To άρθρο 20 του Νόμου 4488/2017 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 137/Α/13-9-2017) προβλέπει την αποσύνδεση της ασφάλισης από την ιδιότητα του επιτηδευματία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου, “οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι ή θα εγγραφούν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους και ασκούν ελεύθερο επάγγελμα υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις του πρώην Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) του ΕΤΑΑ και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του ν. 4387/2016, από την ημερομηνία έναρξης άσκησης του επαγγέλματος στην αρμόδια ΔΟΥ και μέχρι τη διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας και τη διαγραφή από τη ΔΟΥ”.
Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι “η ισχύς των παραγράφου 1 και 2 του παρόντος άρθρου αρχίζει την 1.1.2017. Ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί και αφορούν σε περίοδο ασφάλισης από 1.1.2017 έως την ισχύ της ρύθμισης συμψηφίζονται ή επιστρέφονται, πλην των ασφαλιστικών εισφορών για υγειονομική περίθαλψη”.
Η παρ.4 αναφέρει: “Τα πρόσωπα των παραγράφων 1 και 2 που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ και του ΕΤΕΑΕΠ μέχρι την ισχύ του παρόντος νόμου και για τα οποία προκύπτει, κατ’ εφαρμογή της παρούσας ρύθμισης, διακοπή της ασφάλισής τους στον ΕΦΚΑ και του ΕΤΕΑΕΠ, μπορούν προαιρετικά να συνεχίσουν την ασφάλισή τους για το σύνολο των κλάδων ασφάλισης στους οποίους υπάγονταν μέχρι τη διακοπή της υποχρεωτικής τους ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά υπολογίζεται με βάση το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος για τους ασφαλισμένους άνω 5ετίας του άρθρου 39 του ν. 4387/2016.
Για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, σύμφωνα με τα ανωτέρω υποβάλλεται δήλωση του ασφαλισμένου εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης διακόπτεται, ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου, από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης. Νέα αίτηση για προαιρετική ασφάλιση δεν μπορεί να υποβληθεί”.
Η αιτιολογική έκθεση για το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρει τα εξής: “Με την προτεινόµενη διάταξη επιτυγχάνεται η αποσύνδεση της υποχρέωσης υπαγωγής στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ (πρ. ΕΤΑΑ –ΤΣΜΕΔΕ ή πρ. ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) από την ιδιότητα του εγγεγραµµένου στο Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) ή του εγγεγραµµένου στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, αντίστοιχα. Βάσει των καταστατικών διατάξεων του πρ. ΕΤΑΑ- ΤΣΜΕΔΕ (το οποίο είναι ήδη ενταχθέν στον ΕΦΚΑ), η ασφάλιση είναι υποχρεωτική για τα µέλη του ΤΕΕ (ασφάλιση ιδιότητας), χωρίς να εξετάζεται, σε αντίθεση µε τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισµούς, εάν υπάρχει άσκηση επαγγελµατικής δραστηριότητας. Συνεπώς, στην περίπτωση του πρ. ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ, η µη άσκηση επαγγελµατικής δραστηριότητας δεν συνεπάγεται και τη µη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Αντίστοιχο αποτέλεσµα επιφέρει και η αντιµετώπιση της εγγραφής των δικηγόρων στο πρ. ΕΤΑΑ- ΤΑΝ, όπου η εγγραφή στον οικείο δικηγορικό σύλλογο συνεπάγεται στην πραγµατικότητα και την υποχρέωση καταβολής εισφορών. Η υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση των παραπάνω αυτοαπασχολουµένων συνιστά άδικη µεταχείριση σε βάρος των συγκεκριµένων κατηγοριών επαγγελµατιών, πάγιο αίτηµα των οποίων αποτελεί η αποσύνδεση της ασφάλισης από την εγγραφή στο ΤΕΕ ή τον οικείο δικηγορικό σύλλογο και η σύνδεση της υποχρέωσης καταβολής εισφορών µε την άσκηση δραστηριότητας, όπως ισχύει για τις υπόλοιπες κατηγορίες ασφαλισµένων. Με την προτεινόµενη διάταξη προβλέπεται η αποσύνδεση της υποχρέωσης καταβολής εισφορών από την εγγραφή στο ΤΕΕ ή το δικηγορικό σύλλογο και η σύνδεσή της µε την έναρξη εργασιών στη ΔΟΥ, όπως ισχύει και για τις υπόλοιπες κατηγορίες ελεύθερων επαγγελµατιών και αυτοαπασχολουµένων. Με αυτό τον τρόπο, εξαλείφονται οι υφιστάµενες ανισότητες µεταξύ των ασφαλισµένων του ΕΦΚΑ, ως προς την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση και εξυπηρετείται η βασική αρχή που διέπει τη λειτουργία του ΕΦΚΑ, η αρχή της ίσης µεταχείρισης των ασφαλισµένων και η σύνδεση της υποχρέωσης εισφορών µε τη δραστηριότητα του κάθε ασφαλισµένου και το πραγµατικό του εισόδηµα από τη συγκεκριµένη δραστηριότητα”.