Αθώα λόγω αμφιβολιών, κρίθηκε χθες από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, επί κακουργημάτων μια κάτοικος της Κω, που κατηγορήθηκε για ηθική αυτουργία σε πλαστογράφηση της διαθήκης του συζύγου της.
Η κατηγορούμενη εφέρετο συγκεκριμένα ότι σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα χρόνο, σε κάθε περίπτωση πάντως μέχρι την 20.2.2007, ενεργώντας με πρόθεση, προκάλεσε σε άγνωστο πρόσωπο την απόφαση να καταρτίσει εξαρχής την από 11.4.1996 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία φέρεται ότι εγράφη και υπεγράφη από τον αποβιώσαντα στις 12.4.2004 σύζυγό της.
Ειδικότερα το πρόσωπο αυτό φέρεται να συνέταξε το ίδιο το κείμενο της παραπάνω διαθήκης στην τουρκική γλώσσα, αναγράφοντας ως ημερομηνία σύνταξης- αυτής την 11.4.1996 και θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του φερόμενου ως διαθέτη, δυνάμει δε αυτής φέρεται ότι ο τελευταίος κατέλιπε στην κατηγορουμένη το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του.
Στη συνέχεια η κατηγορούμενη έκανε χρήση της πλαστής ιδιόγραφης διαθήκης, προσκομίζοντας αυτήν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω και ζητώντας τη δημοσίευσή της κατά τη συνεδρίαση της 20.2.2007 και, ακολούθως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κω κατά τη συζήτηση αγωγής περί αναγνώρισης της ακυρότητας αυτής την 4.12.2010.
Της αποδόθηκε ότι με την ως άνω πράξη της σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ με αντίστοιχη ζημία τρίτων, καθώς η αξία του 1/2 της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ανωτέρω κληρονομούμενου, το οποίο δεν θα ελάμβανε χωρίς την ύπαρξη της εν λόγω διαθήκης, υπερβαίνει το ποσό αυτό, καθώς ανέρχεται στις 250.000 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα ο αδελφός του εκλιπόντος υπέβαλε μήνυση την 16η Δεκεμβρίου 2010 κατά της συζύγου του διαθέτη.
Χθες κατέθεσε στη δίκη σχετικά υποστηρίζοντας ότι η διαθήκη είναι πλαστή όταν μάρτυρες υπεράσπισης αντέτειναν ότι ο αδελφός του εκλιπόντος δεν είχε σχέσεις μαζί του.
Ο συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορούμενης, δικηγόρος κ. Παναγιώτης Αβρίθης, τόνισε ότι κατά τη διάρκεια της προδικασίας διενεργήθηκαν ουκ ολίγες πραγματογνωμοσύνες από τις οποίες προέκυψε ότι η γραφή στη διαθήκη ήταν γνήσια και ότι μόνο μια αφού έλαβε υπόψιν της άλλη υπογραφή από αυτήν που είχε τεθεί στην ιδιόχειρη διαθήκη ως δείγμα έκρινε ότι η υπογραφή στη διαθήκη ήταν πλαστή.
Η κατηγορούμενη απολογούμενη τόνισε με όλους τους τόνους ότι ο σύζυγός της της είχε αφήσει την περιουσία του αρνούμενη κατηγορηματικά τα καταγγελλόμενα εις βάρος της από τον αδελφό του.