Το Βrexit και η αβεβαιότητα όσον αφορά τους όρους διαζυγίου της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση προβληματίζουν τον κλάδο ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας, ο οποίος συνδράμει άμεσα και έμμεσα με 73 δισ. στερλίνες στην οικονομική ανάπτυξη. Ο κύκλος εργασιών των βρετανικών πανεπιστημίων αντιπροσωπεύει το 2,8% του ΑΕΠ της χώρας, εξασφαλίζει 757.268 θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης και ενισχύει τις εξαγωγές της χώρας με 10,7 δισ. στερλίνες, ετησίως. Πλέον, τα βρετανικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης δέχονται λιγότερες αιτήσεις από φοιτητές της Ε.Ε. και εκφράζονται φόβοι για απώλεια σημαντικών κονδυλίων στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ ανακοίνωσε μείωση των αιτήσεων από υποψήφιους φοιτητές της Ε.Ε. κατά 17% φέτος, προβλέποντας περαιτέρω μείωση 25% τα επόμενα χρόνια.
Ναι μεν η κυβέρνηση της Βρετανίας ισχυρίζεται ότι θα συνεχίσει να δέχεται φοιτητές από την Ε.Ε., χωρίς καμία πρόσθετη επιβάρυνση στα δίδακτρα ή αλλαγή στους όρους δανεισμού που ισχύουν για τους Βρετανούς· όμως δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί κάτι τέτοιο, καθώς ο δρόμος των διαπραγματεύσεων για το Brexit παραμένει δύσβατος και ο χρόνος τρέχει έως τη λήξη της διετούς προθεσμίας στα τέλη Μαρτίου του 2019.
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή των επιπτώσεων του Brexit είναι αν θα παραμείνει η Βρετανία μέλος του Erasmus, του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών και εκπαιδευτικού προσωπικού της Ε.Ε., όπου συμμετέχουν επίσης η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Τουρκία, τα Σκόπια και το Λίχτενσταϊν. Ο εν λόγω θεσμός λειτουργεί εδώ και τριάντα χρόνια. Τη διετία 2014-2016 χρηματοδότησε τη φοίτηση 86.585 πολιτών της Ε.Ε. και συνέβαλε στη λειτουργία 2.775 εκπαιδευτικών προγραμμάτων προσφέροντας κονδύλια 354 εκατ. ευρώ. Το 2015 η Βρετανία ψηφίστηκε ως ο δημοφιλέστερος προορισμός για Erasmus. Η ένωση των βρετανικών πανεπιστημίων, UK Universities, επιθυμεί η χώρα να παραμείνει μέλος στο Erasmus και μετά το Brexit, αλλά βασική προϋπόθεση θα ήταν να αποδεχθεί την ελεύθερη κυκλοφορία και παραμονή των πολιτών στην Ε.Ε. – έναν όρο που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για την κυβέρνηση της Τερέζα Μέι. Αν, όμως, η Βρετανία αποχωρίσει από το Erasmus, προειδοποιεί η UK Universities, θα χαθούν ευκαιρίες απασχόλησης στο εξωτερικό, κονδύλια και έσοδα από τις δαπάνες διαμονής των Ευρωπαίων φοιτητών στη Βρετανία.
Ερευνα της ένωσης που εκπροσωπεί το εκπαιδευτικό προσωπικό στα κολέγια και στα πανεπιστήμια της Βρετανίας (UCU) –πραγματοποιήθηκε αρχές του έτους– αποκαλύπτει ότι το 44% των ακαδημαϊκών έχει χάσει την πρόσβαση σε πόρους χρηματοδότησης για έρευνες, λόγω του δημοψηφίσματος για το Brexit. Βέβαια, η Βρετανία ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. εξακολουθεί να έχει πρόσβαση στο πρόγραμμα Horizon 2020, το οποίο διαθέτει 80 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων έρευνας και καινοτομίας την περίοδο 2014-2020. Η Βασιλική Ακαδημία αποκαλύπτει ότι η Βρετανία έλαβε 6,94 δισ. ευρώ από τον «πρόγονο» του Horizon 2020, το αντίστοιχο πρόγραμμα Framework Programme Seven, για την περίοδο 2007-2013.
Η συμφωνία με την Ε.Ε. γίνεται πολύ πιο δύσκολη υπό τα νέα δεδομένα
Ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει η Βρετανία την αύξηση του κόστους και των ελέγχων στις εμπορικές συναλλαγές με την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι να παραμείνει στην τελωνειακή ένωση και στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, προειδοποιεί το Ινστιτούτο για τη Διακυβέρνηση (Insitute for Government). Η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα έχει ως αποτέλεσμα τη σύναψη χειρότερης συμφωνίας με τις Βρυξέλλες, εκτιμά το ανεξάρτητο κέντρο ερευνών. Τονίζει, μάλιστα, πως είναι αδύνατον να εκτιμηθεί πόσο αυστηροί ή χαλαροί θα είναι οι τελωνειακοί έλεγχοι από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ε.Ε. μετά το Brexit και οι επιπλέον δαπάνες για τη συμμόρφωση της Βρετανίας σε μια νέα συμφωνία, αν η κυβέρνηση δεν παρουσιάσει τα σχέδιά της ιδιαίτερα για τη γεωργία και την αλιεία. Η εισήγηση του Ινστιτούτου για τη Διακυβέρνηση έρχεται στο φως μία ημέρα μετά τη δημοσίευση έκθεσης από τη βρετανική κυβέρνηση για τη νέα τελωνειακή σχέση της χώρας με την Ε.Ε. μετά το Brexit. Η έκθεση αυτή χαρακτηρίστηκε «φαντασιόπληκτη» από τον Γκι Φερχόφστατ, συντονιστή για το Brexit στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Υποψήφια σενάρια θα ήταν να παραμείνει η Βρετανία στην τελωνειακή ένωση, αλλά να αποχωρήσει από την ενιαία αγορά, ή να επαναδιαπραγματευθεί μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ένα διαφορετικό καθεστώς από το υπάρχον θα δημιουργούσε προβλήματα στις αλυσίδες προσφοράς και θα απαιτούσε συμβιβασμούς με την Ε.Ε. «Από τις επίσημες θέσεις της κυβέρνησης προκύπτει ότι αντιλαμβάνεται τις πιθανές επιπτώσεις από την αλλαγή στις εμπορικές σχέσεις με την Ε.Ε. μετά το Brexit. Μέχρι, όμως, να δούμε τα σχέδια για τη μελλοντική σχέση με την Ε.Ε., ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη γεωργία και την αλιεία, δεν θα γνωρίζουμε τον βαθμό των διασυνοριακών ελέγχων και τις πρόσθετες δαπάνες συμμόρφωσης στο νέο θεσμικό περιβάλλον», αναφέρει το Ινστιτούτο για τη Διακυβέρνηση.
Η βρετανική κυβέρνηση πρότεινε σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα την επίτευξη ενός «όσο το δυνατόν καλύτερου διακανονισμού» ή μια νέα τελωνειακή συνεργασία. Εκφράζει, επίσης, την ελπίδα να παραμείνει στην τελωνειακή ένωση κατά τη μεταβατική περίοδο της χώρας στο νέο καθεστώς σχέσεων με τις Βρυξέλλες. Στις 23 Ιουνίου 2016, ως γνωστόν, οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ της αποχώρησής τους από την Ε.Ε.
Το Ινστιτούτο για τη Διακυβέρνηση αναφέρει ότι έτσι η Βρετανία δεν θα έχει τη δυνατότητα να ορίσει τους δασμούς και θα καταφύγει σε μια δυσμενέστερη εμπορική πολιτική για τη χώρα. Ακόμη και με μια τυπική συμφωνία ελευθέρου εμπορίου θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες των τελωνειακών ελέγχων, ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τις αλλαγές στην εφοδιαστική αλυσίδα.