Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 1001/2017 (πολ.): Αναίρεση απόφασης λόγω μη λήψης υπόψη αποδεικτικού μέσου: Πρέπει να γίνεται μνεία στην απόφαση ότι λήφθηκε υπόψη και το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαιώσεως, άλλως θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως.
“Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως παρέχεται, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Αποδεικτικό δε μέσο ιδιαίτερο από τους μάρτυρες και τα έγγραφα αποτελούν και οι ένορκες βεβαιώσεις τρίτων προσώπων ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, και στην τακτική διαδικασία το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, (άρθρα 671 παρ.1, 270 παρ.2 του Κ.Πολ.Δικ., όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 του ν.2915/2001, των οποίων η ισχύς άρχισε από 1-1-2002 δυνάμει του άρθρου 15 του ν.2943/2001 και διήρκεσε μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.4335/23-7-2015).
Συνεπώς, εφόσον κατά τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340, 341 και 346 ΚΠολΔ το δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τη βασιμότητα πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, πρέπει να γίνεται μνεία στην απόφαση ότι λήφθηκε υπόψη και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαιώσεως, άλλως θεμελιώνεται ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 24/2011, 702/1999, 462/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία προς υποστήριξη του κατ’ ουσίαν αβασίμου της ένδικης από 9-7-2010 αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατ’αυτής επικαλέστηκε την προσκομιζόμενη με τις προτάσεις της, που υπέβαλε κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από τις προτάσεις αυτές προκύπτει, και συγχρόνως προσκόμισε (εφόσον δεν γίνεται μνεία περί του αντιθέτου στην εν λόγω απόφαση), εκτός των άλλων, και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Β. Μ. ενώπιον της συμβολαιογράφου … Ε. Δ. με τις … και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Σ. Ρ. για την απόδειξη της προηγούμενης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του αναιρεσίβλητου για παράσταση κατά τη λήψη της αμέσως πιο πάνω ένορκης βεβαίωσης.
Το Εφετείο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι, για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς το κατ’ ουσίαν βάσιμο της ένδικης από 9-7-2010 αγωγής του αναιρεσίβλητου κατά της αναιρεσείουσας, έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, των οποίων την εξέταση επιμελήθηκαν οι διάδικοι και όλα εν γένει τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν τα διάδικα μέρη. Από τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, τις αιτιολογίες και το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία δεν μνημονεύει ειδικώς, όπως θα έπρεπε, ότι έλαβε υπόψη και την πιο πάνω με αριθ. …. ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Β. Μ. ενώπιον της συμβολαιογράφου … Ε. Δ., η οποία αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διακρινόμενο από τους μάρτυρες και τα έγγραφα, δεν καθίσταται χωρίς οποιαδήποτε αμφιβολία βέβαιο, ενόψει της αντίθετης ουσιαστικής κρίσεως στην οποία κατέληξε, (κάνοντας κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή του αναιρεσίβλητου σε βάρος της αναιρεσείουσας), ότι και η εν λόγω ένορκη βεβαίωση λήφθηκε υπόψη και εκτιμήθηκε από το Εφετείο.
Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη της πιο πάνω ένορκης βεβαίωσης είναι βάσιμος, και κατόπιν τούτου παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, ως ηττηθείς στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσεν προτάσεις κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ 2 ΚΠολΔ.)”. (areiospagos.gr)