Απόφαση 1198 / 2016 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Γεωργέλλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά – Εισηγήτρια, Μαρία Χυτήρογλου, Αρτεμισία Παναγιώτου και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1)Α. Κ. του Α. και 2) Ι. Μ. του Γ., κατοίκων …, που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σπύρου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 4393/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Β. Κ. του Γ., κάτοικο …, που δεν εμφανίστηκε, 2) Ε. Κ. του Η., κάτοικο …, που παρέστη με την ιδιότητά του ως δικηγόρου και 3) Π. Μ., κάτοικο …, που δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθμ.πρωτ…. /2-6-2015 και …/2-6-2015, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 706/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α)η από 2-6-2015 αίτηση της Α. Κ. του Α. και β)η από 2-6-2015 αίτηση του Ι. Μ. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.4393/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της προδήλου μεταξύ αυτών συναφείας.
Α)Επί της αναιρέσεως της Α. Κ..
Κατά την αρχή που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (αρ.462 ΚΠΔ) μπορεί να το ασκήσει μόνο εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (ΑΠ 475/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, όπως εκτιμάται προβάλλει την πλημμέλεια ότι, το Εφετείο υπερέβη την εξουσία του, επιλαμβανόμενο και πάλι της εκδίκασης πράξεως για την οποία είχε αθωωθεί πρωτοδίκως και συγκεκριμένα επελήφθη της πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως σε βάρος των α)Ε.Κ., β)Β.Κ και γ)Π.Μ. για την οποία πρωτοδίκως είχε απαλλαγεί με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ.2147/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, καθόσον στερείται η αναιρεσείουσα εννόμου συμφέροντος για την προβολή του, αφού αυτή με την προσβαλλόμενη απόφαση αθωώθηκε για την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως σε βάρος του Ε. Κ., Β. Κ. και Π. Μ.. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008, Α.Π.687/2014. Α.Π.830/2014).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, από πρόδηλη παραδρομή αναφέρονται διηγηματικά και πραγματικά περιστατικά αναγόμενα στην πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως, που αφορούν και τους λοιπούς φερόμενους παθόντες, εκτός του Σ.Κ., πράξη για την οποία κηρύχθηκε πρωτόδικα η αναιρεσείουσα αθώα, ως προς τους οποίους, όμως με σαφήνεια και πληρότητα και με ειδικές σκέψεις και συλλογισμούς κηρύχθηκε αυτή αθώα και με την προσβαλλόμενη απόφαση και εξ αυτού του λόγου της επεβλήθη μία ποινή, μόνο για την ψευδή καταμήνυση κατά του Σ.Κ., για την οποία και καταδικάσθηκε. Περαιτέρω, με σαφήνεια και πληρότητα προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με ειδικές σκέψεις κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για τη μερικότερη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, με χρόνο τελέσεως την 3-7-2008, συνισταμένη, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ότι επιβεβαίωσε το συγκεκριμένο χρόνο ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκου Μαραθώνος το περιεχόμενο του από 3-6-2008 επεξηγηματικού σημειώματος, ενώ κηρύχθηκε αθώα για την άλλη μερικότερη πράξη της ψευδορκίας, με χρόνο τελέσεως την 15-4-2008, κατά την οποία επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της από 15-4-2008 μηνύσεως της και όχι του από 6-10-2008 επεξηγηματικού σημειώματος ή υπομνήματος.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ προβαλλόμενο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως-έλλειψη νόμιμης βάσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω η επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, με την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισμοί, είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας και προβάλλονται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί (αυτοτελείς), είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Όταν προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τρόπο ορισμένο, ο αυτοτελής ισχυρισμός, το δικαστήριο οφείλει, εάν απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του, διαλαμβάνοντας αρνητικά περιστατικά ειδικά και συγκεκριμένα, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ” ΚΠΔ για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Σύμφωνα δε με το άρθρο 31 παρ. 2 ΤΙΚ. η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η πλάνη είναι συγγνωστή όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων, και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή σε εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. [Α.Π.293/2015, Α.Π.395/2015, Α.Π.789/2015].
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως ο συνήγορος της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, “ανέπτυξε προφορικά, ενεχείρησε εγγράφως, και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, του αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης και ειδικότερα ανέφερε τα εξής: “Επιπλέον στην υπό κρίση περίπτωση έχει πλήρη εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 31 ΠΚ, αφού εγώ καταθέτοντας την μήνυση μου κατά του Σ. Κ. πίστευα ότι η από αυτόν λεχθείσα φράση αποτελεί πραγματικό γεγονός που προσβάλλει την υπόληψή μου και όχι αξιολογική κρίση, όπως δέχτηκε το βούλευμα και απάλλαξε αυτόν και συνεπώς βρισκόμουνα σε νομική πλάνη σχετικά με το αν το καταγγελόμενο από εμένα περιστατικό αποτελεί ή όχι παράνομη πράξη”. Όπως, όμως, προβλήθηκε και διατυπώθηκε ο ισχυρισμός αυτός, δεν ήταν αυτοτελής ισχυρισμός, όπως υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα αλλά αρνητικός της κατηγορίας, πέραν αυτού, όμως, ήταν και προεχόντως αόριστος, αφού η αναιρεσείουσα, δεν ανάφερε τις ειδικές περιστάσεις και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία της δημιούργησαν την πεπλανημένη εντύπωση ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη, με ειδική αναφορά ότι, υπό τις συνθήκες που ενήργησε, ενόψει και της ηλικίας της, των πνευματικών και επαγγελματικών της ικανοτήτων, η πλάνη της ήταν συγγνωστή γιατί δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεώς της. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει την απορριπτική του ως άνω αυτοτελούς, όπως η αναιρεσείουσα τον χαρακτηρίζει, ισχυρισμού κρίση του. Κατά συνέπεια, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β και Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι πέμπτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη ακροάσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ανά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η εσφαλμένη αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων, γιατί, στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα του υπ’ αριθμ.809/2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, της πρωτόδικης υπ’ αριθμ.2147/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ως και της υπ’ αριθμ.3563/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, είναι απαράδεκτες. Και τούτο διότι οι ως άνω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, όμως , είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη, αναιρετικώς ανέλεγκτη. Συνακόλουθα οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι, έβδομος, όγδοος και ένατος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ιδίου Κώδικος δικανική του πεποίθηση. Η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Ετσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. [Α.Π. 198/2015, Α.Π.430/2014]. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα κατά την απολογία της υπέβαλε αίτημα αναβολής, ως η ίδια αιτιάται, με το εξής περιεχόμενο: “…ήμουν σίγουρη ότι δεν μπορεί ο σύζυγός μου να ήταν στην … από τα συμπεράσματα που έβγαλα από αυτά που μου είπε ο Μ.. Καλέστε τον Μ. να διευκρινίσει αυτά που καταθέτει στο πρωτόδικο, δεν ξέρω τι θυμάται…”. Έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε σαφές και ορισμένο αίτημα από την αναιρεσείουσα αναβολής της δίκης για κρείσσονας αποδείξεις, προκειμένου να προσέλθει και να καταθέσει ο Α. Μ., χωρίς να προσδιορίσει και να εξειδικεύσει, περαιτέρω, το θέμα για το οποίο θα κατέθετε στο δικαστήριο και αν ήταν ουσιώδες και κρίσιμο για τις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις, ενόψει και του ότι τα όσα γνώριζε ο ανωτέρω τα ανέφερε στην απολογία του στο πρωτόδικο δικαστήριο, την οποία έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τα άλλα αποδεικτικά μέσα με την ανάγνωση της και επομένως, δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος αυτού, παρά ταύτα το απέρριψε με την εξής αιτιολογία: “Επειδή το Δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, από την αποδεικτική διαδικασία που διεξήχθη στο ακροατήριο, περί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων, θα πρέπει το αίτημα για αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να κληθεί και προσέλθει ο Α. Μ., ως μάρτυρας, ν’ απορριφθεί, καθόσον η μαρτυρία του δεν κρίνεται απαραίτητη”, η οποία είναι η απαιτούμενη αιτιολογία. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ προβαλλόμενος δωδέκατος λόγος της αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Τέλος η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ατά χο είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η εσφαλμένη αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, των αποδεικτικών στοιχείων, γιατί, στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου.[Α.Π.465/2015]. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη με αριθμό 4393/2014 απόφασή του, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη και μνημονεύονται κατά το είδος τους (καταθέσεις των μαρτύρων, πολιτικώς εναγόντων, έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απολογία της κατηγορουμένης) αποδείχθηκαν τα εξής: “Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 14 και 15-4-2008 οι κατ/μενοι Μ. Ι. και Κ. Α., αντίστοιχα, κατέθεσαν τις ΑΒΜ ΔΟ8/1661 και ΑΒΜ: Α08/1597 μηνύσεις τους, ο μεν πρώτος σε βάρος του Ε. Κ., Β. Κ. (νυν πολιτικώς εναγόντων), Π. Μ. και Σ. Κ., η δεύτερη δε, όπως εκτιμάται η ως άνω μήνυσή της, κατά το περιεχόμενο, σε βάρος μόνο του Σ. Κ.. Με τις μηνύσεις τους διατείνονται, ο μεν πρώτος ότι οι Ε. Κ. και Β. Κ. δήλωσαν, στις 18-1-2007 ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, όπου δικάζονταν ο Π.Μ. και ο Σ.Κ. κατόπιν εγκλήσεως του νυν κατ/μενου Ι. Μ., ότι την προηγούμενη ημέρα (18-1-2007), είδαν τον Τ.Μ. στο χώρο της οδού …, έξω από τα Δικαστήρια, προκειμένου να αποκρούσουν το αίτημα του τελευταίου, που υποβλήθηκε δια της συνηγόρου του για αναβολή της δίκης, που γινόταν στις 19-1-2007, λόγω ασθενείας του, αν και γνώριζαν ότι όσα δήλωναν ήταν ψευδή, διότι δεν τον είχαν συναντήσει οι δε Π. Μ. και Σ. Κ., ότι προκάλεσαν με πρόθεση στους δύο πρώτους την απόφαση να τελέσουν την ανωτέρω άδικη πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης. Η δεύτερη δε, Α. Κ., Σ. Κ. προκάλεσε με πρόθεση την απόφαση στον Ε. Κ. και τη Β. Κ. να τελέσουν την ως άνω άδικη πράξη. Οι εδώ κατ/μένοι γνώριζαν ότι, όσα κατήγγειλαν σε βάρος των παραπάνω τεσσάρων προσώπων ήταν ψευδή και προέβησαν στις μηνύσεις προκειμένου να προκαλέσουν την καταδίωξή τους, δεδομένου ότι είχαν μεταξύ τους αντιδικία, που χρονολογείτο από παλαιά. Και πράγματι από τις καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, που ενισχύονται από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, αποδεικνύεται ότι οι κατ/μενοι γνώριζαν ότι όσα κατήγγειλαν ήταν ψευδή, διότι αποδείχθηκε ότι στις 18-1-2007, κατά τη διακοπή της συνεδρίασης του Δικαστηρίου, ο Ε.Κ., η Β. Κ. και ο Σ. Κ. είδαν τον Ι.Μ., έξω από τα Δικαστήρια, επί της οδού … και του απεύθυναν μάλιστα και το λόγο, παρ’ όλο που η σύζυγός του, κατά την απολογία της ενώπιον του Δικαστηρίου είπε ότι αυτός ήταν σπίτι και αδυνατούσε να έλθει λόγω προβλήματος υγείας (κίνδυνος αποκόλλησης οφθαλμού). Το γεγονός της διακοπής της συνεδριάσης επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση της μάρτυρα υπεράσπισης των κατ/μένων, Κ. Λ.. Η παρουσία εξάλλου του Ι.Μ. έξω από τα Δικαστήρια δεν αναιρεί τον εκ του γεγονότος ότι αυτός εξετάστηκε την ίδια ημέρα στο Οφθαλμολογικό τμήμα του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός.
Συνεπώς ορθά προβλήθηκαν την επόμενη ημέρα 19-1-2007, από την πλευρά των συνηγόρων Ε.Κ. και Β. αντιρρήσεις επί του αιτήματος αναβολής της υπόθεσης λόγω ασθενείας του τότε μηνυτή Ι.Μ., τον οποίο, όπως διαβεβαίωσαν αυτοί, ενώπιον του Δικαστηρίου, είχαν δεί την προηγούμενη ημέρα, αντικρούοντας με τον τρόπο αυτό, όσα ισχυρίστηκε την προηγούμενη ημέρα η σύζυγός του ότι δηλ. αυτός ήταν κλινήρης, λόγω του προαναφερθέντος προβλήματος υγείας. Ήταν συνεπώς ψευδή όσα κατήγγειλαν σε βάρος του οι κατ/μενοι. Άλλωστε, για τις καταγγελόμενες πράξεις αποφάνθηκε το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, με το υπ’ αριθμ.809/2011 βούλευμα, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, σε βάρος των νυν πολιτικών εναγόντων, του Π. Μ. και του Σ. Κ.. Θα πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος ο Ι. Μ. για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή και η Α. Κ. για ψευδή καταμήνυση του Σ. Κ. και αθώα για την ίδια πράξη σε βάρος της Ε.Κ., Β. Κ. και Π. Μ.. Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο Ι. Μ., εξεταζόμενος χωρίς όρκο, στις 27-8-2008 ενώπιον της Πταισματοδίκου Α. Α., σχετικά με το από 3-7-2008 επεξηγηματικό σημείωμά του, επιβεβαίωσε ως αληθή τα διαλαμβανόμενα σε αυτό, δηλ. όσα, κατήγγειλε και με την προαναφερθείσα μήνυσή του, αν και γνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα θα πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος ψευδούς ανωμοτί, κατάθεσης, κατά επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Επίσης η κατ/μένη Α. Κ. στις 3-7-2008 επιβεβαίωσε ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Μαραθώνος το περιεχόμενο του από 3-6-2008 επεξηγηματικού σημειώματος, με το οποίο επιβεβαίωσε τα καταγγελόμενα με τη μήνυση της σε βάρος του Σ. Κ., όπως παραπάνω εκτέθηκαν εν γνώσει ότι αυτά ήταν ψευδή. Θα πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη για ψευδορκία μάρτυρα, πράξη που τελέσθηκε στις 3-7-2008 και όχι κατ’ εξακολούθηση, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο κλητήριο θέσπισμα, που προσδιορίζει χρόνο τέλεσης το διάστημα από 15-4-2008 έως 3-7-2008, διότι στις 15-4-2008 επιβεβαίωσε αυτή το περιεχόμενο της μήνυσής της (και όχι του επεξηγηματικού σημειώματος ή του από 6-10-2008 υπομνήματος που έσφαλε μάλιστα αναφέρεται ως Απολογητικό Υπόμνημα) ενώ κατά το ως άνω χρονικό διάστημα δεν επιβεβαίωσε το από 6-10-2008 υπόμνημα αφού αυτό ανατέθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο. Θα πρέπει συνεπώς κατά τα λοιπά, που αφορούν την πράξη της ψευδορκίας να κηρυχθεί αθώα”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο που δίκασε, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρος και της ψευδούς καταμηνύσεως για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα. τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά. καθώς και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθροον 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 224 παρ.2-1 και 229.1 ΠΚ, που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως συμπληρούμενο από το διατακτικό προκύπτει ότι : α] η καταδίκη της αναιρεσείουσας για τις ως άνω πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας μάρτυρα στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, μάλιστα και κατ’ είδος, στα ληφθέντα υπόψη και συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, β ] αναφέρεται, καθόσον αφορά στην πράξη της ψευδορκίας, η αρχή ενώπιον της οποίας κατέθεσε η αναιρεσείουσα τα ψευδή, ενώ, παράλληλα παρατίθενται ποια ήσαν τα αληθή, δ] αιτιολογείται επαρκώς ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας αναφορικά με την πράξη ψευδορκίας μάρτυρα με την παράθεση πραγματικών περιστατικών ενώ, όπως, προσέτι, συνάγεται από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως αυτή γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από άμεση προσωπική αντίληψη. Οι λοιπές αιτιάσεις που με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτες, ως πλήττουσες την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ προβαλλόμενος 13ος 14ος και 15ος λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.
Β)Επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Ι. Μ..
Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 του ΚΠοινΔ παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και για να κληθούν και εξετασθούν νέοι μάρτυρες, εναπόκεινται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ιδίου κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά δε τη διάταξη του τρίτου εδαφίου του ως άνω άρθρου 139, όπως ισχύει, αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτό απαιτείται από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή, αν, η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική ελεύθερη η ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι η παρεμπίπτουσα δικαστική απόφαση που απορρίπτει αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να κληθούν και εμφανισθούν νέοι μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν περιστατικά κρίσιμα για την ενοχή του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι το σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένο. Διαφορετικά η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως αυτής που απορρίπτει τέτοιο αίτημα του κατηγορουμένου ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Αν δε, παρά το ότι το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε παραδεκτώς, το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επ’ αυτού, ιδρύεται ο από το άρθρο 510παρ.1στοιχ.Β’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ.2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. [Α.Π. 704/2015, Α.Π.786/2015] Από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων με το από 23-5-2014 έγγραφο αίτημα, το οποίο υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών, απευθυνόμενο στο άνω Δικαστήριο, στο οποίο διαβιβάσθηκε και συσχετίστηκε, διέλαβε κατά λέξη τα εξής: α]” Περί κλητεύσεως ουσιώδους μάρτυρα Β. Π. Προϊσταμένης της Γραμματείας Εξωτερικών Ιατρείων ΓΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ. Η μάρτυρας δέον όπως προσκομίσει μετ’ αυτής από το Αρχείο του Ευαγγελισμού, το ίδιο το στέλεχος του επίμαχου εγγράφου που φέρεται εκδοθέν την 29-3-07, προκειμένου το Δικαστήριο και η Εισαγγελέας δι’ επισκοπήσεως διαπιστώσουν τη νόθευση”και β] ζητώ να κλητευθεί ως μάρτυρας ο Χ. Λ., οδός ….”. Όμως, το αίτημα αναβολής που υποβλήθηκε με τον προαναφερόμενο τρόπο ήταν αόριστο, διότι δεν διατυπώθηκε με όλα τα περιστατικά που δικαιολογούν την ανάγκη για την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, για ποιο δηλαδή συγκεκριμένο θέμα σε σχέση με τις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις θα εξεταζόταν ως μάρτυρας καθένας εξ αυτών και αν αυτό ήταν ουσιώδες και κρίσιμο και τι θα εισέφερε στην ουσία της υπόθεσης και επομένως το δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη δεν υποχρεούτο να απαντήσει επ’ αυτού, κατ’ ακολουθία δε τούτων, δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου αναιρεσείοντα και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ακροάσεως, καθώς και στην έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον, ως αιτιάται, ότι, καίτοι είχε προσβάλλει στο πρωτόδικο δικαστήριο το με αριθμό …/29-3-2007 έγγραφο ως πλαστό, ζητώντας ταυτόχρονα την εξέταση ως μαρτύρων των Π…. και Π. και αναγνώσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο τούτο δεν διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος αυτού περί αναβολής της δίκης, προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ως μάρτυρας ο Α.Μ..
Από την επισκόπηση όμως των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε σχετικό αίτημα περί της πλαστότητας του ως άνω εγγράφου και επομένως το δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει, εξάλλου, με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως προσβάλλεται μόνον η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εξεδόθη στον πρώτο βαθμό μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως κατ’ αυτής και κάθε λόγος που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. [Α.Π. 104/2015]. Περαιτέρω, αναφορικά με το υποβληθέν αίτημα αναβολής προκειμένου να προσέλθει να καταθέσει ο μάρτυρας Α.Μ., όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης το δικάσαν Εφετείο επιφυλάχθηκε ν’ απαντήσει και μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας το απέρριψε με την ακόλουθη αιτιολογία: “Επειδή το Δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, από την αποδεικτική διαδικασία που διεξήχθη στο ακροατήριο, περί της ενοχής ή μη των κατηγορουμένων, θα πρέπει το αίτημα για αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να κληθεί και προσέλθει ο Α. Μ. ως μάρτυρας να απορριφθεί, καθόσον η μαρτυρία του δεν κρίνεται απαραίτητη”. Η αιτιολογία αυτή, της απόρριψης του αιτήματος αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν κρίνεται σκόπιμη και αναγκαία η αναβολή. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η απόφαση του δικαστηρίου για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, λήφθηκε μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ήτοι την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την ανάγνωση των εγγράφων και την απολογία της συγκατηγορούμενης του και επομένως το δικαστήριο είχε μορφώσει άποψη, για τη μη αναγκαιότητα της αναβολής και κατά τις παραδοχές του, τα αποδεικτικά μέσα ήταν ικανά να το οδηγήσουν σε ασφαλή κρίση, όπως στο προαναφερθέν σκεπτικό της παρεμπίπτουσας περί απόρριψης του σχετικού αιτήματος της απόφασης αναφέρεται. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Β και Δ προβαλλόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω ο αναιρεσείων με σχετικούς λόγους της αναίρεσής του υποστηρίζει, ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την κατάφαση της ενοχής του ως προς την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, αιτιώμενος ότι δεν παρατίθεται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και ότι έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και αντιφάσεις μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού και ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε το δικάσαν Εφετείο την κατάθεση του Ε.Κ. η σωστή εκτίμηση της οποίας οδηγούσε στην αθώωσή του. Επί του λόγου αυτού της αναιρέσεως πρέπει να λεχθούν τα εξής: Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε σε αυτή την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18 , 26 παρ. 1, 27, 94 παρ. 1, 225 παρ. 1α και 229 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα παρατίθενται ότι : αναιρεσείων υπέβαλλε την από 14-4-2008 έγκληση του ενώπιον αρμόδιας αρχής [Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών], ότι το περιεχόμενό της ήταν ψευδές και τελούσε σε γνώση της αναλήθειας του περιεχομένου της και ότι την υπέβαλε με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη των εγκαλουμένων, ενώ περαιτέρω, παρατίθεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκε η πράξη της ανώμοτης κατάθεσης από τον ίδιο, ήτοι ότι εξεταζόμενος χωρίς όρκο ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, επιβεβαίωσε ως αληθές το περιεχόμενο του από 3-7-2008 επεξηγηματικού σημειώματος του, τελώντας σε γνώση της αναλήθειας αυτού, ενώ παρατίθενται παράλληλα ποια ήσαν τα αληθή. Η καταφατική δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ενοχή του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντα στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά μέσα. όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, μάλιστα και κατ’ είδος στα ληφθέντα υπόψη και συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων συνεκτίμησε και συναξιολόγησε και την κατάθεση του Ε.Κ.. Τα περί αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα, ενώ οι αιτιάσεις, που με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των αποδεικτικών μέσων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία, όμως είναι ανέλεγκτη αναιρετικά είναι απαράδεκτες.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος.
Γ)Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ.4 και 46 του ΚΠΔ, όπως η παρ.4 του πρώτου τούτων προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 και 2 του Ν.3346/2005 και αντικ. στη συνέχεια με το άρθρο 69 παρ.1 του Ν.3659/2008 και το δεύτερο αντικ. με το άρθρο 34 παρ.2 του Ν.3346/2005 και το άρθρο 35 παρ.3 του Π.Δ.28-7-1931, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ.3 Β.Δ. 28/30-3-1946, υπόχρεος στην κατάθεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ποσού δέκα (10) ευρώ (ήδη αναπροσαρμόσθηκε σε 100 ευρώ με την ΑΥ Οικ.Δικ.ΔΑΔ 12382/23-12-2010) κατά την υποβολή μηνύσεως ή εγκλήσεως είναι ο εγκαλών για τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα ανεξαρτήτως της ιδιότητας αυτού ως απλού πολίτου ή δημοσίου οργάνου και ο μηνυτής θα πρέπει να σημειωθεί ότι η νομοθετική επιλογή υπέρ του απαραδέκτου της μήνυσης σε περίπτωση μη καταβολής του παραβόλου από τον μηνυτή για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα κρίνεται χωρίς αντίκρισμα, αφού κατ’ ουσίαν το απαράδεκτο της μήνυσης δεν εμποδίζει τον εισαγγελέα να αξιολογήσει την πληροφορία ως είδηση και να ασκήσει την δέουσα ποινική δίωξη, η οποία (ποινική δίωξη) δεν καθίσταται απαράδεκτη εκ του λόγου τούτου (απαραδέκτου της μηνύσεως), όπως αντίθετα συμβαίνει στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα (αρ.370 ΚΠΔ). Στη προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: “Σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 42 ΚΠΔ ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμοδίας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού 100 ευρώ. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας εκδόσεως παραβόλου αυτό μπορεί να προσκομισθεί το βραδύτερο εντός (3) εργάσιμων ημερών, χωρίς να κωλύεται η ποινική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, οι πολιτικώς ενάγοντες, κατά την εγχείριση, στις 23-10-2008 της από 22-10-2008 έγκλησης σε βάρος των κατηγορουμένων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που υποβλήθηκε ενώπιον της Πταισματοδίκου Αθηνών, δεν κατέθεσαν το παράβολο των 100 ευρώ, αλλά ούτε και μετέπειτα, εντός της νόμιμης προθεσμίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην 4 του αρ.42 ΚΠΔ, η οποία αντικαταστάθηκε από το άρθρο 69 παρ.1 του 3659/2008, άρχισε να ισχύει από 16-4-2008.
Συνεπώς η υποβληθείσα έγκληση ήταν απαράδεκτη και ως εκ τούτου θα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την ως άνω πράξη, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου με παραγραφή λαμβανομένου υπόψη, ότι η πράξη φέρεται τελεσθείσα, από τους κατηγορουμένους, αντίστοιχα κατά το χρονικό διάστημα από 14-4-2008, 27-8-2008 και από 15-4-2008 έως 3-7-2008).” Έτσι όπως έκρινε το Δικαστήριο της ουσίας και έπαυσε την ποινική δίωξη μόνον για το κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως και όχι για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα της ψευδορκίας μάρτυρος, της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της ψευδούς καταμηνύσεως, ορθά ερμήνευσε το νόμο και δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ λόγος αναιρέσεως της αναιρεσείουσας Α. Κ. και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Ι. Μ. με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα ότι δηλ.το δικάσαν Δικαστήριο έπρεπε να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και για τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα για τα οποία καταδικάσθηκαν είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Περαιτέρω αμφότεροι οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, αιτιώμενοι ότι καίτοι ο Π. Μ. δεν παρέστη, νομίμως, ως πολιτικώς ενάγων στο πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά ταύτα το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επεδίκασε χρηματική ικανοποίηση. Αντί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου ο Π. Μ. νομίμως παρέστη, δυνάμει της από 13-1-2014 ειδικής εξουσιοδοτήσεως, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και του επιδικάσθηκε το ποσό των 10 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως και επομένως, νομίμως επελήφθη, κατ’ αρθρο 502 παρ.1 εδ.τελ. του ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έστω και αν αυτός δεν παρέστη και του επεδίκασε το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό των 10 ευρώ. Κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α προβαλλόμενος λόγος των αναιρέσεων για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη νόμιμης παράστασης της πολιτικής αγωγής είναι αβάσιμος.
Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αναιρέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (αρ.583 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου πολιτικώς ενάγοντος (αρ.176 και 183 ΚΠολΔ) κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει α)την από 2-6-2015 αίτηση της Α. Κ. του Α. και β) την από 2-6-2015 αίτηση του Ι. Μ. του Γ., για αναίρεση της με αριθμό 4393/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποίου ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα καθώς και στην δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ