Η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είχε ως συνέπεια τη χειροτέρευση της θέσης του καταδικασθέντος, αφού αναβίωσε τη δυσμενέστερη πρωτόδικη απόφαση
Με την απόφαση 500/2017 του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε απόφαση Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, διότι κατέστησε εμμέσως χειρότερη τη θέση του καταδικασθέντος κατά τη νέα συζήτηση, που διατάχθηκε μετά από αίτηση αναίρεσης του ίδιου.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε με απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι έξι (26) μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών.
Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία καταδικάσθηκε για τις ως άνω πράξεις σε συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών.
Ακολούθως, κατά της τελευταίας απόφασης άσκησε αναίρεση και με απόφασή του ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την προσβληθείσα απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, το Δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων δεν παραστάθηκε, απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφαση την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, με αποτέλεσμα να αναβιώσει και καταστεί εκτελεστή η παραπάνω πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε επιβληθεί σ’ αυτόν συνολική ποινή φυλάκισης 26 μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ, ενώ με την αναιρεθείσα απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών του είχε επιβληθεί, για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις, συνολική ποινή φυλάκισης 8 μηνών.
Επομένως, το κατά παραπομπή δικάσαν, κατ’ έφεση, Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που απέρριψε ως ανυποστήρικτη την έφεση του αναιρεσείοντος, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, διότι ανεπιτρέπτως κατέστησε εμμέσως χειρότερη τη θέση του κατά τη νέα συζήτηση, που διατάχθηκε μετά από αίτηση αναίρεσης του ιδίου, ως καταδικασθέντος, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ μοναδικός λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων.
Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr