημαίνει πως τα σημερινά επίπεδα αποτιμήσεων υποδηλώνουν χαμηλά μονοψήφια κέρδη για το υπόλοιπο του έτους.
Απόλυτα αισιόδοξη εμφανίζεται η OppenheimerFunds η οποία τονίζει ότι οι bull markets δεν… πεθαίνουν από γηρατειά και εάν δεν υπάρξει κάποιο λάθος πολιτικής από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών ή κάποια οικονομική αναταραχή, η τρέχουσα bullmarket θα συνεχίσει για ένατη χρονιά.
Το fund βλέπει ότι οι μετοχές θα έχουν σημαντική στήριξη από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, το τέλος της επιδείνωσης του παγκόσμιου εμπορίου και την όχι έντονη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της Fed ή της ΕΚΤ.
Όπως τονίζει η OppenheimerFunds, παρόλο που οι αποτιμήσεις των μετοχών φαίνονται ακριβές σε σχέση με την ιστορία, εξακολουθούν να είναι φθηνές σε σχέση με τα ομόλογα. Η απόδοση κερδών του S&P 500 παραμένει πάνω από 2 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη από την απόδοση στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Οι bull markets συνήθως τελειώνουν ύστερα από μια “παρατεταμένη, έντονη” περίοδο μακροπρόθεσμης υπεραπόδοσης σε σχέση με τα ομόλογα, όπως σημειώνει. Προς το παρόν δεν έχουν υπάρξει ενδείξεις επενδυτικής ευφορίας για τις μετοχές, καθώς οι πρόσφατες μακροπρόθεσμες σχετικές αποδόσεις δεν είναι υπερβολικές.
Η BlackRock, από την πλευρά της, σημειώνει ότι η επενδυτική ψυχολογία δείχνει περισσότερα σημάδια κόπωσης παρά ευφορίας, ακόμη και την στιγμή που οι αγορές επανειλημμένως αγγίζουν νέα υψηλά αυτό το έτος.
Όπως εκτιμά, έως το τέλος του 2017 αυτό που θα επικρατήσει στις αγορές είναι τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και οι ισχυρές αποδόσεις, ενώ οι κλάδοι της τεχνολογίας και των τραπεζών θα οδηγήσουν την αύξηση της κερδοφορίας κατά το δεύτερο εξάμηνο.
Σύμφωνα με την BlackRock, η σταθερή και βιώσιμη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη προσφέρει ένα ευνοϊκό υπόβαθρο για την ανάληψη ρίσκου στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια, ενώ το επιφυλακτικό επενδυτικό κλίμα θα κρατήσει υπό έλεγχο τις αποτιμήσεις των μετοχών, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Επίσης, όπως επισημαίνει, βλέπει ευκαιρίες στις μετοχές των αναδυόμενων αγορών, καθώς οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών των εταιριών και οι λογικές αποτιμήσεις θα παρέχουν υποστήριξη.
Σύμφωνα με την UBS το οικονομικό σκηνικό παραμένει θετικό για τους επενδυτές. Η νομισματική πολιτική παραμένει υποστηρικτική σε ένα πλαίσιο σιωπηρού πληθωρισμού. Η παγκόσμια ανάπτυξη είναι σταθερή, με το ΑΕΠ της ευρωζώνης να επεκτείνεται με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2ο τρίμηνο του 2011, ενώ η ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών θα επιταχυνθεί στο 5% φέτος σε σύγκριση με 4,4% το 2016.
Έτσι, η UBS παραμένει στη σύσταση της και τηρεί “οverweight“ στάση στις μετοχές της Ευρωζώνης έναντι των μετοχών του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ τονίζει ότι το θετικό περιβάλλον, παρά τις αβεβαιότητες, δεν δικαιολογεί τη φυγή των επενδυτών από τα risk assets.