Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Ειδών Διατροφής – Επιχειρήσεις Εστιατορίων”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κλεισούρα.
Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία “… Ετερόρρυθμη Εταιρεία”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Μαραβέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-10-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1522/2011 μη οριστική και 1226/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5287/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-5-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Γεώργιο Χοϊμέ, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 300, 304 (όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 του ν. 4055/2012) και 305 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η δημοσίευση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση από το σχέδιο που συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση ή, σε περίπτωση πολυμελούς δικαστηρίου, από το σχέδιο που συντάσσει ο εισηγητής, χρονολογεί ο πρόεδρος και υπογράφουν αυτός και ο εισηγητής, επιφέρει την τελείωσή της, που συνεπάγεται τις έννομες συνέπειες της ύπαρξης της απόφασης. Η καθαρογραφή της απόφασης από το σχέδιο και η υπογραφή του πρωτοτύπου από τον διευθύνοντα τη συζήτηση και τον γραμματέα κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ έχει προβλεφθεί για να διευκολύνεται η αναγνωρισιμότητα, η αναπαραγωγή και η ασφαλής κυκλοφορία αυτής, αν ληφθεί υπόψη ότι με το πρωτότυπο όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την απόφαση εμφανίζονται ενιαίως υπό ομοιόμορφο τύπο, και όχι για να αποκτήσει νομική υπόσταση η απόφαση αυτή, η οποία θεωρείται συντελεσμένη με τη δημοσίευση του πιο πάνω σχεδίου. Το πρωτότυπο, το οποίο αναπτύσσει τον λειτουργικό του ρόλο για την εξυπηρέτηση κατ’ εξοχήν των αναγκών της αναγκαστικής εκτέλεσης και την επέλευση άλλων προβλεπόμενων έννομων συνεπειών, που συνδέονται άρρηκτα με την ύπαρξή του, δεν αυτονομείται από την απόφαση που δημοσιεύθηκε από το σχέδιο, ώστε να είναι σε θέση να ανατρέψει ή να αλλοιώσει την τελευταία. Με τη θεώρηση, άλλωστε, του πρωτοτύπου από τον εισηγητή και την υπογραφή του σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 306 ΚΠολΔ, οπότε και συντελείται η δημιουργία του, βεβαιώνεται ουσιαστικά ότι το αιτιολογικό και το διατακτικό του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης έχει μεταφερθεί πιστά και με ακρίβεια στο πρωτότυπο. Με την έννοια αυτή ο σύνδεσμος του πρωτοτύπου με τη δημοσιευμένη από το σχέδιο απόφαση, στην οποία αποτυπώνονται στη γνήσια μορφή τους το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξωτερίκευσης για πρώτη φορά της δικαστικής κρίσης, με την οποία (δημοσίευση) και αποκτά η απόφαση τη νομική της υπόσταση, δεν αποκόπτεται με την υπογραφή του πρωτοτύπου κατά το άρθρο 306 ΚΠολΔ. Έτσι, αν υφίσταται διαφορά και πολύ περισσότερο αντίθεση μεταξύ του πρωτοτύπου και του δημοσιευμένου σχεδίου υπερισχύει το τελευταίο, στο οποίο αποτυπώνεται στη γνήσια μορφή της η απόφαση. Το πρωτότυπο μιας απόφασης, που έρχεται σε αντίθεση με το δημοσιευμένο σχέδιο, στο βαθμό που δεν είναι δεκτικό διόρθωσης, μπορεί να αναγνωριστεί ως ανύπαρκτο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 313 ΚΠολΔ, εφόσον αποτυπώνει απόφαση με περιεχόμενο που ποτέ δεν δημοσιεύθηκε (ΑΠ 481/ 2015, πρβλ. ΑΠ 447/2011). Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 304 με το άρθρο 11 του ν. 4055/2012 που ισχύει, κατ’ άρθρ.113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, προβλέπεται ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα συντάσσονται πλέον σε ηλεκτρονική μορφή και θα υπογράφονται κατά την αποτύπωσή τους σε υλική μορφή και, επομένως, θα δημοσιεύεται το πρωτότυπο της απόφασης, όπως έχει αποτυπωθεί σε υλική μορφή και δεν θα χρειάζεται καθαρογραφή από την υπηρεσία της γραμματείας και θεώρηση του σχεδίου, όπως ίσχυε μέχρι τότε. Η ρύθμιση, όμως, αυτή δεν είναι αποκλειστική, λόγω και των γνωστών προβλημάτων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της (μερίδα δικαστών αγνοεί τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο αριθμός των δικαστικών υπαλλήλων είναι ανεπαρκής κ.λπ.), αλλά τέθηκε, εναλλακτικά, για να διευκολύνει την ταχεία δημοσίευση και κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε ως προς τη σειρά επίκλησης των λόγων της, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη 5287/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών στερείται παντελώς από αιτιολογίες, αναφορικά με τις φθορές – βλάβες του μίσθιου ακινήτου και τη δαπάνη αποκατάστασής τους, καθόσον στο δημοσιευμένο σχέδιο αυτής δεν υπάρχουν τέτοιες παραδοχές, αλλά οι σχετικές παραδοχές προστέθηκαν εκ των υστέρων, μετά την έκδοση και δημοσίευση, κατά την καθαρογραφή και θεώρηση της απόφασης, της οποίας και μεταβλήθηκε το περιεχόμενο. Ειδικότερα, στη σελίδα 10 του δημοσιευμένου σχεδίου της απόφασης, ενώ το Εφετείο αρχίζει να διατυπώνει την κρίση του ως προς τις φθορές και τις βλάβες του μίσθιου ακινήτου, ακολούθως, στον 13ο στίχο, έχει αναγραφεί η λέξη “ειδικότερα: 1)…”, αμέσως μετά ακολουθεί κενό και καταλήγει στο ότι “Δηλαδή η συνολική δαπάνη για την αποκατάσταση των ανωτέρω φθορών και βλαβών ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 83.097,70 ευρώ”, πλην όμως στο πρωτότυπο της καθαρογραμμένης απόφασης έχουν προστεθεί, φυσικά εκ των υστέρων, τρεις πλήρεις σελίδες, στις οποίες διαλαμβάνονται αιτιολογίες για τη φύση και τη δαπάνη αποκατάστασης καθεμίας ζημίας και έτσι το Εφετείο υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 19, αλλά και 4, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την επίκληση και των διατάξεων του άρθρου 313 παρ. 1 εδάφ. β’και γ’ του ίδιου Κώδικα. Από κανένα, όμως, αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την αναιρεσείουσα, χωρίς αρίθμηση των σελίδων του, απλό σχέδιο της απόφασης, στο οποίο δεν περιέχονται, πράγματι, οι επίμαχες παραδοχές, ταυτίζεται με εκείνο που δημοσιεύθηκε. Αντίθετα, από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από την αναιρεσίβλητη επικυρωμένο σχέδιο της πληττόμενης απόφασης, που, κατ’ αυτήν, είναι αυτό που δημοσιεύθηκε, προκύπτει ότι μετά τη λέξη “ειδικότερα: 1)…” έχει αναγραφεί το σύμβολο της παραπομπής Γο, με το οποίο γίνεται παραπομπή στο κείμενο που ακολουθεί στις σελίδες 11 έως και 15 του σχεδίου, μέσα σε αγκύλες, ενώ το ίδιο σύμβολο της παραπομπής έχει αναγραφεί και στην αρχή του παραπεμπόμενου κειμένου (στον 1ο στίχο της 11ης σελίδας) του σχεδίου. Στο παραπεμπόμενο αυτό κείμενο περιλαμβάνονται οι παραπάνω παραδοχές για τις φθορές και βλάβες του μίσθιου ακινήτου που συμπίπτουν απόλυτα με τις αντίστοιχες της καθαρογραμμένης – θεωρημένης απόφασης, Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 5 ΚΠολΔ, κάθε αίτημα προτίμησης που υποβάλλεται από διάδικο για ορισμό ημέρας συζήτησης αίτησης, αγωγής ή ένδικου μέσου ενώπιον παντός δικαστηρίου, οιασδήποτε διαδικασίας, διαφορετικής από εκείνη που, κατά τη νόμιμη σειρά, πρέπει να προσδιοριστεί ή έχει ήδη προσδιοριστεί, υποβάλλεται εγγράφως. Στην αίτηση πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχονται οι λόγοι της προτίμησης και ο αρμόδιος δικαστής αποφαίνεται σχετικά, με αιτιολογημένη πράξη του. Η διάταξη αυτή έχει τεθεί για να είναι εφικτός ο έλεγχος της χρηστής διοίκησης των δικαστηρίων, με την επισήμανση ότι οι περιπτώσεις παραγραφής σε επιδικία πρέπει να σταθμίζονται ειδικά. Στην υπόψη, όμως, διάταξη δεν προβλέπεται καμία κύρωση και, ειδικά, το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής, αν δοθεί, παρά το νόμο, προτίμηση με βάση το άρθρο αυτό. Στην κρινόμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην πληττόμενη απόφαση αιτιάσεις από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υποστηρίζοντας ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε σχετικό λόγο της έφεσής της, με τον οποίο προέβαλε ότι παραβιάστηκε η αρχή του φυσικού δικαστή, με την επίκληση των άρθρων 20 παρ. 1, 28 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 14 ΔΣΑΠΔ (Ν.2462/1997 “Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα”) και των διατάξεων της Συνθήκης της Λισαβώνας (ν. 3671/2008), αλλιώς, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής, επειδή η έγγραφη αίτηση που, σύμφωνα με το άρθρ. 226 παρ. 5 ΚΠολΔ, υπέβαλε η αναιρεσίβλητη για τον κατά προτίμηση προσδιορισμό ημερομηνίας συζήτησης της ένδικης αγωγής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου αυτού δικαστηρίου – Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (και ενώ η ίδια αγωγή είχε ήδη προσδιοριστεί να συζητηθεί με την 121838/2820/9-7-2012 κλήση της αναιρεσίβλητης για τις 24-10-2013) και η έγγραφη πράξη του αρμόδιου δικαστή που τη δέχθηκε, ορίζοντας δικάσιμο την 28η/3/2013, οπότε η υπόθεση συζητήθηκε και, στη συνέχεια, το πιο πάνω δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλούμενη 1226/2013 απόφασή του, έχουν μεν καταχωριστεί στο μηχανογραφικό σύστημα της γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών αλλά δεν υπάρχουν αυτούσια τα έγγραφα αυτά. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, 1) ως προς το πρώτο σκέλος του, αλλά και ως λόγος από τον αριθμό 2 εδάφ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 447/2011), διότι δεν έχει παραβιαστεί η αρχή του φυσικού δικαστή, κατ’ άρθρ. 8 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 109 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού ο δικαστής που συγκρότησε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επιλέχθηκε διακριτικά, σύμφωνα με τη βούληση του Προέδρου του Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, για να δικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά ορίστηκε νόμιμα, πριν και σε ανύποπτο χρόνο, μαζί με άλλους δικαστές του ίδιου Τμήματος (8ου – Μισθώσεων) που θα δίκαζαν διαφορές κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επ. ΚΠολΔ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 του ν. 1756/1988 “Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών” και στον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως ίσχυε τότε (45058/13-5-2010 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης – ΦΕΚ 693/Β/21-5-2010). Ούτε, βέβαια, ήταν δυνατό κατά το χρόνο (27-11-2012) που προσδιορίστηκε η συζήτηση της αγωγής για τη δικάσιμο της 28-3-2013, ύστερα από την προτίμηση, να ήταν γνωστό το πρόσωπο του συγκεκριμένου δικαστή, από εκείνους που είχαν τοποθετηθεί στο παραπάνω Τμήμα, που θα δίκαζε την υπόθεση, με την επισήμανση ότι η αναιρεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση για κακή σύνθεση του δικαστηρίου κατά την εν λόγω δικάσιμο της 28-3-2013 και 2) ως προς το δεύτερο σκέλος του, διότι η αποδιδόμενη πλημμέλεια δεν επισύρει ως κύρωση το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής, όπως αναπτύχθηκε στην αρχή της παρούσας σκέψης. Σε κάθε περίπτωση, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την αναιρεσείουσα βεβαίωση, με ημερομηνία 27-3-2013, της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών προκύπτει ότι στις 21-11-2012 καταχωρίστηκε στο μηχανογραφικό σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών η σχετική 4475/2012 αίτηση προτίμησης της αναιρεσίβλητης για συντομότερο ορισμό δικασίμου που είχε γίνει δεκτή (και μάλιστα, όπως αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς η αναιρεσείουσα να αντιλέγει, λόγω του κινδύνου της σύντομης παραγραφής της αγωγικής αξίωσης για τις φθορές του μίσθιου ακινήτου που θα εκτεθούν παρακάτω), πλην όμως δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν τα έγγραφα αυτά στο φάκελο της δικογραφίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 599 παρ. 1 ΑΚ, ο μισθωτής κατά τη λήξη της μίσθωσης έχει υποχρέωση να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 592 του ίδιου Κώδικα, ο μισθωτής δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές που οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 574, 594, 330, 297 και 298 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρ. 44 π.δ. 34/1995), προκύπτει ότι ο μισθωτής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον εκμισθωτή για κάθε θετική και αποθετική ζημία που υφίσταται ο τελευταίος, υπό την προϋπόθεση να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, για τις φθορές ή μεταβολές που προκλήθηκαν στο μίσθιο, με εξαίρεση αυτές που οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση. Ειδικά, σε περίπτωση καταστροφής ή αφαίρεσης πράγματος του μισθίου, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη δαπάνη για την αντικατάστασή του (ΑΠ 495/2008). Ως συμφωνημένη χρήση νοείται εκείνη που ανταποκρίνεται στις ειδικότερες συμφωνίες και στους συγκεκριμένους σκοπούς των συμβαλλομένων, το είδος και τον προορισμό του μίσθιου πράγματος και, συμπληρωματικά, στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η έννοια αυτή είναι ευρύτερη από την απλώς συνηθισμένη χρήση, η οποία ισχύει αν δεν υπάρχει ιδιαίτερη συμφωνία, η οποία επιτρέπεται, κατ’ άρθρ. 361 ΑΚ, λόγω του ότι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 591, 592 και 599 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα είναι ενδοτικού δικαίου. Σύμφωνα με αυτά, ο εκμισθωτής, ασκώντας, πριν ή κατά ή μετά τη λύση της μίσθωσης (ΑΠ 1413/2008), με αγωγή αποζημίωσης (ή με ένσταση συμψηφισμού), την αξίωσή του για τις φθορές ή μεταβολές που προκλήθηκαν στο μίσθιο κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, οφείλει, για το ορισμένο της αγωγής του, κατ’ άρθρ. 118 εδάφ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να επικαλεστεί και αποδείξει τις εν λόγω φθορές και μεταβολές και το ποσό της ζημίας που υφίσταται από αυτές, ενώ απόκειται στον εναγόμενο μισθωτή να επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, ότι αυτές οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση ή σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη ή σε ανώτερη βία (ΑΠ 681/2015, ΑΠ 1807/2012). Περαιτέρω, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι οι φθορές ή μεταβολές που προκλήθηκαν από τον μισθωτή οφείλονται ή όχι στη συμφωνημένη χρήση είναι κρίση ουσιαστική, μη υποκείμενη στον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 681/2015, ΑΠ 633/2010). Εξάλλου, κατά το άρθρο 298 ΑΚ, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 118 εδάφ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΑΠ Ολομ. 20/1992, ΑΠ 730/2015, ΑΠ 104/ 2014). Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1138/2014). Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος. Αντίθετα, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής, ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής), εκτιμά κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται, κατά τούτο, η απόφασή του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν διαλαμβάνονται σε αυτή και που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του για τη νομική βασιμότητά της ή, αντίθετα, έκρινε αόριστη την αγωγή, επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και περιλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης (ΑΠ 496/2016, ΑΠ 853/2014, ΑΠ 314/2004). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο και μόνο, ήτοι εκείνες τις ακυρότητες (δικονομικές), κατά την έννοια των άρθρων 159-161 ΚΠολΔ, που αποτελούν νόμιμες κυρώσεις, οι οποίες απαγγέλλονται για παράβαση διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 315/2013, ΑΠ 17/2000). Ο ίδιος λόγος είναι αόριστος (άρθρα 118 εδάφ. 4, 566 παρ. 1 και 577 ΚΠολΔ), αν στο αναιρετήριο δεν ιστορείται ότι το απαράδεκτο προτάθηκε από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 2270/ 2014). Στην ερευνώμενη περίπτωση, με τους τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος του, τέταρτο, κατά το πρώτο σκέλος του, και πέμπτο λόγους αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, εξαιτίας της αοριστίας της, επειδή, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, 1) αξίωσε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του ασκούμενου με αυτή δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να ζητήσει αποζημίωση για την αποκατάσταση των ζημιών της που επικαλείται ότι υπέστη από τις φθορές και βλάβες που προκλήθηκαν στο μίσθιο ακίνητο κατά τη διάρκεια της επίδικης σύμβασης μισθώσεως, πέρα από τη συμφωνημένη χρήση (θετική ζημία) και 2) στο δικόγραφο αυτής δεν περιέχονται τα στοιχεία, τα οποία ήταν απαραίτητα για τη θεμελίωση α) της πιο πάνω βάσης, ως προς την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το μίσθιο ακίνητο, όταν η εναγομένη-μισθώτρια-αναιρεσείουσα το παρέλαβε από την ενάγουσα-εκμισθώτρια-αναιρεσίβλητη και ως προς την περιγραφή των φθορών και βλαβών αυτού, τις οποίες η δεύτερη επικαλέστηκε ότι προκλήθηκαν στο μίσθιο ακίνητο από την αντίδικό της, και τη δαπάνη αποκατάστασής τους, καθόσον δεν προσδιορίζονται η “τιμοληψία” για τα υλικά (με την προσκόμιση ορισμένου τιμοκαταλόγου, ενός ή περισσότερων εργοστασίων, με καθορισμένες ανά είδος τιμές), η αναγωγή στα ωρομίσθια και ημερομίσθια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που ισχύουν και το επιχειρηματικό κέρδος, με αναδρομή στους πίνακες τεκμαρτού κέρδους κατά κλάδο της φορολογικής αρχής για το περιθώριο χρέους και β) της βάσης της αγωγής, που στηριζόταν στο άρθρο 298 ΑΚ, για τα μισθώματα που η αναιρεσίβλητη απώλεσε από τη μη εκμίσθωση του ακινήτου σε τρίτους (αποθετική ζημία), καθόσον δεν αναφέρεται σε ποίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εκμίσθωση του ακινήτου προέβη αυτή, ποία παρόμοια ακίνητα εκμισθώθηκαν στην ίδια περιοχή και με ποίο μίσθωμα, ποίοι προσήλθαν σε διαπραγμάτευση μαζί της, με ποίους ειδικότερους όρους και περιεχόμενο, ποία δραστηριότητα σκόπευαν να ασκήσουν και γιατί οι επικαλούμενες φθορές προκάλεσαν, κατά πρόσφορη αιτιότητα, σε αυτούς την απόφαση να μη συνάψουν μαζί της νέα μίσθωση και αν αυτοί, απορρίπτοντας την κατάρτιση της μίσθωσης, μίσθωσαν, τελικά, άλλο συγκρίσιμο ακίνητο, με ποίους όρους και αν αυτό είχε ή όχι αντίστοιχες φθορές. Από τον παραδεκτό, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, έλεγχο του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι 1) οι αναφερόμενες σ’ αυτή φθορές και βλάβες του μίσθιου ακινήτου για την αποκατάσταση των οποίων ζητείται αποζημίωση διαλαμβάνονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, κατά την έκτασή τους και κατά το είδος τους, καθώς και κατά το κόστος που απαιτείται για την αποκατάσταση της καθεμίας από αυτές (κατά τιμή μονάδας ή κατ’ αποκοπή). Δεν ήταν, συνεπώς, αναγκαίο να αναφέρεται περαιτέρω ανάλυση της κάθε δαπάνης, με τον τρόπο μάλιστα που προσδιορίζει η αναιρεσείουσα, η οποία (δαπάνη), άλλωστε, μπορεί να προκύψει από τις αποδείξεις. Επίσης, περιγράφεται και το μίσθιο ακίνητο και μάλιστα στην κατάσταση που το παρέλαβε η αναιρεσείουσα (σελίδες 1η, 43η και 44η της αγωγής) και 2) εκτίθενται όλα εκείνα τα περιστατικά που πιθανολογούν, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πραγματοποίηση του διαφυγόντος κέρδους (μισθώματα που απωλέστηκαν εξαιτίας των φθορών του μισθίου που δεν επέτρεπαν την εκμίσθωση) και, συγκεκριμένα, η αναζήτηση νέων μισθωτών (των ιδιοκτητών των εστιατορίων “…” και “…” που επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύναψη μίσθωσης αλλά υπαναχώρησαν μόλις αντιλήφθηκαν τις φθορές του μισθίου (σελίδες 46η και 47η της αγωγής). Κατά συνέπεια, το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ορθά έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως προς τα επίμαχα αυτά σημεία, και δεν υπέπεσε στις από το άρθρ. 559 αριθμ. 1 και 14 ΚΠολΔ πλημμέλειες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τους παραπάνω λόγους αναίρεσης, οι οποίοι, συνακόλουθα, σε κάθε περίπτωση, είναι αβάσιμοι. Ομοίως, αβάσιμος είναι και ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, κατά τον οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στην από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, επιδικάζοντας, κατά την αναιρεσείουσα, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό για το ποία ποσά δέχεται και ποία απορρίπτει, “άλλο από εκείνο που ζητήθηκε”, καθώς, όπως, κατά λέξη, αναγράφεται στο αναιρετήριο, με την πληττόμενη απόφασή του, “κατέστησε αδύνατο να διαγνωστεί ποιες χρηματικές ποσότητες επιδίκασε για υλικά, ποιες για εργασία, ποιες για επιχειρηματικό κέρδος και ποιες για φόρους ή άλλες επιβαρύνσεις”, δεδομένου ότι το Εφετείο αποφάσισε στο πλαίσιο του σχετικού αιτήματος της αναιρεσίβλητης, όπως θα εκτεθεί και παρακάτω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών… Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Ειδικότερα, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει κενό στη σύμβαση ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Παραβιάζονται οι κανόνες αυτοί, όταν το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων (ΑΠ Ολομ. 26/2004, ΑΠ 163/2015) ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους (ΑΠ Ολομ. 26/2004) ή και όταν προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, αν και δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 635/ 2011, ΑΠ 604/2011, ΑΠ 211/2011). Πάντως, μόνη η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αναφέρει ρητά στην απόφασή του ότι για την εξεύρεση της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των παραπάνω διατάξεων του Αστικού Κώδικα δεν συνιστά παραβίαση των εν λόγω διατάξεων, αν στην απόφαση εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των κανόνων αυτών (ΑΠ 413/2015). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν, από όσα δέχεται το δικαστήριο, δεν διευκρινίζεται η θέση του ως προς το αν υπάρχει κενό ή ασάφεια, αφού από την καταφατική ή αποφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται αν θα εφαρμοστούν ή όχι οι πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις (ΑΠ 215/2016, ΑΠ 84/2008). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι αυτός ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, μεταξύ των άλλων: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει. Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Εκ πλαγίου παραβίαση, κατά την προεκτιθέμενη έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, μπορεί να συντελεστεί και επί των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση υπάρχει α) όταν δεν διευκρινίζεται επαρκώς αν υπάρχει ή όχι κενό στη δικαιοπραξία, αν το δικαστήριο έχει προβεί στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων και αν δεν παραθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, β) όταν η απόφαση περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την εφαρμογή ή όχι των διατάξεων αυτών του ουσιαστικού δικαίου και γ) όταν το δικαστήριο έσφαλε κατά την υπαγωγή των περιστατικών που έγιναν δεκτά στην έννοια του νόμου (ΑΠ 527/2008). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την αναιρεσιβαλλόμενη 5287/2015 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν τότε), δέχθηκε, ανέλεγκτα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: [Δυνάμει του από 13-3-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία “… ΕΕ”, ως εκμισθώτριας και της εναγόμενης εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕΕ”, ως μισθώτριας, η πρώτη εκμίσθωσε στην τελευταία το, περιγραφόμενο ειδικότερα στην 1201/2001 πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Ε. Σ., ακίνητο, συνολικής επιφάνειας 417,67 τ.μ…. αποτελούμενο από ισόγειο 248,66 τ.μ., πρώτο όροφο 169,01 τ.μ. και τον ανήκοντα στην αποκλειστική χρήση της ιδιοκτησίας αυτής αύλειο χώρο, επιφάνειας 239,10 τ.μ., που βρίσκεται στην …, επί της οδού …, για χρονικό διάστημα εννέα ετών με έναρξη από 1-1-2003, αντί μηνιαίου ελάχιστου μισθώματος 10.758,1 ευρώ, καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εστιατόριο – bar. Προς τούτο με το ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων και ανέλαβε η εναγόμενη μισθώτρια εταιρεία την υποχρέωση, προ της εγκαταστάσεως στο μίσθιο και της ουσιαστικής ενάρξεως της μίσθωσης (1-1-2003), να προβεί σε εκτεταμένες εργασίες επισκευής, ανακαίνισης, προσθήκες, μεταβολές και διακόσμηση των χώρων του μισθίου, καίτοι αυτό ήταν ήδη διαμορφωμένο για να λειτουργήσει ως εστιατόριο, προκειμένου να το ανακαινίσει και μετατρέψει σε χώρο κατάλληλο για την λειτουργία πλέον πολυτελούς εστιατορίου και bar, όπως άλλωστε και συνομολογείται. Έτσι η εναγόμενη παρέλαβε την κατοχή του εν λόγω μισθίου ακινήτου, διότι το βρήκε της αρεσκείας της και κατάλληλο για τη χρήση που επρόκειτο να κάνει, εφόσον βέβαια πραγματοποιούσε τις απαραίτητες επισκευές, σύμφωνα και με τον 5° όρο του ως άνω συμφωνητικού. Ειδικότερα, ενόψει αυτών, συμφωνήθηκε ρητά με τον 7° όρο του ιδίου συμφωνητικού, μεταξύ άλλων, ότι “(7.1) Η μισθώτρια με τους τεχνικούς της συμβούλους, εξέτασε με προσοχή το μίσθιο και βεβαιώθηκε πλήρως για την πραγματική του κατάσταση, το βρήκε κατάλληλο και της απολύτου εκλογής και αρεσκείας της για τη χρήση που το προορίζει και το παρέλαβε ανεπιφυλάκτως προς χρήση… (7.2) Η εκμισθώτρια δεν αναλαμβάνει καμία υποχρέωση για επισκευές του μισθίου, ακόμη και αναγκαίες, σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, από οποιαδήποτε αιτία και αν γίνουν αναγκαίες, έστω και αν προέρχονται από ανωτέρα βία.- (7.3) Οποιαδήποτε διαρρύθμιση/διακόσμηση, προσθήκη ή βελτίωση στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του μισθίου που εξυπηρετεί καλύτερα τη χρήση για την οποία προορίζεται, θα διενεργείται από την μισθώτρια, με τη σύμφωνη όμως γνώμη της εκμισθώτριας…. Όλες οι σχετικές δαπάνες των διαρρυθμίσεων κ.λπ. βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την μισθώτρια, η οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εφαρμόσει πιστά τους νόμους και να μην εκθέσει την εκμισθώτρια σε οποιαδήποτε ευθύνη για τις εργασίες αυτές. Εννοείται ότι με τις οποιεσδήποτε διαρρυθμίσεις ή διακοσμήσεις που θα κάνει στο χώρο η μισθώτρια, δεν πρέπει να βλάπτεται η στερεότητα και η αντοχή του κτιρίου γενικά και να μην παραβιάζονται οι σχετικές πολεοδομικές διατάξεις και νόμοι. Τέλος, κατά την οποτεδήποτε αποχώρηση της μισθώτριας από το μίσθιο, οι προσθήκες αυτές θα παραμείνουν προς όφελος του μισθίου και η μισθώτρια δεν θα έχει κανένα δικαίωμα αποζημιώσεως γι’ αυτές. Η μισθώτρια έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει ό,τι έχει προστεθεί και είναι δυνατό να αφαιρεθεί χωρίς βλάβη του μισθίου, επαναφέροντας με έξοδά της το μίσθιο στην προηγούμενη του κατάσταση”. Εξ αυτών, καθίσταται σαφές και αναμφίβολο, καταρχάς, ότι οι διάδικοι, με την έγκυρη αυτή συναφθείσα μεταξύ τους συμφωνία (ΑΚ 361), συμφώνησαν ρητά όλες οι διενεργηθείσες εκ μέρους της μισθώτριας – εναγομένης δαπάνες επί του μισθίου, αναγκαίες και επωφελείς, για τις οποίες και συγκατατέθηκε η εκμισθώτρια -ενάγουσα, να βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την πρώτη (μισθώτρια), η οποία δεν θα έχει γι’ αυτές δικαίωμα αποζημίωσης σε βάρος της τελευταίας (εκμισθώτριας) και θα παρέμεναν προς όφελος του μισθίου. Στα πλαίσια λοιπόν αυτών των συμφωνηθέντων, η εναγόμενη μισθώτρια προέβη αμέσως, με την τυπική έναρξη της ένδικης μίσθωσης (ήτοι 3-3-2002), σε εκτεταμένες εργασίες επισκευής και διαμόρφωσης του μισθίου και εν γένει του όλου κτιρίου, με την κατεδάφιση ορισμένων τοίχων κάνοντας εν συνεχεία νέα θεμελίωση με υποστυλώματα, με ανακαίνιση, με προσθήκες και διαμορφώσεις των χώρων αυτού (μισθίου), δαπανώντας πολύ σημαντικά χρηματικά ποσά, ενώ είχε τη συναίνεση και έγκριση της εκμισθώτριας, η οποία ήταν σε γνώση όλων αυτών των κατασκευών – προσθηκών, για τις οποίες εξάλλου είχε εκδοθεί με επιμέλεια της μισθώτριας η σχετική 517/2002 οικοδομική άδεια (στο όνομα της ίδιας της εκμισθώτριας) με την 717/2003 αναθεώρησή της, όπως άλλωστε και δεν αμφισβητείται. Μετά ταύτα, επακολούθησε αφενός μεν η τροποποίηση της αρχικής πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας με την 1693/24-12-2002 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου … , ως προς την περιγραφή του μισθίου ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας), αφετέρου δε η κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων του, από 14-2-2003, μεταγενέστερου συμφωνητικού, με το οποίο έγινε νέα περιγραφή του μισθίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τις επισκευές και επεμβάσεις της μισθώτριας και συγκεκριμένα συμφώνησαν τα μέρη ρητά τα ακόλουθα: Μετά από νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση του μισθίου ο όρος 1 (περιγραφή μισθίου) του από 13-3-2002 συμφωνητικού, αντικαθίσταται με το εξής κείμενο, που αποδίδει ακριβέστερα την περιγραφή του μισθίου: “Το με το παρόν εκμισθούμενο ακίνητο αφορά την υπό στοιχεία “ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ” ανεξάρτητη και αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία οικοδομής που βρίσκεται στην … στην οδό …, όπως η ιδιοκτησία αυτή περιγράφεται λεπτομερώς στην 1693/24-12-02 πράξη τροποποίηση σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας…, η οποία (οριζόντια ιδιοκτησία) έχει συνολική επιφάνεια 671,37 τμ. και εκτείνεται σε τρία επίπεδα και συγκεκριμένα Υπόγειο (β), επιφάνειας 202,69 τ.μ., Ισόγειο, επιφάνειας 156,45 τ.μ. + 122,90 τ.μ. και Ημιώροφο – Πατάρι, επιφάνειας 189,33 τ.μ., με τον ανήκοντα στην αποκλειστική χρήση της ιδιοκτησίας αυτής ακάλυπτο χώρο (αυλή), επιφάνειας 214,42 τ.μ. (εφεξής στο “μίσθιο”)”, ενώ επί πλέον με το ίδιο τροποποιητικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε να ισχύσουν κατά τα λοιπά οι όροι που περιλαμβάνονταν στο προαναφερόμενο από 13.3.2002 συμφωνητικό μίσθωσης, όπως άλλωστε και συνομολογείται. Έκτοτε, και με ουσιαστική έναρξη της μίσθωσης την 1-1-2003, όταν και άρχισε η καταβολή του συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος, η εναγόμενη χρησιμοποίησε συνεχώς και ανενόχλητα το ήδη διαμορφωμένο και ανακαινισμένο πλέον μίσθιο, όπως είχε συμφωνηθεί, λειτουργώντας σ’ αυτό πολυτελέστατο (κατά την επιθυμία της εναγόμενης) εστιατόριο, όπως απεικονίζεται και στις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως και μη αμφισβητούμενες φωτογραφίες. Ωστόσο, η εναγόμενη με το από 13-1-2009 έγγραφό της, εξώδικη δήλωση – καταγγελία, που επέδωσε στην ενάγουσα εκμισθώτρια, στις 15-1-2009, κατήγγειλε την ως άνω ένδικη σύμβαση μισθώσεως και αποχώρησε του μισθίου στις 22-9-2009, παραδίδοντας τα κλειδιά αυτού στην τελευταία (εκμισθώτρια), η οποία και τα παρέλαβε με κάθε επιφύλαξη. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο αποχώρησης της εναγομένης από το μίσθιο, αφενός μεν το προσωπικό του συνεργείου, που ενεργούσε κατ’ εντολή της την απομάκρυνση από αυτό του κινητού διακριτού επαγγελματικού της εξοπλισμού, που είχε τοποθετήσει η ίδια, με δαπάνες της, για τη λειτουργία του εστιατορίου (τραπεζοκαθίσματα, ψυγεία, κουζίνες, λάντζες κ.λπ.) και δικαιούνταν ν’ αφαιρέσει, καθόσον εξυπηρετούσαν εντελώς παροδικά, δηλαδή αποκλειστικά και μόνον την ως άνω επιχείρησή της, προκάλεσε από υπαιτιότητα τις πιο κάτω αναφερόμενες εκτεταμένες φθορές και βλάβες στους χώρους του μισθίου, αφετέρου δε διά των υπαλλήλων της, αποξηλώνοντας βίαια και αμελώς προσθήκες – κατασκευάσματα που ήταν συνδεδεμένα άρρηκτα με την λειτουργία του μισθίου (θύρες, ηλεκτρολογικό πίνακα, υδραυλικές εγκαταστάσεις, κλιματισμό κ.λπ.), προξένησε και πάλι σοβαρές βλάβες, τις οποίες επιβάλλεται ν’ αποκαταστήσει. Και τούτο διότι με τον προαναφερόμενο (7.3) όρο του επίμαχου ιδιωτικού συμφωνητικού συμφώνησαν ότι η μισθώτρια – εναγομένη, σε περίπτωση βλάβης του μισθίου κατά την αφαίρεση γενομένων υπ’ αυτής προσθηκών, ήταν υποχρεωμένη να επαναφέρει με δικά της έξοδα το μίσθιο στην προηγούμενή του κατάσταση. Υπάρχει, όμως, ασάφεια στη συμφωνία αυτή των συμβαλλομένων (διαδίκων), σχετικά με την έννοια του προαναφερθέντος ειδικοτέρου όρου “προσθήκη”. Γι’ αυτό, πρέπει να αναζητηθεί η αληθής βούληση αυτών, ως προς το ως άνω θέμα. Από τον εν λόγω όρο του μισθωτηρίου συμφωνητικού, που ερμηνεύεται, λόγω της ασάφειάς του, ως προς τον ειδικότερο όρο “προσθήκες”, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του Α.Κ., όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, καθώς επίσης τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες καταρτίσθηκε το όλο περιεχόμενο της επίμαχης συμφωνίας, προκύπτει ότι η αληθής βούληση των συμβαλλόμενων ήταν να παραμείνουν, προς όφελος του μισθίου ακινήτου, μετά την λήξη της μίσθωσης, οι γενόμενες από τη μισθώτρια κατασκευές, που θα προσαρτώντο στο μίσθιο ακίνητο, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, προς διαρκή εξυπηρέτηση αυτού καθ’ εαυτού του μισθίου ακινήτου και όχι (και) ο κινητός εξοπλισμός που θα προσαρτώνταν στο μίσθιο, προσωρινά, και θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση της επιχείρησης ως πολυτελές εστιατόριο που θα ασκούσε η εναγόμενη στο μίσθιο ακίνητο, την παραμονή των οποίων και δεν αξίωσε η ενάγουσα – εκμισθώτρια, θεωρώντας ότι δεν αποτελούν “προσθήκες” με την έννοια του όρου αυτού (7.3) του μισθωτηρίου συμφωνητικού. Όμως, κατά τα προαναφερθέντα, η εναγόμενη είχε προβεί και σε κατασκευές στο μίσθιο ακίνητο, οι οποίες ήταν μόνιμες και εξυπηρετούσαν, κατά τρόπο διαρκή, τόσον αυτό καθ’ εαυτό το μίσθιο όσον και την λειτουργία του ως εστιατόριο, με το οποίο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες (θύρες, ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις, κλιματισμό κ.λπ.), οι οποίες θα παρέμεναν σε όφελος του μισθίου κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα και δεν είχε πρωτίστως δικαίωμα η εναγόμενη ούτε αφαίρεσης ούτε και αποζημίωσης μετά την αποχώρησή της από το μίσθιο, απορριπτομένων των όσων αντιθέτων υποστηρίζει η τελευταία (εναγόμενη) και με σχετικό λόγο έφεσης ως αβάσιμα. Σε περίπτωση δε, που προκαλούνταν βλάβη στο μίσθιο από την κατ’ εξαίρεση (επιτρεπτή) αφαίρεση τέτοιων σταθερών και μονίμων προσθηκών (κατά την έννοια του ως άνω όρου), η αληθής βούληση των συμβαλλόμενων διαδίκων, ερμηνευμένη κατά τους ιδίως ως άνω ορισμούς των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ήταν η αποκατάσταση αυτής (βλάβης) από την μισθώτρια, με την επαναφορά του μισθίου, με δικά της έξοδα, στην προηγούμενή του κατάσταση. Ως τέτοια “προηγούμενη” κατάσταση, καθίσταται σαφές και αναμφίβολο (χωρίς να απαιτείται να προβεί το δικαστήριο στην ερμηνεία της σύμβασης με τη λήψη στοιχείων εκτός αυτής, προσφεύγοντας στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ) ότι θεωρούσαν εκείνη του μισθίου που είχε διαμορφωθεί, μετά τις γενόμενες από την μισθώτρια επισκευές, ανακατασκευές, επιδιορθώσεις, ανακαινίσεις και προσθήκες, κατά τον χρόνο πριν της ουσιαστικής έναρξης της ένδικης μίσθωσης την 1-1-2003 και περιγράφονταν επακριβώς και λεπτομερώς στην προαναφερθείσα τροποποιητική συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, που εκ νέου επαναλήφθηκε (η περιγραφή) ρητά στο μεταγενέστερο καταρτισθέν και ισχύον (τροποποιητικό) από 14-2-2003 συμφωνητικό των διαδίκων, στο οποίο ειδικότερα έγινε, όπως προαναφέρθηκε, νέα εκτενής περιγραφή του μισθίου ακινήτου, ως αυτό δηλαδή διαμορφώθηκε μετά τις επεμβάσεις της μισθώτριας. Ενισχυτικό δε της άποψης αυτής είναι και ότι οι διάδικοι θα μπορούσαν να αρκεστούν στη διατύπωση της περιγραφής του μισθίου που έγινε στην αρχική μισθωτική σύμβαση, δηλαδή πριν τις επεμβάσεις σ’ αυτό από τη μισθώτρια, που όχι μόνον δεν συνέβη εν προκειμένω, αλλά αντίθετα φρόντισαν να καταρτισθεί νέα έγγραφη μισθωτική σύμβαση, στην οποία ρητά διατυπώθηκε η συμφωνία τους για την κατάργηση του σχετικού όρου της-προηγούμενης και την αντικατάστασή του με την νέα πλέον περιγραφή, αυτή δηλαδή που είχε διαμορφωθεί το μίσθιο μετά τις κατά τα ανωτέρω επεμβάσεις της μισθώτριας. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, η επαναφορά στην αρχική κατάσταση του μισθίου ήταν και αντικειμενικά ανέφικτη, καθόσον σ’ αυτό είχαν γίνει πολύ σοβαρές καθαιρέσεις, μεταβολές και επισκευές από την μισθώτρια, όπως προαναφέρθηκε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγόμενη και με σχετικό λόγο έφεσης ελέγχονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω, από την εκτίμηση του αυτού ως άνω αποδεικτικού υλικού αποδείχθηκε ότι μετά την αποχώρηση της μισθώτριας-εναγομένης από το μίσθιο διαπιστώθηκαν ότι αυτό έφερε τις ακόλουθες φθορές και βλάβες, οι οποίες, όπως βάσιμα υποστηρίζει καθ’ υποφορά στην αγωγή της η ενάγουσα, δεν οφείλονται στη συμβατική του (συνηθισμένη) χρήση ως εστιατόριο, αλλά σε πταίσμα ή αμέλεια της ίδιας και των προστηθέντων υπ’ αυτής υπαλλήλων της και, συνεπώς, η τελευταία έπρεπε, πριν από την απόδοση της χρήσης του στην ενάγουσα – εκμισθώτρια, να επαναφέρει τα πράγματα με δικές της δαπάνες στην προηγούμενη κατάστασή τους, δηλαδή σε καλή λειτουργική κατάσταση και συγκεκριμένα σ’ εκείνη που θα βρισκόταν το μίσθιο μετά την με επιμέλεια ασκηθείσα συμφωνημένη χρήση του, ήτοι ειδικότερα: 1) θραύση του υαλοπετάσματος της κύριας εισόδου από βίαιο χτύπημα, για την αντικατάσταση του οποίου απαιτείται το ποσό των 108 ευρώ (3, 6 τ.μ Χ 30), 2) ζημία στα σημεία στήριξης της κυρίας εισόδου παράπλευρα στο υαλοπέτασμα, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται το ποσό των 150 ευρώ, 3) ζημία στο κυρίως χώρο του ισογείου, σε πέτασμα και πόρτα, που οδηγεί στο κεντρικό κλιμακοστάσιο του ακινήτου, από χτύπημα με τοπική αποξήλωση της διακοσμητικής επιφάνειας επένδυσης της πόρτας και του παράπλευρου πετάσματος, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται το ποσό των 2.000 ευρώ (25,0 τ.μ. Χ 80,0), 4) φθορές αποφλοίωσης και καταστροφής κατά μήκος της μαρμάρινης ακμής του αναβαθμού στον κυρίως χώρο του ισογείου από χτυπήματα, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 300 ευρώ, 5) εκτεταμένες ζημιές (οπές, ραγίσματα, αφαίρεση τμημάτων μαρμάρου) στο μαρμάρινο δάπεδο του μπαρ στο ισόγειο, από αφαίρεση αντικειμένων που ήταν στερεωμένα με κοχλίες στο δάπεδο, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 7.516,80 ευρώ (62,64 τ.μ. Χ 120 €/τ.μ.), 6) τοπικές φθορές γυψοσανίδων σε τέσσερα υποστυλώματα παράπλευρα του ισογείου, κατακόρυφης επιφάνειας του κυρίως καθιστικού χώρου του ισογείου, κατακόρυφης επιφανείας στο χώρο του διαδρόμου προς το κλιμακοστάσιο είτε από χτυπήματα είτε από αποξηλώσεις κολλημένων αντικειμένων, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 1050 ευρώ (30,00 τ.μ. Χ 35,00 €/τ.μ.), 7) φθορά στη γυψοσανίδα οροφής στο bar – ισόγειο, άνωθεν της κλίμακας καθόδου προς το υπόγειο, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται το ποσό των 300 ευρώ και φθορά στη ξύλινη ψευδοροφή στον κύριο χώρο του bar του ισογείου, από την απόσπαση της κλιματιστικής μονάδος οροφής, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται το ποσό των 6.372,90 ευρώ (70,81 τ.μ. Χ 90 €/τ.μ.), ήτοι συνολικά 6.672,90 ευρώ, 8) εκτεταμένες φθορές στη ψευδοροφή του παταριού, εδραζόμενη σε μεταλλικό σκελετό και αποτελούμενη από πλάκες διαστάσεων 60 Χ 60 εκ., που προκλήθηκαν από την αποξήλωση του συστήματος κλιματιστικού και εξαεριστικών μονάδων και φθορές και αφαίρεση πλακών ορυκτής ίνας στο υπόγειο, στο χώρο δίπλα από τα WC των γυναικών, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 1575,00 ευρώ για το υπόγειο (35,00 τ.μ. Χ 45 €/τ.μ.) και το ποσό των 9.660,0 ευρώ για τον όροφο – πατάρι (138,00 τ.μ. Χ 70 €/τμ.), ήτοι το ποσό των 11.235 ευρώ, 9) αποξήλωση δύο θυρών από κρύσταλλο στο χώρο των λουτρών ανδρών – γυναικών, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 2.000 ευρώ (2 τεμ. Χ 1000 ευρώ ), 10) αποξήλωση κεραμικών πλακιδίων διαστάσεων 20 Χ 20 cm στους τοίχους του παταριού, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 3.150 ευρώ (70,00 τ.μ. Χ 45), 11) αποκόλληση μεταλλικών περσίδων σε σιδερένιο εξωτερικό κούφωμα του συστήματος των περσίδων, που χρησιμοποιείτο στο δίκτυο εξαερισμού του ορόφου – πατάρι από χτύπημα και αποξήλωση κουφώματος αλουμινίου στον όροφο – πατάρι στο χώρο της κουζίνας με ταυτόχρονη καταστροφή της περιμετρικής επιφάνειας έδρασής του από άτεχνο τρόπο, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 600 ευρώ, 12) κατεδαφισμένα τμήματα τοιχοποιιών στο χώρο του ορόφου – παταριού, οπότε για την αποκατάσταση γυψοσανίδων σε κάθετα στοιχεία στο πατάρι απαιτείται το ποσό των 2.100 ευρώ (70,00 τ.μ. Χ 30), 13) αφαίρεση τριών εσωτερικών θυρών στο χώρο της κουζίνας, για την αντικατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 900 ευρώ (3 τμ. Χ 300 €/τεμ), 14) εκτεταμένες φθορές στο δάπεδο ορόφου – παταριού και τοπικές αποξηλώσεις, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 6.210 ευρώ (138 τ.μ. Χ 45), 15) βαφή αποκατασταθέντων στοιχείων γυψοσανίδας (οριζοντίων και καθέτων) στον κύριο χώρο του ισογείου, για την οποία απαιτείται το ποσό των 2.550 ευρώ (170,00 τ.μ. Χ 15), 16) βαφή αποκατασταθέντων στοιχείων γυψοσανίδας στο χώρο bar του ισογείου και χώρο του υπογείου, για την οποία απαιτείται το ποσό των 1950 ευρώ (130,00 τ.μ. Χ 15), 17) ζημιές στο μηχανικό κίνησης των ανοιγόμενων υαλοστασίων του ισογείου, για την αποκατάσταση του οποίου απαιτείται το ποσό των 500 ευρώ (1 τεμ. Χ 500), 18) αποξήλωση του ηλεκτρολογικού πίνακα που εξυπηρετούσε το κύκλωμα των χώρων του ισογείου και υπογείου, για την αποκατάσταση του οποίου απαιτείται το ποσό των 1500 ευρώ, 19) έλεγχος – ταυτοποίηση κυκλωμάτων και επιμήκυνση των υπαρχουσών ηλεκτρικών γραμμών για σύνδεση με τους ηλεκτρικούς πίνακες, οπότε απαιτείται το ποσό των 3000 ευρώ, 20) αποξήλωση ηλεκτρολογικού πίνακα παταριού, για την αποκατάσταση του οποίου απαιτείται το ποσό των 1500 ευρώ, 21) αφαίρεση όλων των μπριζοδιακοπτών από τους τοίχους σε όλο το χώρο του ισογείου, για την αντικατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 615 ευρώ (41 τεμ. Χ 15,00 €/τεμ), 22) απόσπαση των φωτιστικών σωμάτων ασφαλείας από το χώρο του υπογείου, για την αντικατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 105 ευρώ (35 Χ 3 τεμ.), 23) προμήθεια, εγκατάσταση και σύνδεση με το υπάρχον δίκτυο καλωδιώσεων συστήματος πυρανίχνευσης, βάσει της εγκεκριμένης μελέτης πυροπροστασίας, οπότε απαιτείται το ποσό των 5.000 ευρώ, 24) “ζημίες σε ηλεκτρική – υδραυλική – αποχετευτική υποστήριξη εσωτερικής κλιματιστικής μονάδας, οπότε για την προμήθεια, εγκατάσταση και σύνδεση με το δίκτυο σωληνώσεων παροχής θερμού – ψυχρού νερού, αποχέτευσης και ηλεκτρισμού εσωτερικών κλιματιστικών μονάδων νερού, κρυφού τύπου ψευδοροφής απαιτείται το ποσό των 4.550 ευρώ (7 τεμ. Χ 650), 25) απόσπαση φυγοκεντρικού εξαεριστήρα στο χώρο του ισογείου, οπότε για την προμήθεια και εγκατάσταση με το υπάρχον δίκτυο αεραγωγών ενός φυγοκεντρικού εξαεριστήρα 4.000 m3/h απαιτείται το ποσό των 500 ευρώ (1 τεμ), 26) αφαίρεση του φυγοκεντρικού εξαεριστήρα, οπότε για την προμήθεια, εγκατάσταση και σύνδεση με το υπάρχον δίκτυο αεραγωγών ενός φυγοκεντρικού εξαεριστήρα 3.000 m3/h απαιτείται το ποσό των 450 ευρώ (1 τεμ), 27) αφαίρεση του πίνακα χειρισμού του συστήματος κλιματισμού – αερισμού του εστιατορίου, οπότε για την εγκατάσταση σχετικού πίνακα απαιτείται το ποσό των 1500 ευρώ, 28) αφαίρεση στοιχείων του συστήματος πυρόσβεσης, οπότε για την αγορά ενός κοινού ελαστικού σωλήνα μήκους 15 μ. και ενός ακροφυσίου 19 χιλ. απαιτείται το ποσό των 110 ευρώ (2 τεμ.), 29) αφαίρεση των αναμικτήρων κρύου – ζεστού νερού στους κύριους χώρους υγιεινής του εστιατορίου, οπότε για την προμήθεια και εγκατάσταση 4 τεμαχίων απαιτείται το ποσό των 180 ευρώ (4 τεμ. Χ 45), 30) αφαίρεση μπαταρίας λουτρού σε βοηθητικό χώρο του υπογείου, για την αντικατάσταση της οποίας απαιτείται το ποσό των 45 ευρώ, 31) αφαίρεση του εξαεριστήρα οροφής στο χώρο υγιεινής του προσωπικού, για την αντικατάσταση του οποίου απαιτείται το ποσό των 70 ευρώ, 32) αφαίρεση λαμπτήρων κρυφού φωτισμού συνολικού μήκους 78 μ. στον κυρίως χώρο του ισογείου, στους παράπλευρους χώρους του ισογείου και στο χώρο των wc γυναικών, για την αντικατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 780 ευρώ (78μ Χ 10 ευρώ/μμ), αφαίρεση 42 τεμαχίων μεγάλων φωτιστικών οροφής σε κενά ψευδοροφών στους χώρους του ισογείου, για την αντικατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 1680 ευρώ (42 τεμ. Χ 40), αφαίρεση 102 τεμ. μικρών φωτιστικών οροφής, για την αντικατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 1020 ευρώ (102 τεμ. Χ 10), αφαίρεση 50 φωτιστικών μεσαίου μεγέθους, για την αντικατάσταση των οποίων απαιτείται το ποσό των 1500 ευρώ (50 τεμ. Χ 30), ήτοι συνολικά 4.980 ευρώ και 33) αφαίρεση των εξαρτημάτων στο λεβητοστάσιο παραγωγής ζεστού νερού χρήσης του εστιατορίου, οπότε για την τοποθέτηση ηλεκτρικού θερμοδοχείου παραγωγής και αποθήκευσης ζεστού νερού χρήσης απαιτείται το ποσό των 10.000 ευρώ. Δηλαδή η συνολική δαπάνη για την αποκατάσταση των ανωτέρω φθορών και βλαβών ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 83.097,70 ευρώ. Αποδείχθηκε επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ότι η ενάγουσα, αν το μίσθιο ακίνητο, μετά την αποχώρηση της εναγομένης, της παραδιδόταν σε καλή λειτουργική κατάσταση, όπως είχαν συμφωνήσει και δεν είχε τις ως άνω εκτεταμένες φθορές και βλάβες, θα μπορούσε με πιθανότητα να το εκμισθώσει με την ίδια χρήση, ήτοι ως εστιατόριο – bar σε τρίτους, τουλάχιστον από τον Σεπτέμβριο του 2009, δεδομένου ότι αφενός το μίσθιο βρίσκεται σε πολύ καλή περιοχή στο κέντρο της Αθήνας … και γειτνιάζει με την περιοχή του …, όπου υπάρχουν και άλλα καταστήματα με όμοια επιχείρηση όπως το …, …, αφετέρου επέδειξαν, μετά τη λήξη της επίδικης μίσθωσης, σημαντικοί επιχειρηματίες ενδιαφέρον και διαπραγματεύθηκαν με την ενάγουσα τη μίσθωσή του, όπως οι ιδιοκτήτες των εστιατορίων … και …, καθώς και του μπαρ …, οι οποίοι, όμως, μόλις προσήλθαν και εξέτασαν το μίσθιο ακίνητο, υπαναχώρησαν λόγω των εκτεταμένων ζημιών που έφερε αυτό. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα θα εκμίσθωνε σε τρίτο το επίδικο, αντί τουλάχιστον του προηγούμενα καταβληθέντος μηνιαίου μισθώματος των 10.758 ευρώ (δηλαδή… με την ίδια μισθωτική αξία), με πιθανότητα και κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, αν δεν του είχαν προκληθεί οι ως άνω εκτεταμένες ζημίες, για τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2009, με συνέπεια να απολέσει έσοδα συνολικού ποσού 21.516 ευρώ (ήτοι 10758 ευρώ Χ 2 μήνες), κατά το οποίο και ζημιώθηκε και οφείλει να το καταβάλει η εναγόμενη ως αποζημίωση (διαφυγόντα κέρδη)… Σημειωτέον ότι το ποσό αυτό της αποζημίωσης ως διαφυγόντα κέρδη… είναι πλήρως ορισμένο κατά τα απαιτούμενα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ., στοιχεία του, καθώς δεν είναι απαραίτητη η αναφορά σχετικών συγκριτικών στοιχείων… όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη…]. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την από 2-10-2013 έφεση της εναγόμενης -αναιρεσείουσας μισθώτριας εταιρείας κατά της πρωτόδικης 1226/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε κρίνει ομοίως, δεχόμενο, κατά ένα μέρος, την υπό κρίση, από 19-10-2009, αγωγή της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας εταιρείας, κατά το ποσό, συνολικά, των 104.613,90 ευρώ [α) 83.097,70 ευρώ, για θετική ζημία – αποκατάσταση των φθορών και βλαβών του μισθίου και β) 21.516,20 ευρώ, για αποθετική ζημία – απώλεια μισθωμάτων]. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε, ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικές διατάξεις του ΑΚ και του π.δ/τος 34/1995, που παρατίθενται στην αρχή της προηγούμενης σκέψης, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή τους και, επομένως, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού δέχεται ότι η αναιρεσείουσα, δια των αρμόδιων πιο πάνω οργάνων της, προκάλεσε, και μάλιστα από υπαιτιότητα, κατά το χρόνο αποχώρησής της από το μίσθιο, τις προσδιοριζόμενες, κατ’ είδος και έκταση, φθορές και βλάβες που, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, έπρεπε να αποκαταστήσει, επαναφέροντας, με δικά της έξοδα, το μίσθιο στην κατάσταση που ήταν, όταν το παρέλαβε, κατά την ειδική συμφωνία της με την εκμισθώτρια αναιρεσίβλητη. Εξάλλου, κατά την επίσης ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, δεν διαπίστωσε, ούτε έμμεσα, ότι υπάρχει κενό στη δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλόμενων μερών ή ασάφεια, σχετικά με την έννοια των δηλώσεών τους, κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης μισθώσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται στην επαναφορά του μισθίου στην προηγούμενη κατάστασή του, αφού οι συμβαλλόμενες θεωρούσαν, ως “προηγούμενη κατάσταση”, εκείνη (την κατάσταση) του μισθίου, όπως είχε διαμορφωθεί, μετά τις επισκευές, ανακατασκευές, επιδιορθώσεις, ανακαινίσεις και προσθήκες που έγιναν από τη μισθώτρια – αναιρεσείουσα, ενώ, αντίθετα, διαπίστωσε κενό και ασάφεια στη συμφωνία των διαδίκων, όσον αφορά την έννοια του όρου “προσθήκη”, προβαίνοντας, κατόπιν αυτού, στην προαναφερόμενη ερμηνεία, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τις οποίες, έτσι, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή της παρούσας σκέψης. Επομένως, ο αντίθετος, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19, τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά τα υπόλοιπα σκέλη του, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ 11 περ. α’, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι ο λόγος αυτός συντρέχει όταν γίνεται παραδεκτό ένα αποδεικτικό μέσο χωρίς την ύπαρξη των όρων του παραδεκτού που συναρτάται και προς τη διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς. Εξάλλου, για το ορισμένο του ίδιου λόγου πρέπει να εκτίθεται στο αναιρετήριο: α) ποία είναι τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει, β) ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου έχει ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο, που ο νόμος δεν το επιτρέπει και γ) ο λόγος για τον οποίο ήταν ανεπίτρεπτα από το νόμο τα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 702/2008, ΑΠ 2112/2007, ΑΠ 1588/ 2007). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 52 παρ. 1 εδάφ. στ’, 368 επ., 370 παρ. 3, 376, 377, 383, 387 και 388 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η υπόνοια μεροληψίας του πραγματογνώμονα υπέρ κάποιου από τους διαδίκους, ακόμη και όταν στηρίζεται σε συμπαιγνία εκείνου με αυτόν τον διάδικο, δεν συνιστά λόγο ακυρότητας της πραγματογνωμοσύνης, έστω και αν υπάρχει βλάβη του διαδίκου (ΑΠ 900/2014, ΑΠ 297/2011), δεδομένου ότι η πραγματογνωμοσύνη, σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο. Μπορεί, όμως, να στηρίξει αίτηση του διαδίκου που έχει τέτοια υπόνοια για εξαίρεση του πραγματογνώμονα ή αντικατάστασή του, η οποία (αίτηση) πρέπει να υποβληθεί μέχρι την περάτωση της πραγματογνωμοσύνης, ενώ, μετά το πέρας αυτής, μόνο αίτηση για νέα πραγματογνωμοσύνη μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά, η οποία, πάντως, επαφίεται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1291/2010, ΑΠ 866/2007). Επίσης, κατά τη διάταξη του παραπάνω άρθρ. 559 αριθμ. 11 εδάφ. γ’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΑΠ Ολομ. 8/2016, ΑΠ Ολομ. 2/2008). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, θα πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται: α) ποίες είναι οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν και τις οποίες δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κρίσιμος ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο και θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 2261/ 2014, ΑΠ 1602/2014, ΑΠ 1456/2014). Στην παρούσα περίπτωση, με τον έκτο λόγο αναίρεσης, προσάπτονται στην πληττόμενη απόφαση οι αιτιάσεις 1) ότι έλαβε υπόψη τη 265/15-10-2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Β. Κ. (που διορίστηκε πραγματογνώμονας με τη μη οριστική 1522/2011 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), η οποία, όμως, δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, επειδή αυτός εκτέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντά του ως βοηθού του δικαστηρίου, μεροληπτώντας υπέρ της αναιρεσίβλητης, όπως εκτίθεται στο αναιρετήριο, με συνέπεια να ιδρύεται λόγος εξαίρεσής του, σύμφωνα με το άρθρο 376 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ και 2) δεν έλαβε υπόψη, για την ανταπόδειξη και απόδειξη των παρατιθέμενων ισχυρισμών, τα αναφερόμενα στις σελίδες 39 και 40 του αναιρετηρίου έγγραφα. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι 1) η επίμαχη πραγματογνωμοσύνη αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, παρά όσα για το αντίθετο υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Η επιλήψιμη συμπεριφορά του πραγματογνώμονα που επικαλείται η τελευταία δεν καθιστά την πραγματογνωμοσύνη άκυρη ή “παράνομη”, παρά μόνο παρείχε το δικαίωμα στην αναιρεσείουσα να ζητήσει την εξαίρεση του πραγματογνώμονα ή την αντικατάστασή του, καθώς και τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, χωρίς αυτή να ισχυρίζεται ότι υπέβαλε τέτοιες αιτήσεις, ενώ στην προκείμενη ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 650 ΚΠολΔ, η οποία έχει εφαρμογή και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρ. 654 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα), όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν πριν καταργηθούν με το νόμο 4335/2015, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (με εξαίρεση τα ανυπόστατα, καθώς και τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα), τα οποία εκτιμά ελεύθερα, χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει τους κανόνες του νόμου ως προς την αποδεικτική δύναμή τους, με εξαίρεση τη δικαστική ομολογία (ΑΠ 233/2011, ΑΠ 74/2008) και 2) από τη ρητή βεβαίωση που υπάρχει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη και “όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα έγγραφα, έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα” (5ο φύλλο – 1η όψη της απόφασης), σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενο αυτής, στην οποία ρητά αναφέρονται αρκετά από τα υπόψη έγγραφα και μάλιστα αξιολογούνται, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα αυτά.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, που έχει έντονο το χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, όπως αναφέρεται και στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, άρα και στο δικαίωμα του εκμισθωτή να ζητήσει αποζημίωση από τον μισθωτή για την αποκατάσταση των φθορών που προκάλεσε ο τελευταίος στο μίσθιο, οι οποίες δεν οφείλονται στη συνηθισμένη ή συμφωνημένη χρήση, καθώς και διαφυγόντα κέρδη, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου), και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Αντικειμενική καλή πίστη είναι η ευθύτητα και η εντιμότητα που υπαγορεύονται σε κάθε άνθρωπο από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης. Χρηστά ήθη αποτελούν τα κριτήρια κοινωνικής ηθικής που κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των έντιμων και συνετών ανθρώπων, ενώ κοινωνικοοικονομικός σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο που ενυπάρχει στο δικαίωμα από την ανάγκη διαφύλαξης του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (ΑΠ 1332/ 2013). Τα αξιολογικά αυτά κριτήρια θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος, εφόσον αυτή έρχεται σε προφανή, δηλαδή πρόδηλη και αναμφισβήτητη, αντίθεση προς αυτά. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε απ’ αυτόν, η οποία επάγεται επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπλέον, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, με βάση τις οποίες και την αδράνεια του δικαιούχου η άσκηση του δικαιώματος, που επακολουθεί και που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Η αδράνεια αυτή του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην συντομότερο από εκείνο που προβλέπεται στο νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Το ζήτημα αν οι συνέπειες (που δεν είναι απαραίτητο να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο, αλλά αρκεί η επέλευση και δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων – ΑΠ Ολομ. 8/2001, ΑΠ Ολομ. 88/1980), που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του. Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1724/2014, ΑΠ 988/2009). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ Ολομ., 6/2016, 10/2012, 5/2011, 8/2001). Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του όμως αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, ή όχι τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Σε κάθε, δηλαδή, περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος με την προαναφερόμενη έννοια (ΑΠ 1666/2010, ΑΠ 1189/2009, ΑΠ 493/2008, ΑΠ 1287/2007). Για τη διαπίστωση αυτή, ήτοι αν έγινε εσφαλμένη (ψευδής) ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν το δικαστήριο της ουσίας που κατέληξε στο πιο πάνω νομικό συμπέρασμα διέλαβε σ’ αυτό πανηγυρικά τη φρασεολογία και διατύπωση του νόμου, αλλά αν τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα έγιναν δεκτά συνιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 362/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο (και τελευταίο) λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι με το να απορρίψει, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ ένσταση κατάχρησης δικαιώματος που επικουρικά προέβαλε, κατά τρόπο παραδεκτό και νόμιμο, και που θεμελίωνε σχετικό λόγο της έφεσής της, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, με την επίκληση και των διατάξεων των άρθρων 25 παρ. 3 του Συντάγματος, 599, 591, 592, 594, 904 και 288 ΑΚ. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε, κατ’ εκτίμηση όσων διαλαμβάνονται με τον παρόντα λόγο, ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά, καθόσον με αυτή επιδιώκεται ο πλουτισμός της εκμισθώτριας – αναιρεσίβλητης κατά την αξία της αποκατάστασης και βελτίωσης των προσθηκών και βελτιώσεων του μίσθιου ακινήτου, για τις οποίες η ίδια (αναιρεσείουσα) δαπάνησε ποσό 3.500.000 ευρώ, και, όπως, κατά λέξη, αναγράφεται στο αναιρετήριο, “όχι η υλοποίηση του αποτελέσματος της εκκαθαριστικής έννομης σχέσης που ιδρύει η λήξη της μίσθωσης με επιστροφή στην εκμισθώτρια αυτού που παρέδωσε σε όχι χειρότερη κατάσταση από αυτήν που το παρέδωσε”, αν ληφθεί υπόψη ότι η αξίωση της αντιδίκου της, από το άρθρο 599 παρ. 1 ΑΚ, για την απόδοση του μισθίου στην κατάσταση που παραδόθηκε υπηρετεί το σκοπό αυτόν της εκκαθάρισης (που γεννήθηκε από την τροπή της μισθωτικής σχέσης που λύθηκε) και δεν αποσκοπεί στον πλουτισμό του εκμισθωτή ή την τιμωρία του μισθωτή. Το Εφετείο, αναφορικά με τον σχετικό λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, δέχθηκε τα εξής: “Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι η άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας, που απορρέει από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 599, 592 και 596 του ΑΚ, δηλαδή για αποκατάσταση των ως άνω φθορών και βλαβών του μισθίου, προκειμένου αυτό να επανέλθει σε καλή λειτουργική κατάσταση ως εστιατόριο, υπερβαίνει τα όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη, ούτε προκαλεί την έντονη εντύπωση γενομένης σε βάρος της ίδιας (εναγομένης) αδικίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, λαμβανομένου υπόψη ότι οι επικαλούμενες υψηλές δαπάνες που υποβλήθηκε η τελευταία για επισκευές, προσθήκες και μεταβολές στο μίσθιο, δεν έγιναν, όπως προαναφέρθηκε, για τη διατήρηση ή την εξασφάλιση αυτού, δεδομένου ότι το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης μίσθωσης λειτουργούσε ήδη στο μίσθιο επιχείρηση εστιατορίου, αλλά έγιναν αυτοβούλως από την ίδια (εναγομένη) και όχι καθ’ υπόδειξη από την εκμισθώτρια ενάγουσα, προκειμένου να μετατραπεί το μίσθιο ακίνητο σε πολυτελές εστιατόριο, δηλαδή για την άσκηση της αποβλέπουσας επιχειρηματικής της δραστηριότητας στο συγκεκριμένο χώρο, τον οποίο σημειωτέον μίσθωσε γιατί τον βρήκε της αρεσκείας της, επιπλέον δε, η ίδια, και εν γνώσει της, συμφώνησε ρητά με την ενάγουσα να παραμείνουν οι οποιεσδήποτε προσθήκες, ανακατασκευές κ.λπ., χωρίς καμία διάκριση, σε όφελος του μισθίου (γεγονός πολύ σύνηθες σε επαγγελματικές μισθώσεις) μετά την αποχώρησή της, η οποία και πάλι έγινε με την εκ μέρους της καταγγελία μεταμέλειας του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995, όπως άλλωστε κρίθηκε τελεσίδικα και δεν αμφισβητείται, σε κάθε περίπτωση δε η άσκηση του δικαιώματος δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική από το γεγονός και μόνον ότι επιφέρει επιβλαβή αποτελέσματα για τον υπόχρεο… Κατόπιν αυτών, η προβληθείσα παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετική ένσταση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ της εναγομένης, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο της έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη”. Ο λόγος αυτός είναι, πρωτίστως, απαράδεκτος, εξαιτίας της αοριστίας του (άρθρ. 118 εδάφ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ), διότι δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο που βρίσκεται συγκεκριμένα η παραβίαση, ήτοι στην ερμηνεία ή την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, και σε τι ακριβώς συνίσταται το σφάλμα. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι με βάση τα προπαρατιθέμενα πραγματικά γεγονότα, που δέχθηκε, ανελέγκτως αναιρετικά, το δικαστήριο, η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, τόσο όσο ως προς την απαίτηση αποζημίωσης για τις φθορές και βλάβες του μισθίου όσο και ως προς τα διαφυγόντα κέρδη, δεν υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και, επομένως, δεν είναι καταχρηστική.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016). Τέλος, η αναιρεσείουσα που νικήθηκε στη δίκη πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20 Μαΐου 2016 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 341/24-5-2016 αίτηση της “… – Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία Ειδών Διατροφής – Επιχειρήσεις Εστιατορίων” για αναίρεση της 5287/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάζει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2017.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ