ΑΠ 1006 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο μέσα στο νόμιμο ωράριο πρόσθετης, διαρκούς φύσης, εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν είναι συναφής με την εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και παρέχεται συνήθως με μισθό, χωρίς όμως να έχει συμφωνηθεί ο καταβλητέος πρόσθετος μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του, ούτε να έχει συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει για την πρόσθετη αυτή εργασία τον ειθισμένο μισθό, δηλαδή τον μισθό που καταβάλλεται συνήθως για την ίδια εργασία σε άλλους εργαζόμενους, που έχουν τα ίδια προσόντα και απασχολούνται υπό τις ίδιες συνθήκες.
Ως συναφείς (ή παρεμφερείς) εργασίες, για τις οποίες δεν παρέχεται σχετική αξίωση, θεωρούνται οι εργασίες εκείνες, οι οποίες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οφειλομένη από τη σύμβαση κύρια εργασία, ως εργασίες προπαρασκευαστικές, συμπληρωματικές ή παρακολουθηματικές της κύριας απασχόλησης και δεν αλλοιώνουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα της τελευταίας. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή διακρίνεται σαφώς των επιδομάτων, που και αυτά καταβάλλονται πέραν του βασικού μισθού, ως αντάλλαγμα της κύριας εργασίας, είτε σε σχέση με τη προσωπική κατάσταση του μισθωτού (πχ. οικογενειακά επιδόματα, επίδομα σπουδών), είτε σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση αυτού (πχ. επίδομα τριετιών ή πολυετίας, επίδομα θέσης), είτε σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας (πχ. επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, επίδομα επικίνδυνης εργασίας, επίδομα διαχειριστικών λαθών κλπ).
Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης παροχής, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τα άρθρα 26 παρ.3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που προσέδωσαν σε αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ο νόμος, αξιολογεί τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και, εφόσον στη συνέχεια ήθελαν προκύψει και από την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη παροχή αυτή (σχετ. ΑΠ 614/1991, γενικώς ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 18/2006).
Στην συγκεκριμένη υπόθεση:
Κρίνοντας ως ανωτέρω με την προσβαλλόμενη απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας, παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 , 649 ,651 ,652, 653 και 659 του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 4 του Π.Δ. 229/1994, 2 παρ. 1 και 4 παρ1-2 του Π.Δ. 246/2006 και 3 παρ.3 και 6 της 1189/37/8.1.2003 ΥΑ, αφού, όπως ήδη σημειώθηκε, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η επίδικη παροχή ( επίδομα ) αποτελεί πρόσθετη αμοιβή για την εκτελούμενη από τους ενάγοντες πρόσθετη εργασία εισπράκτορα, αμοιβή που προβλέπεται από τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ και δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας και στην καταβολή της οποίας ενέχεται η εναγομένη, η οποία συνεπώς νομιμοποιείται στην προκείμενη περίπτωση παθητικά, ανεξαρτήτως του αν οι ενάγοντες, έχοντας προσληφθεί από τον ιδιοκτήτη ή τους συνιδιοκτήτες του αντίστοιχου λεωφορείου που έχει ενταχθεί ή έχει εκμισθωθεί στην ΚΤΕΛ ΑΕ, δεν περιλαμβάνονται στο προσωπικό της , ως υπάλληλοι αυτής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του μοναδικού από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά δε έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179 και 183 του ΚΠολΔ).
Αριθμός 1006 /2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 83/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Κωνσταντίνο Πιτταρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Απριλίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Κ. Κ. του Κ., 2)Χ. Ν. του Π., κατοίκου …, 3)Ν. Α. του Α., κατοίκου …, 4)Κ. Ν. του Δ., κατοίκου …, 5)Γ. Ν. του Δ., κατοίκου …, 6)Σ. Μ. του Γ., κατοίκου …, 7)Β. Δ. του Ν., κατοίκου …, 8)Γ. Κ. του Δ., κατοίκου …, 9)Φ. Ζ. του Δ., κατοίκου …, 10)Σ. Κ. Κ. του Κ., κατοίκου …, 11)Γ. Σ. Σ. του Ι., κατοίκου …, 12)Γ. Δ. Δ. του Ι., κατοίκου …, 13)Λ. Ν. Ν. του Μ., κατοίκου …, 14)Ι. Α. του Γ., κατοίκου …, 15)Α. Π. του Δ., κατοίκου …, 16)Σ. Π. του Π., κατοίκου …, 17)Α. Τ. του Π., κατοίκου …, 18)Ε. Τ. του Γ., κατοίκου …, 19)Μ. Β. του Ι., κατοίκου …, 20)Θ. Δ. του Γ., κατοίκου …, 21)Β. Σ. του Δ., κατοίκου …, 22)Θ. Σ. του Γ., κατοίκου …, 23)Ν. Σ. του Ι., κατοίκου …, 24)Δ. Κ. του Γ., κατοίκου …, 25)Ι. Κ. του Π., κατοίκου …, 26)α)Σ. χήρας Ι. Τ., το γένος Ι. Μ., β)Ι. Τ. του Ι. και γ)Δ. Τ. του Ι., κατοίκων …, ως κληρονόμων του αποβιώσαντος Ι. Τ., 27)Ι. Σ. του Μ., κατοίκου …, 28)Α. Κ. του Β., κατοίκου …, 29)Γ. Λ. του Α., κατοίκου …, 30)Δ. Σ. του Γ., κατοίκου … 31)Σ. Ν. του Ι., κατοίκου … και 32)Ι. Κ. του Δ., κατοίκου …. Οι 2ος έως 32ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ………….., ο οποίος δήλωσε ότι ο 1ος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από την σύζυγο και νόμιμη κληρονόμο του Κ. Κ., το γένος Δ. Ν., η οποία συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” που εδρεύει στη Χαλκίδα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………….., με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ των αναιρεσειόντων: δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία “……………………” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία παραστάθηκε ο νόμιμός της εκπρόσωπος Θ. Α. και διόρισε πληρεξούσια δικηγόρο του την ……………….., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/12/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Χαλκίδας και συνεκδικάστηκε με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της ……………..
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 345/2011 του ίδιου Δικαστηρίου, 217/2013 μη οριστική και 287/2014 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17/4/2015 αίτησή τους.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 13/10/2016 πρόσθετη παρέμβαση της ζητεί όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Πιτταράς ανέγνωσε την από 9/2/2016 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Απόστολου Παπαγεωργίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων και η πληρεξούσια της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H προκείμενη δίκη επί της από 17.4.2015 και με αριθμό κατάθεσης …2015 αιτήσεως αναίρεσης, η οποία διακόπηκε εξαιτίας του γνωστοποιηθέντος θανάτου του πρώτου από τους αναιρεσείοντες Δ. Κ. Κ. ,που συνέβη στις 6.5.2016, μετά δηλαδή την άσκηση της αιτήσεως αναίρεσης, επαναλαμβάνεται νόμιμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 286 εδ. α’ , 287 παρ. 1 και 290 του ΚΠολΔ με ρητή δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, από τη μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμο του θανόντος – σύζυγό του Κ. Κ., το γένος Δ. Ν., της οποίας η ιδιότητα αυτή δεν αμφισβητείται από την αναιρεσίβλητη.
Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 287/2014 τελεσίδικης απόφασης του δικάσαντος ως εφετείου Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε από τους ηττηθέντες ενάγοντες και στρέφεται κατ’ αποφάσεως δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της οποίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε προβάλλεται, επίδοση ( άρθρα 552 , 553 παρ. 1 , 556 παρ. 1 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ ). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του περιεχόμενου σ’ αυτήν λόγου (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ ), συνεκδικαζόμενη με την από 13.10.2016 και με αριθμό κατάθεσης …2016 πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση, την οποία άσκησε παραδεκτά η συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία “………………..” (άρθρα 31 παρ.1, 80 , 81 παρ. 1 , 246 , 622, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 ν.4335/2015 ).Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, η οποία είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ιδίου Κώδικα, αναίρεση επί αποφάσεων ειρηνοδικείων και αποφάσεων πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου.
Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς.
Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού ( ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006).
Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Στον αυτό αναιρετικό λόγο υπάγεται κατά το ως άνω εδάφιο β αυτού και η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Ως διδάγματα δε της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν.
Η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο εάν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των υποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών. Έτσι, αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίησή τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν (ΟλΑΠ 8/2006, ΑΠ 426/2014, ΑΠ 208/2011, ΑΠ 1652/2009).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο μέσα στο νόμιμο ωράριο πρόσθετης, διαρκούς φύσης, εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν είναι συναφής με την εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και παρέχεται συνήθως με μισθό, χωρίς όμως να έχει συμφωνηθεί ο καταβλητέος πρόσθετος μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του, ούτε να έχει συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει για την πρόσθετη αυτή εργασία τον ειθισμένο μισθό, δηλαδή τον μισθό που καταβάλλεται συνήθως για την ίδια εργασία σε άλλους εργαζόμενους, που έχουν τα ίδια προσόντα και απασχολούνται υπό τις ίδιες συνθήκες.
Ως συναφείς (ή παρεμφερείς) εργασίες, για τις οποίες δεν παρέχεται σχετική αξίωση, θεωρούνται οι εργασίες εκείνες, οι οποίες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οφειλομένη από τη σύμβαση κύρια εργασία, ως εργασίες προπαρασκευαστικές, συμπληρωματικές ή παρακολουθηματικές της κύριας απασχόλησης και δεν αλλοιώνουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα της τελευταίας. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή διακρίνεται σαφώς των επιδομάτων, που και αυτά καταβάλλονται πέραν του βασικού μισθού, ως αντάλλαγμα της κύριας εργασίας, είτε σε σχέση με τη προσωπική κατάσταση του μισθωτού (πχ. οικογενειακά επιδόματα, επίδομα σπουδών), είτε σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση αυτού (πχ. επίδομα τριετιών ή πολυετίας, επίδομα θέσης), είτε σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας (πχ. επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, επίδομα επικίνδυνης εργασίας, επίδομα διαχειριστικών λαθών κλπ).
Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης παροχής, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τα άρθρα 26 παρ.3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που προσέδωσαν σε αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ο νόμος, αξιολογεί τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και, εφόσον στη συνέχεια ήθελαν προκύψει και από την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη παροχή αυτή (σχετ. ΑΠ 614/1991, γενικώς ΟλΑΠ 7/2011, ΟλΑΠ 18/2006).
Περαιτέρω ,με τη διάταξη του άρθρου 10 στοιχ. Β παρ.4 και 5 του Π. Δ/τος 246/2006 “Γενικός Κανονισμός Προσωπικού ΚΤΕΛ ΑΕ και ΚΤΕΛ του ν. 2963/2001” (ΦΕΚ Α 261), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2963/2001, ο οποίος εφαρμόζεται σε όλο το προσωπικό (τακτικό και έκτακτο) των ΚΤΕΛ ΑΕ και ΚΤΕΛ, καθώς και στους οδηγούς των λεωφορείων που είναι μισθωμένα ή ενταγμένα σε ΚΤΕΛ ΑΕ ή ΚΤΕΛ και στους μετόχους – ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες των άνω λεωφορείων, όταν απασχολούνται ως οδηγοί, ως προς τα προσόντα, τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και τον πειθαρχικό έλεγχο αυτών (οδηγών), ανεξάρτητα εάν οι εν λόγω συγκοινωνιακοί φορείς λειτουργούν υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, όπως στη προκείμενη περίπτωση, ή όχι (άρθρα 1 παρ.1 και 2 και 2 παρ.1 περ. α και β του ως άνω Π.Δ/τος) καθορίζονται τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των οδηγών και εισπρακτόρων των ΚΤΕΛ, ανεξαρτήτως της μορφής της σχέσης εργασίας αυτών. Συγκεκριμένα , με την παρ. 4 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι οι οδηγοί διευθύνουν την κίνηση και λειτουργία των λεωφορείων και ειδικότερα: α) Φροντίζουν για την κανονική και ασφαλή οδήγηση του λεωφορείου και είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για κάθε υπαίτια και μόνο βλάβη ή φθορά του λεωφορείου, β) Τηρούν τις διατάξεις που αφορούν την κυκλοφορία και ασφάλεια του λεωφορείου και θέτουν σε λειτουργία το σύστημα ψύξης ή θέρμανσης ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και εφόσον δεν αντιδρά στη λειτουργία αυτού ομάδα επιβατών, γ) Καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να επιδιορθώσουν, επιτόπου, βλάβη του λεωφορείου, που επήλθε την ώρα της υπηρεσίας του, ώστε αυτό να μπορεί να επαναλειτουργήσει άμεσα… δ) Φροντίζουν για τον κανονικό εφοδιασμό του λεωφορείου με καύσιμα, λιπαντικά, έλαια μηχανής και νερό και προβαίνουν τακτικά στην επιθεώρησή του για την διαπίστωση της ασφαλούς κυκλοφορίας του, ε) Ελέγχουν την καθαριότητα του λεωφορείου κατά την ώρα υπηρεσίας του και υποχρεούνται να αναφέρουν κάθε παράλειψη στον σταθμάρχη, στ)… ζ) … η) Εκτελούν επακριβώς τα οριζόμενα τακτικά και έκτακτα δρομολόγια και αναφέρουν στον σταθμάρχη την τυχόν ύπαρξη και μη εξυπηρέτηση αναμενόντων επιβατών στις ενδιάμεσες στάσεις, θ) Υποχρεούνται να εκτελούν κάθε δρομολόγιο, το οποίο υποδεικνύουν τα αρμόδια όργανα του ΚΤΕΛ, ι) Οι οδηγοί υπεραστικού λεωφορείου, το οποίο δρομολογείται χωρίς εισπράκτορα, εκτελούν, καθ’ οδόν, και χρέη εισπράκτορα. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται αποζημίωση, όπως καθορίζεται κάθε φορά στις ΣΣΕ. Επίσης είναι υποχρεωμένοι, όταν δεν υπάρχει εισπράκτορας, να πληρώνουν διόδια και ναύλο με δαπάνες του ΚΤΕΛ, ια) Σε περίπτωση βλάβης εκδοτικού – ακυρωτικού μηχανήματος λεωφορείου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου, υποχρεούνται να εκδώσουν ή ακυρώσουν τα εισιτήρια των επιβατών. Εξάλλου , με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι οι εισπράκτορες: α) Φροντίζουν για την κανονική και τακτική είσοδο των επιβατών στο λεωφορείο και την τήρηση της τάξης μέσα σ’ αυτό, συνεπικουρούμενοι στην ανάγκη και από Αστυνομικά όργανα, την επέμβαση των οποίων υποχρεούνται να ζητούν όταν οι ίδιοι δεν δύναται να τηρήσουν την τάξη εντός του λεωφορείου, β) Απαγγέλλουν ανελλιπώς τις στάσεις των λεωφορείων και δίδουν έγκαιρα στον οδηγό τα ανάλογα με την κίνηση σήματα, γ) Εκδίδουν και χορηγούν τα κανονικά εισιτήρια σε όσους δεν έχουν εισιτήριο και φορτοεκφορτώνουν τις αποσκευές των επιβατών και ασυνόδευτων δεμάτων κατά τη διάρκεια του εκτελουμένου δρομολογίου, δ) Ελέγχουν τις μηνιαίες κάρτες, τα δελτία ελεύθερης κυκλοφορίας ή μειωμένης τιμής κομίστρου, καταχωρούν ό,τι υποχρεούνται στο φύλλο πορείας και το αποδίδουν υποχρεωτικά στην αρμόδια υπηρεσία του ΚΤΕΛ…, ε) Καταχωρούν στο ατομικό δελτίο ελέγχου εισιτηρίων τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή στοιχεία, στ) Εκτελούν τις εντολές των Προϊσταμένων τους, εκδίδουν εισιτήρια σε περισσότερα του ενός λεωφορεία, αλλάζουν λεωφορεία καθ’ οδόν, σε πολυσύχναστα σημεία, που καθορίζονται με απόφαση του ΔΣ του ΚΤΕΛ, ζ) Μεριμνούν, κατά τον χρόνο της υπηρεσίας, για την τήρηση της καθαριότητας στο εσωτερικό του λεωφορείου (υαλοπινάκων, καθισμάτων, τοιχωμάτων και δαπέδου)…, η) …, θ) Παρέχουν στον οδηγό κάθε βοήθεια, σύμφωνα με τις οδηγίες του, ιδιαίτερα προκειμένου για επιδιόρθωση επιτόπιας βλάβης του λεωφορείου την ώρα πραγματοποίησης του δρομολογίου, ι)…, ια)… Αντίστοιχες, σχεδόν ταυτόσημες, ήταν και οι ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος Π.Δ/τος 229/1994 στο άρθρο 7 στοιχ. Β παρ.1 (εισπράκτορες) και 2 (οδηγοί) αυτού. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής συνάγεται ότι, μολονότι οι οδηγοί και οι εισπράκτορες ανήκουν στην αυτή υπό στοιχείο Β κατηγορία του προσωπικού κίνησης των ΚΤΕΛ, το αντικείμενο απασχόλησης αυτών είναι ουσιωδώς διαφορετικό, του μεν αντικειμένου του οδηγού συνισταμένου στην ασφαλή και κανονική οδήγηση του λεωφορείου, του δε τοιούτου του εισπράκτορα συνισταμένου στη χορήγηση των εισιτηρίων σε επιβάτες και στην είσπραξη του αντιτίμου, όταν αυτοί δεν είναι ήδη εφοδιασμένοι με εισιτήρια, και την εν συνεχεία απόδοση των εισπράξεων στο ΚΤΕΛ, στον έλεγχο των καρτών ή εισιτηρίων με τα οποία οι επιβάτες είναι ήδη εφοδιασμένοι, ως και στη φορτοεκφόρτωση των αποσκευών αυτών. Η ρητή δε πρόβλεψη στο άρθρο 10 στοιχ. Β παρ. 4 περ. ι του ως άνω Γενικού Κανονισμού Προσωπικού των ΚΤΕΛ της προαναφερθείσας υποχρέωσης του οδηγού, να εκτελεί καθ’ οδόν, έναντι καταβολής αποζημίωσης, και χρέη εισπράκτορα σε λεωφορεία που δρομολογούνται χωρίς εισπράκτορα, έχει τεθεί προκειμένου να μην υπάρχουν σχετικές αμφισβητήσεις ως προς την υποχρέωση αυτή του οδηγού, η οποία, παρά την επιβάρυνση του τελευταίου και τη συνακόλουθη καθυστέρηση στην εκτέλεση των δρομολογίων, επάγεται την εξοικονόμηση σημαντικών δαπανών για τους κατά τόπους συγκοινωνιακούς φορείς από την αποφυγή πρόσληψης εισπρακτόρων. Συνακόλουθα, η αναφορά στον νόμο της υποχρέωσης αυτής δεν μεταβάλλει τη φύση της απασχόλησης του οδηγού, που ασκεί καθ’ οδόν τα καθήκοντα του εισπράκτορα, ως πρόσθετης εργασίας, διαφορετικής εκείνης της κύριας απασχόλησής του, ούτε καθιστά την εν λόγω απασχόληση συναφή (παρεπομένη) στο αντικείμενο της κύριας απασχόλησής του ως οδηγού, αφού αυτή κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συνιστά προπαρασκευαστική, συμπληρωματική ή παρακολουθηματική της οδήγησης εργασία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στην αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 7 στοιχ. Β παρ. 2 περ. θ του προηγουμένου Π.Δ/τος 229/1994 η ανάλογη αποζημίωση για την απασχόληση αυτή προβλεπόταν “για τη πρόσθετη εργασία”. Επομένως, η κατά τη διάρκεια του νομίμου ωραρίου πρόσθετη απασχόληση καθ’ οδόν του οδηγού λεωφορείου με καθήκοντα εισπράκτορα, που παρέχονται από αυτόν κατά τρόπο διαρκή εξαιτίας του ότι το λεωφορείο δρομολογείται χωρίς εισπράκτορα, συνιστά πρόσθετη εργασία αυτού, για την οποία δικαιούται ανάλογης πρόσθετης αμοιβής (ΑΠ 1476/2011). Ενόψει δε του ότι το ύψος της πρόσθετης αμοιβής για πρόσθετη εργασία είναι ανάλογο του χρόνου απασχόλησης του εργαζομένου με την εργασία αυτή μέσα στο νόμιμο ωράριό του και στη συγκεκριμένη περίπτωση του χρόνου της απασχόλησης καθ’ οδόν των οδηγών λεωφορείων των ΚΤΕΛ με καθήκοντα εισπράκτορα, η διάρκεια δε της εν λόγω απασχόλησης εξαρτάται από άδηλους και κυμαινόμενους παράγοντες (αριθμός επιβατών που θα επιβιβασθούν ή θα αποβιβασθούν σε ενδιάμεσες στάσεις, αριθμός αποσκευών προς φόρτωση ή εκφόρτωση, προορισμός του δρομολογίου, περίοδος ή ώρα πραγματοποίησης αυτού) και συνακόλουθα προς αποφυγή προσφυγής στην έννοια του ειθισμένου μισθού, με την εν λόγω διάταξη προβλέφθηκε ειδικά ο τρόπος προσδιορισμού της αμοιβής για την πρόσθετη αυτή εργασία, με βάση σχετική ρύθμιση στις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ειδικότερα , στο πλαίσιο μείωσης του αριθμού των χρησιμοποιουμένων εισπρακτόρων από όλα τα ΚΤΕΛ της χώρας και την ανάθεση στους οδηγούς των λεωφορείων, που δρομολογούνται χωρίς εισπράκτορα, των καθηκόντων του εισπράκτορα κατά τη διάρκεια της διαδρομής, και ιδίως του έργου της χορήγησης εισιτηρίων και της είσπραξης των χρημάτων από τους επιβιβαζόμενους κατά τη διάρκεια της διαδρομής από ενδιάμεσες στάσεις επιβάτες και της φορτοεκφόρτωσης των αποσκευών σε ενδιάμεσες στάσεις, είχε προβλεφθεί αρχικά με την 83/1981 απόφαση του ΔΔΔΔ Αθηνών “Περί των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού κινήσεως, διοικήσεως, διαχειρίσεως και βοηθητικού τοιούτου των αστικών, υπεραστικών λεωφορείων απάσης της χώρας”, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπ’ αριθ. 16291/29.7.1981 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β 471/10.8.1981) πρόσθετη μισθολογική παροχή συγκεκριμένου ύψους. Ειδικότερα, με την ανωτέρω διαιτητική απόφαση ορίσθηκε ότι “εις τους οδηγούς, οι οποίοι οδηγούν λεωφορεία άνευ εισπράκτορος, χορηγείται επίδομα εκ δραχμών 100 ανά ημέραν απασχολήσεως εις λεωφορεία άνευ εισπράκτορος”. Το ύψος της παροχής αυτής αναπροσαρμόστηκε έκτοτε σταδιακά με τις ρυθμίσεις των οικείων συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων και για τα έτη 2004 έως 2009 ( που ενδιαφέρουν εδώ ) ορίστηκε σε 4,50 ευρώ από 1.1.2004, σε 5 ευρώ από 1.1.2005 , σε 5.26 ευρώ από 4.1.2006 , σε 5.57 ευρώ από 1.1.2007 , και σε 5,90 ευρώ ανά ημέρα οδήγησης λεωφορείου χωρίς εισπράκτορα από 1.5.2009. Και ναι μεν στις κανονιστικές διατάξεις των εν λόγω συλλογικών συμβάσεων εργασίας και διαιτητικών αποφάσεων, τα συμβαλλόμενα μέρη χαρακτηρίζουν την ανωτέρω παροχή ως “επίδομα οδηγών λεωφορείων χωρίς εισπράκτορα”, ο χαρακτηρισμός όμως αυτός , σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν , δεν μεταβάλλει τη φύση της εν λόγω παροχής ως πρόσθετης αμοιβής για πρόσθετη εργασία , στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της οποίας προβαίνει το δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής του λειτουργίας. Από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. α του ιδίου Κώδικα, κατά την οποία το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, προκύπτει ότι η νομιμοποίηση των διαδίκων, τόσο η ενεργητική, όσο και η παθητική αναφορικά με την επίδικη έννομη σχέση καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο, τόσο ως προς το αντικείμενο αυτής, όσο και ως προς τους φορείς της (δικαιούχο και υπόχρεο). Κατά συνέπεια, η από το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένη κρίση ότι ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά και ο εναγόμενος νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της αγωγής ελέγχεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 (ή τον αριθμό 1 του άρθρου 560) του ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, διότι προϋποθέτει παραβίαση από το ίδιο δικαστήριο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 1383/2010, ΑΠ 1728/2009). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 651, 652 και 653 Α.Κ. προκύπτει ότι επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ως εργοδότης θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να καταβάλλει σε αυτόν τον συμφωνημένο μισθό (ΑΠ 1261/2014, ΑΠ 800/2014). Συνήθως ο εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβαση εργασίας προσλαμβάνοντας αυτόν. Τούτο όμως δεν είναι πάντοτε απαραίτητο, αφού την άνω ιδιότητα του εργοδότη έχει το νομικό ή φυσικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου παρέχει την εργασία του ο μισθωτός (ΑΠ 352/2016, ΑΠ 873/2009). Αν υφίσταται αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο του εργοδότη, για τον προσδιορισμό της πιο πάνω ιδιότητας λαμβάνεται υπόψη πρώτα το πρόσωπο προς το συμφέρον του οποίου παρέχεται η εργασία και αυτός είναι ο φορέας της επιχείρησης, όπου απασχολείται ο μισθωτός, και περαιτέρω το πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, που φέρει τις δαπάνες και τους κινδύνους της επιχείρησης (ΑΠ 352/2016, ΑΠ 1261/2014, ΑΠ 873/2009). Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε περισσότερα του ενός πρόσωπα ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό αν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή αν εργοδότης είναι μόνο ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ 352/2016, ΑΠ 449/2016, ΑΠ 519/2015). Στις δε περιπτώσεις τριμερούς συμβατικής σχέσης, όπως συμβαίνει επί δανεισμού του εργαζομένου σε τρίτον, που γίνεται με συμφωνία όλων των μερών (άρθρα 361 και 648 του ΑΚ), η σχέση εργασίας του μισθωτού με τον αρχικό εργοδότη δεν θίγεται ούτε ως προς την υπόσταση ούτε ως προς το κύρος της και κατά συνέπεια ο αρχικός εργοδότης είναι ο μόνος υπόχρεος προς καταβολή του μισθού, εκτός τυχόν αντίθετης συμφωνίας. Η υποχρέωση όμως αυτή του αρχικού εργοδότη δεν καλύπτει και τις περιπτώσεις καταβολής αμοιβής για τυχόν παροχή πρόσθετης εργασίας από τον μισθωτό στον τρίτο, διότι η παροχή της εργασίας αυτής ανάγεται στις ιδιαίτερες σχέσεις του μισθωτού με τον τρίτο και δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις αυτού έναντι του αρχικού εργοδότη, εκτός εάν ειδικά προβλέφθηκε και για τις παροχές αυτές να ευθύνεται ο αρχικός εργοδότης (ΑΠ 1161/2015 και ΑΠ 367/1980). Δεν αποκλείεται πάντως η ιδιότητα του εργοδότη να ορισθεί με ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Τοιαύτη πρόβλεψη περιείχε η διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του Π.Δ/τος 229/1994 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΚΤΕΛ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 21 παρ.2 και 29 του Ν. Δ/τος 102/1973 “Περί οργανώσεως των δια λεωφορείων αυτοκινήτων εκτελουμένων δημοσίων επιβατικών συγκοινωνιών” και η οποία όριζε ρητά ότι: “Όλο το Προσωπικό των ΚΤΕΛ έχει εργοδότη το νομικό πρόσωπο του ΚΤΕΛ, πλην του οδηγού, ο οποίος έχει εργοδότη τον ιδιοκτήτη της ενταγμένης στο ΚΤΕΛ μονάδας εκμετάλλευσης, αλλά όμως διέπεται από τον παρόντα Κανονισμό, ως προς τα δικαιώματα, τα καθήκοντά του και τις υποχρεώσεις του”. Αντίστοιχη ρύθμιση περιλαμβανόταν και στο άρθρο 2 του προηγουμένου με αριθ. 235/1968 Β. Δ/τος που τροποποίησε ρυθμίσεις του προγενέστερου από 25.6/6.8.1956 Β. Δ/τος “περί εκδόσεως Κανονισμού προσωπικού των ΚΤΕΛ” (ΟλΑΠ 247/1986). Το ως άνω με αριθμό 229/1994 Π.Δ/μα ίσχυσε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 38 του Π.Δ/τος 246/2006 “Γενικός Κανονισμός Προσωπικού ΚΤΕΛ ΑΕ και ΚΤΕΛ ν. 2963/2001”, που αντικατέστησε το πρώτο και που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 2963/2001, στο οποίο (με αρ. 246/2006 Π.Δ/μα) όμως δεν περιελήφθη σχετική ρύθμιση όμοια με εκείνη του άρθρου 2 παρ.4 του Π.Δ/τος 229/1994. Ορίσθηκε όμως στο άρθρο 2 παρ.1 αυτού ότι ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται α) σε όλο το προσωπικό (τακτικό και έκτακτο) των ΚΤΕΛ ΑΕ και ΚΤΕΛ και β) στους οδηγούς των λεωφορείων, που είναι μισθωμένα ή ενταγμένα σε ΚΤΕΛ ΑΕ ή ΚΤΕΛ και στους μετόχους – ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες λεωφορείων μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ ΑΕ ή ΚΤΕΛ, όταν απασχολούνται ως οδηγοί σε λεωφορείο ιδιοκτησίας τους, μόνο ως προς τα προσόντα, τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και τον πειθαρχικό έλεγχο και στο άρθρο 4 παρ.1 και 2 αυτού υπό τον παράτιτλο “Ειδικές ρυθμίσεις απασχολουμένων οδηγών μη υπαγομένων στο προσωπικό των ΚΤΕΛ” ότι οι οδηγοί των μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ λεωφορείων προσλαμβάνονται και απολύονται από τους ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες των λεωφορείων αυτών (παρ.1) και ότι οι συμβάσεις εργασίας των παραπάνω οδηγών κατατίθενται υποχρεωτικά στο οικείο ΚΤΕΛ μαζί με τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή έγγραφα και πιστοποιητικά (παρ.2). Σκοπός της τελευταίας αυτής διάταξης είναι η διασφάλιση των συμφερόντων των ιδιοκτητών ή συνιδιοκτητών των λεωφορείων με τη πρόσληψη από αυτούς και ανάθεση σε πρόσωπα που χαίρουν της εμπιστοσύνης τους της οδήγησης του λεωφορείου ιδιοκτησίας τους, το οποίο συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο αυτών. Η άσκηση όμως του διευθυντικού δικαιώματος ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τις συνθήκες παροχής της εργασίας και την παροχή δεσμευτικών εντολών και οδηγιών στους οδηγούς των μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ λεωφορείων, ανεξαρτήτως της ιδιότητας αυτών ως υπαλλήλων ή ως ιδιοκτητών ή συνιδιοκτητών λεωφορείων, ανήκει στο ΚΤΕΛ, το οποίο ουδόλως αποκλείεται να προσλάβει για τις ανάγκες του και το ίδιο οδηγούς, που ανήκουν στο προσωπικό του. Περαιτέρω, με τον Ν. 2963/2001 “Οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων επιβατικών μεταφορών με λεωφορεία κλπ” αντικαταστάθηκε το προηγούμενο Ν. Δ/μα 102/1973 , που είχε οργανώσει τα ΚΤΕΛ ως ιδιότυπες συγκοινωνιακές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας με την μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου υπό την εποπτεία του Νομάρχη, και με το άρθρο 3 αυτού παρασχέθηκε στα υφιστάμενα ΚΤΕΛ η δυνατότητα μετατροπής τους σε ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες μετά τη σύστασή τους υποκατέστησαν αυτοδικαίως και χωρίς καμία διατύπωση τα αντίστοιχα ΚΤΕΛ σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Ειδικότερα , η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 2963/2001 , που διαλαμβάνει τις προϋποθέσεις μετατροπής των ΚΤΕΛ σε ανώνυμες εταιρείες, ορίζει στην περίπτωση β υποπερ. ii αυτής ότι τα λεωφορεία φυσικών ή νομικών προσώπων που είναι ενταγμένα στο ΚΤΕΛ, καθώς και εκείνα που προέρχονται από αντικατάσταση αυτών, εκμισθώνονται στην ΑΕ και ότι οι συμβαλλόμενοι ιδιοκτήτες υποχρεούνται, έναντι προκαθορισμένης χιλιομετρικής αποζημίωσης, να παρέχουν το όχημα με τον οδηγό του, σύμφωνα με το κύκλωμα εργασίας που καθορίζει η συμβαλλομένη ΚΤΕΛ ΑΕ, τον δε ιδιοκτήτη μέτοχο εκμισθωτή βαρύνουν οι δαπάνες μισθοδοσίας και ασφάλισης του οδηγού, που αυτός προσλαμβάνει, η συντήρηση και η φύλαξη του οχήματος. Σημειώνεται ότι ήδη με τη διάταξη του άρθρου 52 παρ.6 του Ν. 4199/2013 (ΦΕΚ Α 216/11.10.2013) προστέθηκε νέο άρθρο 3 α στον Ν. 2963/2001, με το οποίο ορίσθηκε ότι όπου στον νόμο αυτό αναφέρεται “σύμβαση μίσθωσης ή εκμίσθωσης λεωφορείου” νοείται η ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης μεταφοράς προσώπων και όπου αναφέρεται “εκμισθωτής” νοείται ο μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας. Με την υποπερίπτωση iii της διάταξης αυτής ορίσθηκε ότι με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζονται οι βασικοί όροι των συμβάσεων μισθώσεως, ιδίως οι ελάχιστες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, οι παρεχόμενες υπηρεσίες και κάθε άλλο ειδικό θέμα. Κατ’ εξουσιοδότηση δε της διάταξης αυτής (άρθ. 3 παρ.2 περ. β υποπερίπτωση iii του Ν. 2963/2001) εκδόθηκαν η 36933/2804/2002 ( ΦΕΚ Β 86/2002 ) και η κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ισχύσασα 1189/37/2003 (ΦΕΚ Β 25/17.1.2003) αποφάσεις του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, με ταυτόσημη σχεδόν διάταξη των οποίων ( άρθρο 2 παρ. 1α της πρώτης και 3 παρ.6 της δεύτερης ) ορίστηκε ότι τον ιδιοκτήτη μέτοχο (εκμισθωτή) βαρύνουν οι δαπάνες μισθοδοσίας και ασφάλισης του οδηγού που αυτός προσλαμβάνει και οι λειτουργικές δαπάνες του οχήματος και ότι για τον καθορισμό της τιμής βάσης υπολογισμού της χιλιομετρικής αποζημίωσης που πρέπει να λάβει (μισθωμένο) (ενταγμένο) λεωφορείο, από τις συνολικές ακαθάριστες εισπράξεις της ΚΤΕΛ ΑΕ (από εισιτήρια, αποσκευές, εκδρομές κλπ) αφαιρούνται, μεταξύ άλλων, αποδοχές και λοιπές αποζημιώσεις του προσωπικού και αναλυτικότερα, οι τακτικές αποδοχές όλου του προσωπικού, εκτός από του οδηγούς που δεν είναι υπάλληλοι της ΚΤΕΛ ΑΕ, οι τακτικές αποδοχές όλων των οδηγών δεύτερης φυλακής και εφεδρικής δύναμης, οι πρόσθετες αποδοχές (υπερωρίες, αποζημιώσεις για νυκτερινή εργασία, προσαυξήσεις εξαιρεσίμων κλπ) όλου του προσωπικού που απασχολείται στην ΚΤΕΛ ΑΕ, συμπεριλαμβανομένων και των οδηγών, οι αποζημιώσεις των απολυομένων και συνταξιοδοτουμένων, εκτός από τους οδηγούς που δεν είναι υπάλληλοι της ΚΤΕΛ ΑΕ, οι εργοδοτικές εισφορές στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία (πλην ΤΣΑ), το χαρτόσημο και ΟΓΑ όλου του προσωπικού, εξαιρουμένων μόνον εκείνων που αναλογούν στις τακτικές αποδοχές των οδηγών που δεν είναι υπάλληλοι της ΚΤΕΛ ΑΕ..Σημειώνεται ότι ταυτόσημη διάταξη περιλήφθηκε και στην νεώτερη 60195/5172/2013 ΦΕΚ Β 3067/2013 απόφαση του Υπουργού Υποδομών , Μεταφορών και Επικοινωνιών ,που εκδόθηκε επίσης κατ’ εξουσιοδότηση της ίδιας πιο πάνω διάταξης του άρθρου 3 του ν.2963/2001. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 της ανωτέρω με αριθ. 1189/37/8.1.2003 Υπουργικής Απόφασης ορίστηκε ότι η ΚΤΕΛ ΑΕ υποχρεούται να δρομολογεί τα ενταγμένα σε αυτή λεωφορεία των μετόχων της σύμφωνα με το κύκλωμα εργασίας, να καλύπτει τα ελάχιστα εγγυημένα χιλιόμετρα σύμφωνα με τη παρούσα, να τηρεί τις υποχρεώσεις της προς τον ιδιοκτήτη μέτοχο και τους τρίτους που απορρέουν από τη παρούσα και να καταβάλλει τις αποδοχές των οδηγών και τις αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές αυτών στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 της παρούσας, χρεώνοντας τα αναλογούντα ποσά στον λογαριασμό της μερίδας κάθε ενταγμένου λεωφορείου, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 εδ α αυτής ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο ιδιοκτήτης – μέτοχος της ΑΕ υποχρεούται ανελλιπώς να παρέχει το λεωφορείο με τον οδηγό, σύμφωνα με το κύκλωμα εργασίας που καθορίζει η ΚΤΕΛ ΑΕ.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία ενέχεται στην καταβολή της πρόσθετης αμοιβής για την παροχή μέσα στο νόμιμο ωράριο πρόσθετης, διαρκούς φύσης, εργασίας εισπράκτορα των οδηγών λεωφορείων που εκτελούν δρομολόγια χωρίς εισπράκτορα, αδιαφόρως του εάν αυτοί, έχοντας προσληφθεί από τον ιδιοκτήτη ή τους συνιδιοκτήτες του αντίστοιχου λεωφορείου που έχει ενταχθεί ή εκμισθωθεί στην ΚΤΕΛ ΑΕ, δεν περιλαμβάνονται στο προσωπικό της τελευταίας.
Κατά συνέπεια η ΚΤΕΛ ΑΕ νομιμοποιείται παθητικά για την καταβολή της παραπάνω παροχής έναντι των οδηγών. Τούτο προκύπτει από την διαφοροποίηση , στην οποία προβαίνει η διάταξη του άρθρου 3 παρ.6 της πιο πάνω Υπουργικής Απόφασης μεταξύ των τακτικών αποδοχών των εν λόγω οδηγών, περιλαμβανομένων και των εργοδοτικών εισφορών, με τις οποίες βαρύνεται ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου – μέτοχος της ΚΤΕΛ ΑΕ, τις οποίες εξαιρεί από τις αφαιρούμενες δαπάνες για τον υπολογισμό της χιλιομετρικής αποζημίωσης, και των πρόσθετων αποδοχών όλου του προσωπικού που απασχολείται στην ΚΤΕΛ ΑΕ, συμπεριλαμβανομένων κατά ρητή αναφορά και των οδηγών, τις οποίες περιλαμβάνει στις αφαιρούμενες δαπάνες.
Στις τελευταίες περιλαμβάνεται και η πρόσθετη παροχή στους οδηγούς των λεωφορείων για πρόσθετη εργασία εισπράκτορα σε λεωφορεία που δρομολογούνται χωρίς εισπράκτορα, ενόψει του ότι η μνεία των περιπτώσεων πρόσθετων αποδοχών στη πιο πάνω διάταξη είναι ενδεικτική, όπως προκύπτει από τη συντομογραφία κλπ. Η ως άνω διαφοροποίηση ως προς την κατανομή του μισθολογικού κόστους των οδηγών δικαιολογείται από τον εν γένει τρόπο λειτουργίας των ΚΤΕΛ ΑΕ και ΚΤΕΛ, τα οποία είναι εκείνα που οργανώνουν την εκτέλεση των δρομολογίων των λεωφορείων των ιδιοκτητών μετόχων τους και συγκεκριμενοποιούν την απασχόληση των οδηγών ως προς τον τόπο και τον χρόνο της εργασίας εκάστου, με συνέπεια από τη συγκεκριμενοποίηση αυτή να γεννώνται διαφορετικής φύσης και έκτασης οφειλές προς τους απασχοληθέντες οδηγούς των λεωφορείων, εφόσον το ΚΤΕΛ είναι εκείνο που αποφασίζει τη δρομολόγηση του συγκεκριμένου λεωφορείου σε χρόνο ή διαδρομή, η οποία επάγεται την καταβολή οφειλομένης επί πλέον αμοιβής του οδηγού του. Για τους προεκτεθέντες λόγους, με τις διατάξεις της πιο πάνω Υπουργικής Απόφασης δεν προβλέφθηκε να βαρύνεται και για τις πρόσθετες παροχές (όπως οι υπερωρίες, οι προσαυξήσεις νυκτερινής εργασίας, οι προσαυξήσεις εξαιρεσίμων ημερών κλπ) ο ιδιοκτήτης ή οι συνιδιοκτήτες του ενταγμένου ή εκμισθωμένου στην ΚΤΕΛ ΑΕ λεωφορείου, αλλά το ακριβώς αντίθετο.
Η ως άνω ερμηνευτική εκδοχή συνάδει άλλωστε και με το ότι η συγκεκριμένη παροχή της πρόσθετης καθ’ οδόν εργασίας του εισπράκτορα σε οδηγούς λεωφορείων που δρομολογούνται χωρίς εισπράκτορα ανάγεται στις ιδιαίτερες σχέσεις των οδηγών των λεωφορείων με την ΚΤΕΛ ΑΕ, η οποία τους αναθέτει και την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων εισπράκτορα, οι οποίοι (εισπράκτορες) όμως ανήκουν στο προσωπικό της ΚΤΕΛ ΑΕ ως υπάλληλοί της και τα οποία (καθήκοντα) δεν περιλαμβάνονται στις υποχρεώσεις των οδηγών έναντι των προσλαβόντων αυτούς ιδιοκτητών ή συνιδιοκτητών των λεωφορείων. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή οδηγεί στο άτοπο αποτέλεσμα να ενέχεται η ΚΤΕΛ ΑΕ για την καταβολή του συνόλου των οφειλομένων αποδοχών στους απασχολουμένους από αυτήν εισπράκτορες, που ανήκουν στο προσωπικό της, στη περίπτωση δε που αναθέτει την εργασία αυτών σε τρίτους (τους οδηγούς των λεωφορείων που δρομολογούνται χωρίς εισπράκτορα) για δικούς της επιχειρηματικούς λόγους να μετακυλίεται το βάρος της σχετικής δαπάνης σε τρίτους (τους ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες των λεωφορείων που έχουν προσλάβει τους οδηγούς), οι οποίοι κατά τα ανωτέρω δεν μετέχουν του καθορισμού των δρομολογίων, ούτε αποφασίζουν για την επάνδρωση ή μη αυτών με εισπράκτορα.
Στη προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες – υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης από 22.12.2009 αγωγής τους, την οποία άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τους ιδιοκτήτες των αναφερόμενων λεωφορείων, τα οποία ήταν ενταγμένα στη δύναμη της εναγομένης, και απασχολήθηκαν ως οδηγοί λεωφορείων χωρίς εισπράκτορα, ότι πέραν της κύριας εργασίας τους ως οδηγών εκτελούσαν και τα καθήκοντα του εισπράκτορα και ότι για την πρόσθετη αυτή απασχόλησή τους η εναγομένη κατά τα έτη 2004-2009 δεν τους κατέβαλε το επίδομα που προβλέπεται από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ για τους οδηγούς λεωφορείων χωρίς εισπράκτορα, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα για την παραπάνω αιτία το ποσό των 9.507 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας με την προσβαλλόμενη εδώ 287/2014 απόφασή του , δικάζοντας επί της από 22.10.2011 εφέσεως της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της 345/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, που είχε δεχθεί την αγωγή, δέχθηκε την έφεση , εξαφάνισε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης με το σκεπτικό ότι ” …εργοδότης του κάθε ενάγοντος είναι ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου που οδηγεί, με τον οποίο συνδέεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας… Ο εργοδότης τους βαρύνεται με την μισθοδοσία τους και την ασφαλιστική τους κάλυψη ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτή καταβάλλεται από την εναγομένη ως εντολοδόχο και διαχειρίστρια των εργοδοτών τους ,με τους οποίους συνδέεται με σύμβαση μίσθωσης” , ο δε ισχυρισμός των εναγόντων ότι το επίδικο επίδομα συνιστά πρόσθετη παροχή , η οποία βαρύνει το ΚΤΕΛ ” δεν αναιρεί τα ανωτέρω , αφού και σε αυτή την περίπτωση δεν θεμελιώνεται παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης , με την οποία ο εργαζόμενος δε συνδέεται με συμβατικό δεσμό. Το αντίθετο επίσης δεν συνάγεται από τα προβλεπόμενα στις αναφερθείσες… ανωτέρω ΥΑ , οι οποίες … καθορίζουν τους βασικούς όρους των συμβάσεων μισθώσεως, ιδίως τις ελάχιστες υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών …και αφορούν τις σχέσεις μεταξύ ΚΤΕΛ ΑΕ και ιδιοκτήτη -μετόχου-εκμισθωτή του λεωφορείου και επομένως δεν μπορούν να επηρεάσουν τη συμβατική σχέση εργοδότη-εργαζομένου , ούτε να θεμελιώσουν την παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης για τη καταβολή του επιδόματος οδήγησης λεωφορείου χωρ …Σε κάθε περίπτωση το ένδικο επίδομα δεν αναφέρεται στις περιλαμβανόμενες περιπτώσεις των χαρακτηριζόμενων ως πρόσθετων αποδοχών αλλά με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή πρόκειται για μέρος των τακτικών αποδοχών των εναγόντων , αφού αυτοί επικαλούνται ότι σε μόνιμη βάση και καθημερινά οδηγούν λεωφορεία χωρίς εισπράκτορα και αιτούνται την καταβολή του επιδόματος για 25 ημέρες κάθε μήνα… Τέλος η παθητική νομιμοποίηση της εναγομένης δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε σε συμφωνία μεταξύ εργοδότη-ιδιοκτήτη του λεωφορείου , του εργαζόμενου και του ΚΤΕΛ να αναλάβει η ΚΤΕΛ ΑΕ την ως άνω υποχρέωση , αφού στο δικόγραφο … δεν εκτίθεται εξαιρετική συμφωνία περί ανάληψης της ενοχής ή περί αναδοχής του χρέους από την εναγομένη”.
Κρίνοντας ως ανωτέρω με την προσβαλλόμενη απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας, παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648 , 649 ,651 ,652, 653 και 659 του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 παρ. 4 του Π.Δ. 229/1994, 2 παρ. 1 και 4 παρ1-2 του Π.Δ. 246/2006 και 3 παρ.3 και 6 της 1189/37/8.1.2003 ΥΑ, αφού, όπως ήδη σημειώθηκε, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η επίδικη παροχή ( επίδομα ) αποτελεί πρόσθετη αμοιβή για την εκτελούμενη από τους ενάγοντες πρόσθετη εργασία εισπράκτορα, αμοιβή που προβλέπεται από τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ και δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας και στην καταβολή της οποίας ενέχεται η εναγομένη, η οποία συνεπώς νομιμοποιείται στην προκείμενη περίπτωση παθητικά, ανεξαρτήτως του αν οι ενάγοντες, έχοντας προσληφθεί από τον ιδιοκτήτη ή τους συνιδιοκτήτες του αντίστοιχου λεωφορείου που έχει ενταχθεί ή έχει εκμισθωθεί στην ΚΤΕΛ ΑΕ, δεν περιλαμβάνονται στο προσωπικό της , ως υπάλληλοι αυτής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμου του μοναδικού από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά δε έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 17.4.2015 και με αριθ. κατάθ. …21.7.2015 αίτηση αναίρεσης με την από 13.10.2016 και με αριθ. καταθ. ….10.2016 πρόσθετη υπέρ των αναιρεσειόντων παρέμβαση.
Αναιρεί την 287/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή ,για περαιτέρω εκδίκαση.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ