Με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σκεπτικό η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ακύρωσε πριν από λίγο διάστημα την υπουργική απόφαση για την ίδρυση φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς.
Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου
Η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ’ αριθμόν 1804/2017 απόφασή της έκανε δεκτή την αίτηση του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, που ζητούσε την ακύρωση της υπουργικής απόφασης. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας έκανε κατ’ αρχάς δεκτό πως ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος είχε έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της υπουργικής απόφασης.
Συγκεκριμένα, στην απόφαση αναφέρεται ότι με έννομο συμφέρον ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος ασκεί την αίτησή του, ισχυριζόμενος ότι βλάπτεται από τις ρυθμίσεις της προσβαλλομένης κοινής υπουργικής αποφάσεως, με τις οποίες επιτρέπεται πλέον η χορήγηση αδείας ιδρύσεως και λειτουργίας φαρμακείου και σε φυσικά πρόσωπα μη έχοντα την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, ενώ υπό το προϊσχύσαν καθεστώς η άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας επεφυλάσσετο μόνον σε πρόσωπα που είχαν την προαναφερθείσα άδεια ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος.
Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας τονίζεται ότι «όπως προκύπτει, με τη νεότερη και ήδη προσβαλλομένη υπ’ αριθ. Γ5(β)/Γ.Π.οικ.36277/20.5.2016 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υγείας προβλέπεται, όπως είχε, άλλωστε, προβλεφθεί και με την αντικατασταθείσα δι’ αυτής υπ’ αριθ. Γ5(β)/Γ.Π.οικ.82829/29.10.2015 κοινή υπουργική απόφαση, ότι άδεια ιδρύσεως φαρμακείου μπορεί να χορηγηθεί σε κάθε φυσικό πρόσωπο που είναι πολίτης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και σε συνεταιρισμούς φαρμακοποιών που είναι μέλη της ΟΣΦΕ, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Ομοσπονδίας (άρθρο 2 παρ. 1).
Με την απόφαση αυτή προβλέπεται, επίσης, ότι για τη χορήγηση των σχετικών αδειών πρέπει να πληρούνται τα πληθυσμιακά κριτήρια που θεσπίστηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 3 του ν. 3918/2011».
Ιδιότυπα καταστήματα…
Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο επισημαίνει το ΣτΕ: «Η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη –πέραν του ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδική κατά το μέρος που αναφέρεται στη ρύθμιση κάθε άλλου θέματος σχετικά με τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, αφού τα θέματα αυτά δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο συγκεκριμένο– δεν δύναται να θεωρηθεί, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ότι περιέχει τη βασική ουσιαστική ρύθμιση του θέματος, ώστε αυτό να μπορεί να ρυθμισθεί με υπουργική απόφαση και όχι με προεδρικό διάταγμα.
Ειδικότερα, η νομοθεσία που διέπει την άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος και τη λειτουργία των φαρμακείων εν γένει διαλαμβάνει μεν διατάξεις σχετικές με τη διαδικασία χορηγήσεως άδειας ιδρύσεως φαρμακείου (βλ., ιδίως, τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 3 του ν. 1963/1991 αναφορικά με τη σειρά προτιμήσεως των αιτήσεων για την απόκτηση της οικείας άδειας και του άρθρου 30 του ν. 4272/2014 αναφορικά με την ανάρτηση των κενών θέσεων φαρμακείου και τον χρόνο και τρόπο υποβολής των σχετικών αιτήσεων, το περιεχόμενο των οποίων επαναλαμβάνεται κατ’ ουσίαν στο άρθρο 2 παρ. 8 της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως), πλην μετά την αντικατάσταση, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη, των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 1963/1991, με τις οποίες καθορίζονταν οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως φαρμακείου, καθώς και με την κατάργηση με το στοιχείο 17 της υποπαραγράφου Δ12 της ίδιας εξουσιοδοτικής διατάξεως, του άρθρου 6 του ν. 328/1976, ουδεμία νομοθετική διάταξη καταλείπεται, η οποία να ρυθμίζει, σε γενικό, έστω, πλαίσιο το θέμα αυτό.
Το θέμα δε αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό αφού, όπως έχει γίνει δεκτό, η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, που συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών υγείας –όπως είναι και η άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού– επιτρέπεται μόνον σε όσα πρόσωπα έχουν τα προσόντα εκείνα, τα οποία ο νομοθέτης έχει κρίνει, σε εκπλήρωση της επιταγής του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, ότι είναι αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου ενόψει και του ότι τα φαρμακεία αποτελούν ιδιότυπα καταστήματα, στα οποία συνδυάζεται η εμπορική εκμετάλλευση με την υπεύθυνη επιστημονική δραστηριότητα».