ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ «δεν είναι ενθουσιασμένο» με το νέο πρόγραμμα του ΔΝΤ για την Ελλάδα, αλλά συμφώνησε να το υποστηρίξει εφόσον τηρούνταν δύο προϋποθέσεις που είχε θέσει: να είναι προληπτικό και να μην υπερβεί το ποσόν που δικαιούται η Ελλάδα. Αυτό εκτιμούν αναλυτές που γνωρίζουν τις προτεραιότητες της νέας ηγεσίας του Treasury, αλλά και τη διάθεση της επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ να εστιάσει σε αυτές. Η κυρία Λαγκάρντ είχε υπογραμμίσει μετά τη συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου για την Ελλάδα ότι το πρόγραμμα δεν υπερβαίνει το 50% της ποσόστωσης της χώρας.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν έχει δηλώσει δημοσίως ότι η Ελλάδα ίσως να μη χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τη χρηματοδότηση του ΔΝΤ. Αν πράγματι δεν χρειαστεί, η αμερικανική κυβέρνηση θα αποφύγει περαιτέρω πίεση από τις τάξεις των υπερσυντηρητικών βουλευτών του Freedom Caucus που αντιδρούν στη στήριξη της Ελλάδας. Σε ειδική συζήτηση στο Κογκρέσο τον Ιούνιο, νεαροί σύμβουλοι του υπουργείου κρατούσαν λεπτομερείς σημειώσεις με τα επιχειρήματα εναντίον των προγραμμάτων του ΔΝΤ στην Ελλάδα – και τις απαντήσεις των ειδικών.
Το χρέος
Αλλά πέρα από τις πολιτικές σκοπιμότητες, πηγή της «Κ» εκτιμά πως ο κ. Μνούτσιν «δεν έχει το ενδιαφέρον να ξοδέψει χρόνο και ενέργεια για το ζήτημα της Ελλάδας». Σε αυτό το πλαίσιο, δεν φαίνεται διατεθειμένος να παρέμβει όπως έκανε ο προκάτοχός του Τζακ Λιου, είτε προς τους Ευρωπαίους ώστε να δώσουν την υπεσχημένη ελάφρυνση του χρέους είτε προς την κυβέρνηση ώστε να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις. Πάντως, οι ΗΠΑ αξιολογούν θετικά ότι η άμεση έγκριση ενός νέου προγράμματος από το ΔΝΤ απέτρεψε την παράταση της αβεβαιότητας, ενώ στο ΔΝΤ προσθέτουν ότι η επιλογή να μην τεθεί χρονοδιάγραμμα στην ικανοποίηση της βασικής προϋπόθεσης για τη συμμετοχή του –την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους– έγινε για να μην προκαλέσει εκ νέου ανασφάλεια για το μέλλον του προγράμματος.
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι επιμένουν στην ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Ο καθηγητής του American University Ράνταλ Χένινγκ προτείνει τη σύνδεση της αποπληρωμής του με την πορεία του ΑΕΠ, καθώς θεωρεί ότι η αισιοδοξία που προκάλεσε η θετική ανταπόκριση των επενδυτών στην πρώτη δοκιμή των αγορών από την κυβέρνηση θα αποδειχθεί βραχεία. Γράφοντας στο Conversation, ο κ. Χένινγκ σημειώνει ότι αυτή η πρόταση περιλαμβάνεται στα πιθανά σενάρια που προτίθεται να εξετάσει το Eurogroup, και όπως εκτιμά, μπορεί να παρακάμψει τις διαφωνίες με το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά και τις πολιτικές σκοπιμότητες που καθυστερούν την ελάφρυνσή του.
Ο ίδιος, ωστόσο, παραδέχεται στην «Κ» ότι αυτό δεν θα είναι εύκολο, καθώς εκτιμά ότι τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών θα φέρουν έναν συνασπισμό των Χριστιανοδημοκρατών της Αγκελα Μέρκελ με τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας και το Κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών – FDP. Προβλέποντας ότι το οικονομικό επιτελείο θα παραμείνει αμετακίνητο και ότι η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ θα έχει δύσκολες διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της οικονομικής αρχιτεκτονικής του ευρώ, ο κ. Χένινγκ λέει στην «Κ» ότι «η ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας το επόμενο έτος θα είναι για το Βερολίνο τουλάχιστον όσο προβληματική ήταν και τα προηγούμενα χρόνια». Ετσι, εκτιμά ότι οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα υποβαθμίσουν το ζήτημα μέχρι τα τέλη του προγράμματος, όταν αναμένεται ότι θα χρειασθεί η έγκριση της Bundestag για την περαιτέρω ελάφρυνση που έχουν υποσχεθεί οι Ευρωπαίοι – εφόσον βέβαια το πρόγραμμα προχωρεί κανονικά μέχρι τότε.