ΑΠ 517/2017 ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΣΕ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟ ΕΡΓΟ. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ Ή ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΕΥΘΥΝΗ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΑΠ 517/2017
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου, οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν ο παθών ήταν ή όχι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (ΑΠ 81/2013).
Συνεπώς για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα και, σε περίπτωση θανάτου αυτού οι επιζώντες σύζυγος και συγγενικά πρόσωπα τούτου, χρηματική ικανοποίηση , αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα των ενεχομένων στο εργατικό ατύχημα ή των προστηθέντων από αυτούς προσώπων (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 ( ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 412/2008).
Τέτοιο πταίσμα, προκειμένου ειδικότερα περί οικοδομικών εν γένει εργασιών, θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ/τος 778/1980 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών” (ΦΕΚ Α 193) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 του από 25.8/5.9.1920 Β. Δ/τος “περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών διατάξεων” από τους κατά νόμο υπεύθυνους του έργου.
Τέτοιες διατάξεις είναι και εκείνες των άρθρων 4 παρ.1, 9 παρ.1 και 21 παρ.3 του ως άνω Π. Δ/τος, εκ των οποίων η πρώτη ορίζει ότι τα υλικά από τα οποία συνίστανται τα ικριώματα πρέπει να είναι άριστης ποιότητας, ανθεκτικά και επιμελώς συντηρημένα, να προέρχονται από υγιές ξύλο με μακριές ίνες, απαλλαγμένου εντελώς του φλοιού και κατά το δυνατόν ρωγμών ή αρμών, τα οποία επιθεωρούνται πριν από κάθε συναρμολόγηση ποιοτικά και ποσοτικά, η δεύτερη περιγράφει τους όρους ασφαλείας που πρέπει να πληρούν τα δάπεδα των ικριωμάτων και η τρίτη ορίζει ότι τα ικριώματα επιθεωρούνται από τον επιβλέποντα μηχανικό πριν την εγκατάσταση κάθε συνεργείου και μία φορά την εβδομάδα (ΑΠ 309/2015, ΑΠ 1853/2009, ΑΠ 1210/2006).
Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 2 αριθ. 6 και 7 του Ν. 1396/1983 “Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας σε οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα” και υπό τον παράτιτλο “εννοιολογικοί προσδιορισμοί” ορίζεται ότι μελετητής είναι το πρόσωπο που με σύμβαση με το κύριο του έργου έχει εκπονήσει τη μελέτη του τεχνικού έργου, η οποία έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή (αρ. 6), ενώ επιβλέπων είναι το πρόσωπο που με σύμβαση με το κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έργου ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης (αρ.7).
Με τη διάταξη του άρθρου 7 του ιδίου νόμου περιγράφονται οι υποχρεώσεις του επιβλέποντος, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση αυτού να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεων, σταθερών ικριωμάτων και πίνακα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος και να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους.
Επίσης με το άρθρο 1 του Π.Δ/τος1073/1981 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού” (ΦΕΚ Α 260) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 6 του από 25.8/5.9.1920 Β. Δ/τος ορίζεται ότι: “Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του π.δ.778/1980 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων”, στις οποίες περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 34 που αφορά τους όρους ασφαλείας των ικριωμάτων (ΑΠ 938/2013, ΑΠ 261/2011, ΑΠ 855/2010).
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ/τος 778/1980, του Ν. 1396/1983 και του Π.Δ/τος 1073/1981, συνάγεται ότι ο πολιτικός μηχανικός, που επιβλέπει την κατασκευή οικοδομικού έργου έχει νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη ή στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος κατά τη κατασκευή των ικριωμάτων και να επιβλέπει περιοδικά αν τα ικριώματα πληρούν τους όρους ασφαλείας από άποψη χρησιμοποιούμενης ξυλείας και κατασκευής αυτών (σχετ. ΑΠ 1256/2014, ΑΠ 2090/2014).
Τέλος η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε διπλωματούχο μηχανικό η εκπόνηση μελέτης προς έκδοση οικοδομικής άδειας ή / και η επίβλεψη του οικοδομικού έργου, στο οποίο αφορά αυτή, φέρει το χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης έργου (άρθρο 681 ΑΚ), η κατάρτιση της οποίας δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 2 αριθ. 7 του Ν.1396/1983 που δίνει τον ορισμό του επιβλέποντος, ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 334 και 338 του από 14.7.1999 Π.Δ/τος “Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας” (ΦΕΚ Δ 580) η πρώτη των οποίων αφορά την υποχρεωτική αναθεώρηση της αδείας οικοδομής και την συνακόλουθη άμεση υποχρεωτική διακοπή των οικοδομικών εργασιών σε περίπτωση αλλαγής ή παραίτησης του υπογράφοντος την οικοδομική άδεια πολιτικού μηχανικού και η δεύτερη των οποίων αφορά τον τρόπο ορισμού του αναλαμβάνοντος την επίβλεψη της εκτέλεσης των οικοδομικών εργασιών έναντι της πολεοδομικής αρχής και του τρόπου αντικατάστασης αυτού, με προβλεπόμενη διοικητική κύρωση την διακοπή των οικοδομικών εργασιών, καθόσον με τις διατάξεις αυτές δεν ορίζεται τύπος για τη σχετική σύμβαση μεταξύ του κυρίου του έργου και του επιβλέποντος μηχανικού, αλλά με τις προβλεπόμενες διατυπώσεις επιδιώκεται η εξασφάλιση ορισμού επιβλέποντος μηχανικού (ΑΠ 727/2011 σχετ. ΑΠ 855/2010).
Ανεξαρτήτως όμως της κατάρτισης σχετικής σύμβασης έργου μεταξύ του κυρίου του έργου και του πολιτικού μηχανικού με αντικείμενο την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και την εκτέλεση τεχνικού έργου, που προσδίδει στον τελευταίο την ιδιότητα του επιβλέποντος, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 1396/1983, έχοντος τις κατά τη διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω νόμου σε συνδυασμό με τις λοιπές προστατευτικές ρυθμίσεις της οικείας νομοθεσίας υποχρεώσεις, η οποία συνιστά και τη συνήθη περίπτωση, στη περίπτωση που πολιτικός μηχανικός εν τοις πράγμασι επιβλέπει κάποιο οικοδομικό έργο, έστω και εάν η επίβλεψη αυτή έλαβε χώρα ευκαιριακά, αυτός έχει τις ίδιες υποχρεώσεις προς λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη πρόληψη εργατικού ατυχήματος, κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 330 και 914 του ΑΚ, με συνέπεια, αν με πράξεις ή παραλήψεις του από υπαιτιότητα αυτού ως προς τη τήρηση των μέτρων ασφαλείας λάβει χώρα εργατικό ατύχημα, αυτός να ενέχεται έναντι του παθόντος σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του τελευταίου και σε περίπτωση θανάτου στη σύζυγο και τους συγγενείς του προς αποκατάσταση της ψυχικής των οδύνης, κατά τις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις των άρθρων 330, 914 και 932 του ΑΚ.
Τούτο συνάγεται και από τη ρύθμιση του άρθρου 7 του Ν. 1396/1983, στην οποία διαλαμβάνονται οι κατά τη διάταξη αυτή υποχρεώσεις του επιβλέποντος, “εκτός από τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από άλλες διατάξεις”, στις οποίες περιλαμβάνονται, ως εικός, και εκείνες που πηγάζουν από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου.
Απόφαση 517 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
A)Της αναιρεσείουσας: Α. – Κ. Μ. του Η. – Ι., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Γιαννοπούλου, που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Ρ. του Μ. (D. R.) κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νάσο Νικολόπουλο, που κατάθεσε προτάσεις. B)Του αναιρεσείοντος: Ν. Ρ. του Μ. (D. R.) κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νάσο Νικολόπουλο, που κατάθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Π. του Χ., κατοίκου …, 2)Γ. Μ. του Σ., κατοίκου …, 3)Α. – Κ. Μ. του Η. – Ι., κατοίκου …, και 4)Δ. Π. του Χ., κατοίκου …. Η 1η παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Ράικο, που δεν κατέθεσε προτάσεις, ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Βαξεβανίδη, που κατέθεσε προτάσεις, η 3η παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία – Ιωάννα Κίκιρη, που κατέθεσε προτάσεις και ο 4ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Ράικο, που δεν κατάθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 12/2/2007 (αριθμός κατάθεσης …2007) και από 6/9/2007 (αριθμός κατάθεσης …/2007) αγωγές του Ν. Ρ. (D. R.), που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 467/2009 του ίδιου Δικαστηρίου, 1344/2012 και 6429/2014 διορθωτική αυτής του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της ως άνω 3144/2012 απόφασης του Εφετείου, όπως αυτή διορθώθηκε με την 6429/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου ζητεί η Α αναιρεσείουσα (Α. – Κ. Μ.) με την από 26/6/2013 αίτησή της και τους από 5/12/2014 προσθέτους λόγους και ο αναιρεσείων (Ν. Ρ. – D. R.), με την από 28/1/2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πιπιλίγκας ανέγνωσε την από 19/2/2015 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κόμη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της 26/6/2013 αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων της και την από 10/11/2015 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεωργίου Παπαηλιάδη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι, ως προς το δεύτερο σκέλος τους, καθώς και ο τρίτος λόγος και να απορριφθούν οι πρώτος και δεύτερος λόγοι, ως προς το πρώτο σκέλος τους, καθώς και οι τέταρτος και πέμπτος λόγοι της από 28/1/2015 αίτησης αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή των αιτήσεων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο σε κάθε στάση τη δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 293/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχει νόμιμη περίπτωση συνεκδίκασης της από 26.6.2013 και με αριθ. κατ. …2013 αίτησης αναίρεσης της Α. – Κ. Μ. και των δια του από 5 Δεκεμβρίου 2014 δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντων από αυτήν προσθέτων λόγων αναίρεσης, ως και της από 28.1.2015 και με αριθ.κατ. …2015 αντίθετης αίτησης αναίρεσης του D. (Ν.) R. (Ρ.) κατά της αυτής υπ’ αριθμό 1344/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμό 6429/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου), επειδή είναι πρόδηλη η μεταξύ τους συνάφεια και διευκολύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης.
Α. Επί της από 26.6.2013 αίτησης αναίρεσης και των από 5.12.2014 προσθέτων λόγων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου, οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν ο παθών ήταν ή όχι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (ΑΠ 81/2013).
Συνεπώς για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα και, σε περίπτωση θανάτου αυτού οι επιζώντες σύζυγος και συγγενικά πρόσωπα τούτου, χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη αντίστοιχα, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα των ενεχομένων στο εργατικό ατύχημα ή των προστηθέντων από αυτούς προσώπων (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 ( ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 412/2008).
Τέτοιο πταίσμα, προκειμένου ειδικότερα περί οικοδομικών εν γένει εργασιών, θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ/τος 778/1980 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών” (ΦΕΚ Α 193) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 του από 25.8/5.9.1920 Β. Δ/τος “περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών διατάξεων” από τους κατά νόμο υπεύθυνους του έργου.
Τέτοιες διατάξεις είναι και εκείνες των άρθρων 4 παρ.1, 9 παρ.1 και 21 παρ.3 του ως άνω Π. Δ/τος, εκ των οποίων η πρώτη ορίζει ότι τα υλικά από τα οποία συνίστανται τα ικριώματα πρέπει να είναι άριστης ποιότητας, ανθεκτικά και επιμελώς συντηρημένα, να προέρχονται από υγιές ξύλο με μακριές ίνες, απαλλαγμένου εντελώς του φλοιού και κατά το δυνατόν ρωγμών ή αρμών, τα οποία επιθεωρούνται πριν από κάθε συναρμολόγηση ποιοτικά και ποσοτικά, η δεύτερη περιγράφει τους όρους ασφαλείας που πρέπει να πληρούν τα δάπεδα των ικριωμάτων και η τρίτη ορίζει ότι τα ικριώματα επιθεωρούνται από τον επιβλέποντα μηχανικό πριν την εγκατάσταση κάθε συνεργείου και μία φορά την εβδομάδα (ΑΠ 309/2015, ΑΠ 1853/2009, ΑΠ 1210/2006). Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 2 αριθ. 6 και 7 του Ν. 1396/1983 “Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας σε οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα” και υπό τον παράτιτλο “εννοιολογικοί προσδιορισμοί” ορίζεται ότι μελετητής είναι το πρόσωπο που με σύμβαση με το κύριο του έργου έχει εκπονήσει τη μελέτη του τεχνικού έργου, η οποία έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή (αρ. 6), ενώ επιβλέπων είναι το πρόσωπο που με σύμβαση με το κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έργου ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης (αρ.7). Με τη διάταξη του άρθρου 7 του ιδίου νόμου περιγράφονται οι υποχρεώσεις του επιβλέποντος, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση αυτού να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, για την εκτέλεση εργασιών αντιστηρίξεων, σταθερών ικριωμάτων και πίνακα διανομής ηλεκτρικού ρεύματος και να επιβλέπει την τήρηση των οδηγιών αυτών πριν από την έναρξη των εργασιών και περιοδικά κατά την εκτέλεσή τους.
Επίσης με το άρθρο 1 του Π.Δ/τος1073/1981 “περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού” (ΦΕΚ Α 260) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 6 του από 25.8/5.9.1920 Β. Δ/τος ορίζεται ότι: “Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά νόμον υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του π.δ.778/1980 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, και αι ειδικαί διατάξεις των επομένων άρθρων”, στις οποίες περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 34 που αφορά τους όρους ασφαλείας των ικριωμάτων (ΑΠ 938/2013, ΑΠ 261/2011, ΑΠ 855/2010).
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Π.Δ/τος 778/1980, του Ν. 1396/1983 και του Π.Δ/τος 1073/1981, συνάγεται ότι ο πολιτικός μηχανικός, που επιβλέπει την κατασκευή οικοδομικού έργου έχει νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη ή στον εργολάβο (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για τη λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος κατά τη κατασκευή των ικριωμάτων και να επιβλέπει περιοδικά αν τα ικριώματα πληρούν τους όρους ασφαλείας από άποψη χρησιμοποιούμενης ξυλείας και κατασκευής αυτών (σχετ. ΑΠ 1256/2014, ΑΠ 2090/2014). Τέλος η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε διπλωματούχο μηχανικό η εκπόνηση μελέτης προς έκδοση οικοδομικής άδειας ή / και η επίβλεψη του οικοδομικού έργου, στο οποίο αφορά αυτή, φέρει το χαρακτήρα σύμβασης μίσθωσης έργου (άρθρο 681 ΑΚ), η κατάρτιση της οποίας δεν υπόκειται σε συστατικό τύπο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 2 αριθ. 7 του Ν.1396/1983 που δίνει τον ορισμό του επιβλέποντος, ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 334 και 338 του από 14.7.1999 Π.Δ/τος “Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας” (ΦΕΚ Δ 580) η πρώτη των οποίων αφορά την υποχρεωτική αναθεώρηση της αδείας οικοδομής και την συνακόλουθη άμεση υποχρεωτική διακοπή των οικοδομικών εργασιών σε περίπτωση αλλαγής ή παραίτησης του υπογράφοντος την οικοδομική άδεια πολιτικού μηχανικού και η δεύτερη των οποίων αφορά τον τρόπο ορισμού του αναλαμβάνοντος την επίβλεψη της εκτέλεσης των οικοδομικών εργασιών έναντι της πολεοδομικής αρχής και του τρόπου αντικατάστασης αυτού, με προβλεπόμενη διοικητική κύρωση την διακοπή των οικοδομικών εργασιών, καθόσον με τις διατάξεις αυτές δεν ορίζεται τύπος για τη σχετική σύμβαση μεταξύ του κυρίου του έργου και του επιβλέποντος μηχανικού, αλλά με τις προβλεπόμενες διατυπώσεις επιδιώκεται η εξασφάλιση ορισμού επιβλέποντος μηχανικού (ΑΠ 727/2011 σχετ. ΑΠ 855/2010).
Ανεξαρτήτως όμως της κατάρτισης σχετικής σύμβασης έργου μεταξύ του κυρίου του έργου και του πολιτικού μηχανικού με αντικείμενο την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και την εκτέλεση τεχνικού έργου, που προσδίδει στον τελευταίο την ιδιότητα του επιβλέποντος, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 1396/1983, έχοντος τις κατά τη διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω νόμου σε συνδυασμό με τις λοιπές προστατευτικές ρυθμίσεις της οικείας νομοθεσίας υποχρεώσεις, η οποία συνιστά και τη συνήθη περίπτωση, στη περίπτωση που πολιτικός μηχανικός εν τοις πράγμασι επιβλέπει κάποιο οικοδομικό έργο, έστω και εάν η επίβλεψη αυτή έλαβε χώρα ευκαιριακά, αυτός έχει τις ίδιες υποχρεώσεις προς λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη πρόληψη εργατικού ατυχήματος, κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 330 και 914 του ΑΚ, με συνέπεια, αν με πράξεις ή παραλήψεις του από υπαιτιότητα αυτού ως προς τη τήρηση των μέτρων ασφαλείας λάβει χώρα εργατικό ατύχημα, αυτός να ενέχεται έναντι του παθόντος σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του τελευταίου και σε περίπτωση θανάτου στη σύζυγο και τους συγγενείς του προς αποκατάσταση της ψυχικής των οδύνης, κατά τις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις των άρθρων 330, 914 και 932 του ΑΚ.
Τούτο συνάγεται και από τη ρύθμιση του άρθρου 7 του Ν. 1396/1983, στην οποία διαλαμβάνονται οι κατά τη διάταξη αυτή υποχρεώσεις του επιβλέποντος, “εκτός από τις υποχρεώσεις του που πηγάζουν από άλλες διατάξεις”, στις οποίες περιλαμβάνονται, ως εικός, και εκείνες που πηγάζουν από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου.
Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999).
Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006).
Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.
Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια.
Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Επίσης κατά τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με τη παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ 1 του ιδίου Κώδικα του αναιρετικού ελέγχου.
Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, με συνέπεια να μην ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου.
Στη προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε τα ακόλουθα: “Ο ενάγων [και ήδη αναιρεσίβλητος – αναιρεσείων] είναι τεχνίτης καλουπατζής και απασχολείτο με την ιδιότητα αυτή στο συνεργείο του δευτέρου εναγομένου [ήδη δευτέρου των αναιρεσιβλήτων], εργολάβου οικοδομικών εργασιών σε νεοανεγειρόμενη οικοδομή στο …, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης [ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης]. Ο δεύτερος εναγόμενος είχε αναλάβει τις εργασίες αντιστηρίξεων, σκελετού εξ οπλισμένου σκυροδέματος και αόπλου σκυροδέματος με πλέγμα με το από 4.8.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της κυρίας του έργου, πρώτης εναγομένης, δυνάμει του οποίου (όρος 2 παρ.2) θα εβαρύνετο με την αστική και ποινική ευθύνη για κάθε ατύχημα, το οποίο ήθελε συμβεί στο προσωπικό ή σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ή αντικείμενο εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας του περί την τήρηση των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας ως προς το αντικείμενο του. Στις 14.10.2006 και περί ώρα 10.30 ενώ εκτελούσε προκαταρκτικές εργασίες εγκατάστασης ξυλοτύπου (καλουπώματος) περιμετρικού τοιχείου του δευτέρου υπογείου της οικοδομής, κατά τη διαδικασία τοποθέτησης κατά μήκος του προς κατασκευή τοιχείου των απαιτουμένων μεταλλικών πλαισίων και ενώ είχε αρχίσει να αναπτύσσει τους οδηγούς (μαδέρια) προκειμένου να καλουπώσει με τάβλες το τοιχείο, ο ενάγων πάτησε σε δάπεδο εργασίας, που αποτελείτο από μαδέρι “βουβό” κατά την ορολογία της οικοδομής, μήκους 4,5 μέτρων και διατομής 8 επί 15 εκατοστών, εδραζόμενο σε τρία οριζόντια λατάκια (καδρόνια) αναπτυγμένα επί των πλαισίων με άνοιγμα μεταξύ τους τριών μέτρων το πρώτο από το δεύτερο και 1,5 μέτρο περίπου το τρίτο, το οποίο υπό το βάρος του έσπασε με συνέπεια τη πτώση του από ύψος 3,5 μέτρων στο δάπεδο της οικοδομής. Εξαιτίας της πτώσης του ο ενάγων υπέστη κάκωση αριστεράς πηχεοκαρπικής, ανοικτό κάταγμα αντιβραχίου, κάκωση θώρακος, άλγος στα πλευρά, όπως προκύπτει από τις ιατρικές γνωματεύσεις των νοσοκομείων ΚΑΤ, Σισμανόγλειο και Αμαλία Φλέμινγκ. Οδηγήθηκε στο χειρουργείο και υποβλήθηκε εκτάκτως σε σπληνεκτομή λόγω ρήξης σπληνός στο Σισμανόγλειο νοσοκομείο και στη συνέχεια διακομίσθηκε στο νοσοκομείο Αμαλία Φλέμινγκ, όπου υποβλήθηκε σε εξωτερική οστεοσύνθεση προς αποκατάσταση του συντριπτικού κατάγματος της πηχεοκαρπικής χώρας του αριστερού χεριού του. Παρέμεινε νοσηλευόμενος έως τις 27.10.2006, κατά την έξοδό του δε, εκτιμήθηκε ως προβλεπόμενος χρόνος εκτός εργασίας χρονικό διάστημα τριών μηνών. Στη συνέχεια με γνωματεύσεις της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής του ΙΚΑ κρίθηκε ανίκανος προς εργασία έως 4.5.2008 λόγω “αγκύλωσης, ατροφίας, δυσλειτουργίας αριστεράς πηχεοκαρπικής επί εδάφους χειρουργηθέντος κατάγματος επιπεπλεγμένου”. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η άδεια που δόθηκε από τη Πολεοδομία (…2006) για τη συγκεκριμένη οικοδομή αναφέρεται σε “νέα διώροφη οικοδομή με δύο υπόγεια, στέγη και δώμα”. Ως επιβλέπων μηχανικός ορίστηκε, όπως προκύπτει από την άδεια οικοδομής, για την αρχιτεκτονική μελέτη, τη μελέτη του φέροντα οργανισμού, για τη γενική επίβλεψη, την επίβλεψη του φέροντα οργανισμού, του περιβάλλοντος χώρου, τη θερμομόνωση, τη παθητική πυροπροστασία, τη αποχέτευση, το χρονικό προγραμματισμό ο εναγόμενος Δ. Π. [ήδη τέταρτος αναιρεσίβλητος]. Στη συνέχεια από τον Ιούλιο του 2006 έως το Μάιο του έτους 2007 τη μελέτη των στατικών ανέλαβε η Α. Μ., τρίτη εναγομένη της πρώτης αγωγής [ήδη αναιρεσείουσα – τρίτη των αναιρεσίβλητων]. Συγκεκριμένα με αυτή συνεργαζόταν ο εργολάβος, δεύτερος εναγόμενος και αυτή επισκέπτετο την οικοδομή, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων. Από τα fax που αντάλλαξε την 1.6.2010 η τρίτη εναγομένη με τη πρώτη, κυρία της οικοδομής, και του Δ. Π., προκύπτει ότι θα αναλάμβανε η ίδια την επίβλεψη της οικοδομής έναντι αμοιβής 80 ευρώ ανά επίσκεψη και έναντι συνολικού κόστους μελέτης 1.644,80 ευρώ. Τούτο αποδεικνύει, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ότι η Α. Μ. είχε αναλάβει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης του συγκεκριμένου τμήματος της οικοδομής που περιελάμβανε τις εργασίες καλουπωμάτων και ως εκ τούτου στις υποχρεώσεις της ήταν και η σύνταξη και η εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης. Στις υποχρεώσεις δε αυτές ήταν και οι οδηγίες για σταθερά ικριώματα, η επιθεώρηση αυτών και η τήρηση των μέτρων ασφαλείας. Από όλα τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι το ατύχημα οφείλεται στην υπαιτιότητα του δευτέρου και τρίτης των εναγομένων της από 12.2.2007 αγωγής, εργολάβου και επιβλέπουσας μηχανικού αντίστοιχα, οι οποίοι λόγω έλλειψης της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, κατά την εκτέλεση των εργασιών δεν άσκησαν εποπτεία και έλεγχο στα μαδέρια που χρησιμοποιούνταν με συνέπεια να χρησιμοποιηθεί από τον ενάγοντα ως δάπεδο εργασίας μαδέρι, που παρόλο είχε το προβλεπόμενο πάχος, ήταν καταπονημένο και φθαρμένο, το οποίο υπό το φορτίο του βάρους του παθόντα εθραύσθη με αποτέλεσμα τη πτώση του ενάγοντος με τις συνέπειες που προαναφέρθηκαν. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης, κυρίας του έργου, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι αυτή είχε επιφυλάξει για τον εαυτό της το δικαίωμα της διεύθυνσης και της επίβλεψης του έργου, το οποίο ασκούσε εξ ολοκλήρου ο εργολάβος, δεύτερος εναγόμενος, ως και του εναγομένου της από 6.9.2007 δεύτερης αγωγής, Δ. Π., διότι δεν αποδείχθηκε ότι ασκούσε το συγκεκριμένο χρόνο την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης του έργου, ώστε να ενέχεται για τη τήρηση των μέτρων ασφαλείας. Εξ άλλου δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολείτο επί μακρόν χρόνο στη συγκεκριμένη εργασία και ως εκ τούτου γνώριζε τον ασφαλή τρόπο εκτελέσεώς της και τα μέτρα που έπρεπε να λαμβάνει ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος ατυχήματος. Πλην τούτου, όπως προαναφέρθηκε, ο δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, εργολάβος και επιβλέπουσα μηχανικός, ήσαν υπεύθυνοι για τη σταθερότητα και αντοχή των εγκαταστάσεων και τη λήψη όλων των προστατευτικών μέτρων ασφαλείας, γι’ αυτό και οι σχετικοί ισχυρισμοί περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Συνεπώς το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα των προαναφερομένων εναγομένων, οι οποίοι ως υπεύθυνοι για τη τήρηση των μέτρων ασφαλείας στην οικοδομή δεν κατέβαλαν την επιμέλεια και προσοχή που απαιτείτο ώστε τα προς χρήση μαδέρια στις εργασίες καλουπωμάτων να έχουν επαρκή σταθερότητα και αντοχή ώστε να αποτραπεί κάθε είδους ατύχημα, αλλά από έλλειψη της προσοχής των χρησιμοποιήθηκε το ελαττωματικό μαδέρι, που προαναφέρθηκε με συνέπεια να συμβεί το πιο πάνω ατύχημα”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά μερική αποδοχή της από 15.6.2009 έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος – αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την αντιθέτως αποφανθείσα απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 12.2.2007 πρώτη αγωγή αυτού κατά της τρίτης των εναγομένων και ήδη αναιρεσείουσας – αναιρεσίβλητης και, αφού κράτησε την υπόθεση κατά το σκέλος αυτό, δέχθηκε κατά ένα μέρος την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε αυτήν να καταβάλει εις ολόκληρο με τον δεύτερο των εναγομένων, εργολάβο οικοδομών (δεύτερο των αναιρεσιβλήτων), το επιδικασθέν ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος από τον τραυματισμό του, ενώ επίσης κατά αποδοχή της από 20.10.2010 έφεσης του εναγομένου της δεύτερης αγωγής (τέταρτου των αναιρεσιβλήτων) εξαφάνισε την αντιθέτως αποφανθείσα απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε δεχθεί ως ουσιαστικά βάσιμη την από 6.9.2007 δεύτερη αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος – αναιρεσίβλητου κατ’ αυτού και, αφού κράτησε την υπόθεση κατά το σκέλος αυτό, απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη την ως άνω αγωγή.
Με τη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε σαφείς, πλήρης και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσο ως προς τη παθητική νομιμοποίηση της τρίτης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας στην από 26.6.2013 αίτηση αναίρεσης αυτής, όσο και ως προς την ύπαρξη ευθύνης (και) αυτής υπό την ιδιότητα της, ως επιβλέπουσας μηχανικού, για την επέλευση του ως άνω εργατικού ατυχήματος και τον εξ αυτού τραυματισμό του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και συνακόλουθα δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 του Ν.1396/1983 και 192 του ΑΚ. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τον αριθμό 19 (και όχι από τον αριθμό 1) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της κατάρτισης σύμβασης έργου μεταξύ αυτής και της κυρίας του έργου, πρώτης εναγομένης, με αντικείμενο (και) την επίβλεψη των εργασιών καλουπωμάτων και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι διαλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τον εάν η επίδικη σύμβαση έργου καταρτίσθηκε με την κυρία του έργου ή με τον μηχανικό Δ. Π., ο οποίος ήταν και ο επιβλέπων την εκτέλεση του έργου πολιτικός μηχανικός κατά την οικοδομική άδεια, οπότε δεν γεννάται ζήτημα ευθύνης αυτής, είναι αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι. Ειδικότερα με το να δεχθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η αναιρεσείουσα είχε αναλάβει την επίβλεψη της μελέτης και της εκτέλεσης του συγκεκριμένου τμήματος της οικοδομής που περιελάμβανε τις εργασίες καλουπωμάτων, ότι (στο πλαίσιο αυτό) επισκεπτόταν την οικοδομή, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων και ότι το ύψος της αμοιβής της από 80 ευρώ ανά επίσκεψη, πλέον 1644,80 ευρώ για το κόστος μελέτης, αναφερόταν στο από 1.6.2006 τηλεομοιοτύπημα (fax) αυτής που αφορούσε τους όρους αυτής για την ανάληψη της επίβλεψης της οικοδομής, το οποίο η ίδια απέστειλε (και) προς την πρώτη των εναγομένων, κυρία του έργου, δέχθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, ότι μεταξύ αυτής και της κυρίας του έργου είχε καταρτισθεί σύμβαση έργου με το ανωτέρω αντικείμενο και έναντι της προαναφερθείσας αμοιβής, η οποία μάλιστα εκτελείτο κανονικά. Τούτο δεν αναιρείται από τη παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης ότι το ανωτέρω τηλεομοιοτύπημα (fax) απεστάλη και στον αναφερόμενο στην άδεια οικοδομής, ως επιβλέποντα μηχανικό Δ. Π.. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω οι προαναφερθέντες λόγοι αναίρεσης σχετικά με τη κατάρτιση ή μη σύμβασης έργου μεταξύ της αναιρεσείουσας και της κυρίας του έργου είναι αλυσιτελείς και συνακόλουθα απορριπτέοι, αφού αυτή καθ’ εαυτή η ανάληψη της επίβλεψης των οικοδομικών εργασιών, περιλαμβανομένων και των εργασιών καλουπωμάτων, βάσει των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, αρκούσε για τη παθητική νομιμοποίηση της αναιρεσείουσας. Κατά το μέρος δε που με τον πρώτο λόγο προβάλλονται περαιτέρω αιτιάσεις σχετικά με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης ως προς το χρόνο σύνταξης της μελέτης των στατικών από την ίδια την αναιρεσείουσα, που είναι μεταγενέστερος εκείνου της έκδοσης της υπ’ αριθμό …2006 οικοδομικής αδείας, γεγονός που δεν μπορεί να συμβεί, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι η ευθύνη της αναιρεσείουσας κατά τη προσβαλλομένη απόφαση δεν επιστηρίζεται σε πταίσμα αυτής κατά τη σύνταξη των ως άνω μελετών, αλλά σε πταίσμα αυτής κατά την επίβλεψη της εκτέλεσης των εργασιών καλουπωμάτων του έργου. Κατά το μέρος δε που με τους ανωτέρω λόγους διαλαμβάνεται επί πλέον η αιτίαση ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε σύμβαση έργου μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης κυρίας του έργου, αλλά το ανωτέρω τηλεομοιοτύπημα (fax) αφορούσε πρόταση αυτής προς την κυρία του έργου για την ανάληψη της επίβλεψης της οικοδομής, επί της οποίας όμως δεν υπήρξε αποδοχή εκ μέρους της τελευταίας ούτε λήψη της αποδοχής από την αναιρεσείουσα, με συνέπεια να μην έχει καταρτισθεί η σχετική σύμβαση κατά το άρθρο 192 του ΑΚ και με το τρίτο κατά ένα μέρος πρόσθετο λόγο αναίρεσης που αναφέρεται στο ότι το έργο που είχε τελικά αναλάβει η αναιρεσείουσα περιοριζόταν στον έλεγχο του σιδηρού οπλισμού και την επιμέτρηση των στατικών της υπό ανέγερση οικοδομής, οι λόγοι αυτοί, κατά το μέρος αυτό, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, εφόσον με αυτούς και υπό την επίφαση συνδρομής λόγων αναίρεσης πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Περαιτέρω αβάσιμος και απορριπτέος κρίνεται ο τρίτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι δεν διαλαμβάνει αιτιολογία του γιατί δέχθηκε ότι “δεν αποδείχθηκε ότι ο Δ. Π. (εναγόμενος στη δεύτερη αγωγή) ασκούσε (κατά) το συγκεκριμένο χρόνο (του ατυχήματος) την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης του έργου, ώστε να ενέχεται για τη τήρηση των μέτρων ασφαλείας”, διότι για την ίδρυση του ανωτέρω αναιρετικού λόγου μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο τρίτος και τελευταίος κατά τα λοιπά από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου του από 1.6.2006 τηλεομοιοτυπήματος (fax), δεχόμενο από αυτό πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται σε αυτό και ειδικότερα την ανάληψη από αυτήν της επίβλεψης και επιστασίας του συγκεκριμένου τμήματος της οικοδομής, που περιελάμβανε και τις εργασίες καλουπωμάτων, διότι από το ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης σε συνδυασμό με το εν λόγω τηλεομοιοτύπημα προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό αναγνώσθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όπως έχει, πλην όμως το δικαστήριο, με βάση τους επικαλούμενους στην απόφαση λόγους και σε συνδυασμό προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, οδηγήθηκε σε διαφορετική κρίση σε σχέση με τα όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα και κατά συνέπεια δεν πρόκειται για εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου αυτού από το δικαστήριο, αλλά για αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση επί του περιεχομένου αυτού. Τέλος ο τέταρτος αληθώς από τον αριθμό 19 (και όχι από τον αριθμό 17, που δεν ιδρύεται με βάση τα αναφερόμενα σε αυτόν) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις, αναφορικά με την εμπειρία του παθόντος ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, εφόσον το μεν δέχεται ότι αυτός ήταν “τεχνίτης – καλουπατζής”, παραδοχή που υποδηλώνει πολυετή πείρα και εμπειρία, το δε αντιφατικά δέχεται ότι “δεν αποδείχθηκε ότι αυτός απασχολείτο επί μακρό χρόνο στη συγκεκριμένη εργασία και ως εκ τούτου γνώριζε τον ασφαλή τρόπο εκτέλεσής της και τα μέτρα που έπρεπε να λαμβάνει ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος ατυχήματος” είναι αβάσιμος, εφόσον η παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης ότι ο παθών ήταν “τεχνίτης – καλουπατζής” αναφέρεται στην ειδικότητα αυτού ως εργαζομένου στην οικοδομή και όχι στην εμπειρία του.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 73 και 556 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης αποτελεί και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναίρεσης του διαδίκου που νίκησε ή νικήθηκε πρέπει να υπάρχει τόσο κατά τον χρόνο άσκησης, όσο και κατά τον χρόνο της συζήτησής της και απαιτείται όχι μόνο γενικώς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, αλλά και ειδικώς για κάθε επί μέρους λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα το έννομο συμφέρον προκύπτει κυρίως από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος από την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει δε να είναι ατομικό και άμεσο του διαδίκου ο οποίος υφίσταται τη βλάβη. Βλάβη υπάρχει όταν απορρίπτονται ολικά ή μερικά οι αιτήσεις του αναιρεσείοντος ή γίνονται ολικά ή μερικά έναντι αυτού οι αιτήσεις του αντιδίκου του, υπέρ του οποίου η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει σχετική διάταξη (ΑΠ 985/2015, ΑΠ 2134/2014, ΑΠ 1663/2010, ΑΠ 342/2009). Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κρίνεται από τη προσβαλλομένη απόφαση. Εφόσον δε το έννομο συμφέρον δεν θεμελιώνεται από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αναίρεσης ή δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στη προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι εσφαλμένως και χωρίς απόδειξη δέχθηκε ότι καταρτίσθηκε σύμβαση έργου μεταξύ του δευτέρου εναγομένου, εργολάβου οικοδομών και της πρώτης εναγομένης, κυρίας του οικοδομικού έργου Α. Π., δυνάμει του από 4.8.2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, ενώ, όπως προκύπτει από το εν λόγω συμφωνητικό, η σύμβαση αυτή καταρτίσθηκε μεταξύ του εν λόγω εργολάβου και της Ά. Π. (τρίτης). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, εφόσον δεν υφίσταται έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας για τη προβολή του, διότι η σχετική αιτίαση δεν αφορά την αναιρεσείουσα και την ευθύνη αυτής, αλλά τις σχέσεις μεταξύ τρίτων (της πρώτης και του δευτέρου των εναγομένων, κυρίας του έργου και εργολάβου οικοδομών αντίστοιχα) που συνιστά res inter allios acta και συνεπώς αυτή δεν υπέστη ουδεμία βλάβη από τη παραδοχή αυτή της προσβαλλομένης απόφασης, ούτε άλλωστε επικαλείται κάτι τέτοιο.
Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ. προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αληθείας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 346 του ΚΠολΔ τα αποδεικτικά μέσα που έχει προσκομίσει ένας διάδικος λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και για την απόδειξη ισχυρισμών άλλου διαδίκου. Προκειμένου όμως να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει είτε τα αποδεικτικά μέσα να τα έχει επικαλεσθεί και προσκομίσει στο δικαστήριο της ουσίας ο αναιρεσείων προς απόδειξη ισχυρισμού του που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, είτε, σε περίπτωση προσκόμισης αυτών με επίκληση από τον αντίδικο του αναιρεσείοντος, να έχει επικαλεσθεί αυτά στη συνέχεια στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού του ο αναιρεσείων. Εάν αντιθέτως ο αναιρεσείων δεν είχε επικαλεσθεί νομίμως τα από τον αντίδικό του προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν ιδρύεται υπέρ αυτού λόγος αναίρεσης από τη παράλειψη του δικαστηρίου να τα λάβει υπόψη του (ΑΠ 1967/2009, ΑΠ 1212/2009, ΑΠ 774/1996, ΑΠ 710/1991). Στη προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο και τελευταίο του κυρίως δικογράφου αληθώς από τον αριθμό 11 περ.γ (και όχι από τους αριθμούς 1,8 και 10) του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα περί συνδρομής υπαιτιότητας στο πρόσωπο αυτής για το επελθόν εργατικό ατύχημα δεν έλαβε υπόψη της και δεν συνεκτίμησε την από 19.12.2006 και με αριθ. πρωτ. … έκθεση έρευνας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕΠΕΚ) Αττικής και Βορείου Τομέα, που προσκομίσθηκε με επίκληση από τον αντίδικό της αναιρεσίβλητο ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, σχετικά με τους λόγους που προκάλεσαν τη θραύση (το σπάσιμο) του μαδεριού με συνέπεια τη πτώση του παθόντος, την οποία εάν ελάμβανε υπόψη του θα κατέληγε σε αντίθετη κρίση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα δεν διαλαμβάνει στον λόγο αναίρεσης ότι το έγγραφο αυτό που με επίκληση προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας ο αντίδικός της, στη συνέχεια το επικαλέσθηκε η ίδια προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι η ίδια δεν υπήρξε υπαιτία του εργατικού ατυχήματος. Σημειώνεται μάλιστα ότι από την επισκόπηση των προτάσεων αυτής ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (άρθ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε επικαλεσθεί σε αυτές το έγγραφο αυτό, ούτε είχε προβεί σε μνεία του περιεχομένου του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής), πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παΡ.μπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο κρίνοντας αυτήν ως αόριστη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής (ή της ένστασης) (σχετ. ΟλΑΠ 16/1998, ΑΠ 991/2014). Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν` αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθ. 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 180/2016, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 1192/2012, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 1125/2011). Με τον ίδιο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ελέγχεται το δικόγραφο της αγωγής για τυχόν αντιφατικότητα των διαλαμβανομένων σε αυτό σχετικών ισχυρισμών και κατά συνέπεια για συνδρομή ή μη περίπτωσης απαραδέκτου. Εξ άλλου, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία (νομική αοριστία) υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό εκείνο περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Τέλος, από τον συνδυασμό των άρθρων 106, 224 και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αίτιας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 220/2003). Στη προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρόσθετο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη ότι είχε προτείνει τον ισχυρισμό περί αοριστίας της από 12.2.2007 αγωγής του ενάγοντος ως προς την παθητική της νομιμοποίηση, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση με τις προτάσεις αυτής, προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι δέχθηκε ότι η εν λόγω αγωγή ήταν ορισμένη ως προς την αναιρεσείουσα, αν και δεν γινόταν στο οικείο δικόγραφο μνεία περί της κατάρτισης σύμβασης έργου μεταξύ αυτής και της κυρίας του έργου με αντικείμενο την επίβλεψη του έργου, ούτως ώστε να γεννάται ζήτημα ευθύνης της κατά το Ν. 1396/1983, αλλά γινόταν μνεία μόνο της (δήθεν) ιδιότητας αυτής ως επιβλέπουσας μηχανικού. Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε ως απαράδεκτες ως προς αυτήν τις από 12.2.2007 και 6.9.2007 αγωγές, εκ των οποίων μάλιστα η δεύτερη ασκήθηκε σε συνέχεια της πρώτης, όπως διαλαμβάνεται στο οικείο δικόγραφο, λόγω προφανούς αντιφατικότητας αυτών. Και τούτο διότι με την πρώτη αγωγή η τρίτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα φέρεται ότι ήταν (τάχα) η επιβλέπουσα μηχανικός, ενώ με τη δεύτερη αγωγή φέρεται ως επιβλέπων μηχανικός ο εναγόμενος σε αυτήν Δ. Π., το όνομα του οποίου αναγραφόταν στην άδεια οικοδομής, ο οποίος κατά τα ιστορούμενα στο οικείο δικόγραφο είχε έλθει σε συνεννόηση με την αναιρεσείουσα στο πλαίσιο συνεργασίας των, με σκοπό τη διενέργεια από την αναιρεσείουσα κατ’ αποκοπή αμειβομένων επισκέψεων στην οικοδομή, η οποία ενεργούσε πράξεις επίβλεψης του έργου αποσπασματικά και εν τοις πράγμασι, εν γνώσει της κυρίας του έργου, αδελφής του εν λόγω εναγομένου, με συνέπεια να ευθύνεται για τη τήρηση των μέτρων ασφαλείας (και) ο εναγόμενος Δ. Π. και τα από αυτόν προστηθέντα πρόσωπα, υπονοώντας την αναιρεσείουσα. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σκέλος του περί αοριστίας της αγωγής είναι αβάσιμος, διότι στοιχείο του δικογράφου της από 12.2.2007 αγωγής σε βάρος της τότε τρίτης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας για την παθητική νομιμοποίηση της τελευταίας, ήταν κατά τα ήδη προαναφερθέντα η ιδιότητα αυτής ως επιβλέπουσας μηχανικού του έργου, της οποίας η αναφορά αρκούσε για το ορισμένο της αγωγής, και όχι και το στοιχείο της τυχόν κατάρτισης σύμβασης έργου μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης, ως κυρίας του έργου με αντικείμενο την ανάληψη της επίβλεψης των οικοδομικών εργασιών, που θα μπορούσε και να λείπει. Ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σκέλος του περί συνδρομής περίπτωσης απαραδέκτου των αγωγών λόγω αντιφατικότητας του περιεχομένου αυτών είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι δεν γεννάται ζήτημα αντιφατικότητας της ιστορικής βάσης των πιο πάνω αγωγών, όπως αυτή ανωτέρω εκτίθεται, αφού στο πλαίσιο της ελευθερίας των συναλλαγών και της επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών μηχανικών είναι καθόλα δυνατή αφενός μεν η εκ μέρους του φερομένου στην οικοδομική άδεια ως συντάξαντος τις αναγκαίες μελέτες και ως επιβλέποντος πολιτικού μηχανικού ανάθεση εν τοις πράγμασι σε άλλον πολιτικό μηχανικό της επίβλεψης μέρους ή του όλου των οικοδομικών εργασιών, ακόμη και χωρίς τη τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων της πολεοδομικής νομοθεσίας, οπότε η σχετική μεταξύ αυτών σύμβαση θα φέρει συνήθως το χαρακτήρα σύμβασης εντολής (άρθ. 713 ΑΚ), αφετέρου δε η τυχόν παράλληλη εκ μέρους του εντολοδόχου πολιτικού μηχανικού κατάρτιση σύμβασης μίσθωσης έργου με τον κύριο του έργου, με την οποία αυτός αναλαμβάνει έναντι αμοιβής την παροχή υπηρεσιών επίβλεψης των επί μέρους οικοδομικών εργασιών, οπότε η σχετική μεταξύ αυτών σύμβαση θα φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου. Στη περίπτωση αυτή είναι ζήτημα πραγματικό εάν ο φερόμενος στην οικοδομική άδεια ως επιβλέπων πολιτικός μηχανικός εξακολουθεί να ευθύνεται ή όχι για τυχόν εργατικό ατύχημα που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια των οικοδομικών εργασιών από πταίσμα του πολιτικού μηχανικού που είχε αναλάβει την επίβλεψη των εργασιών, παραλλήλως και εις ολόκληρο με τον τελευταίο, γεγονός που συμβαίνει στη περίπτωση που υφίσταται κατά νόμο σχέση πρόστησης μεταξύ αυτών (άρθρο 922 ΑΚ), η οποία (πρόστηση) αποβλέπει στην διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά των συμφερόντων του προστήσαντος, υπό τον έλεγχο ή την επίβλεψη ή τις οδηγίες και τις εντολές αυτού ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του προστηθέντος (ΑΠ 418/2016) και μπορεί να υπάρχει μάλιστα ανεξαρτήτως της συνδρομής συμβατικού δεσμού μεταξύ του προστήσαντος και του προστηθέντος ή του ευκαιριακού χαρακτήρα της (ΑΠ 1325/2007). Τέλος ο ίδιος εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του πράγματα μη προταθέντα σχετικά με τη κατάρτιση σύμβασης μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης εναγομένης, κυρίας του έργου, είναι αβάσιμος. Ειδικότερα ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος – αναιρεσείων (πέραν του περιεχομένου της από 6.9.2007 δεύτερης αγωγής που σε κάθε περίπτωση δεν στρεφόταν κατά της αναιρεσείουσας), με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το περιεχόμενο των οποίων επανέλαβε και στην έφεσή του ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που επισκοπεί ο Άρειος Πάγος (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) παραδεκτά κατ’ άρθρο 224 του ΚΠολΔ διευκρίνησε το περιεχόμενο της από 12.2.2007 πρώτης του αγωγής, ότι λόγω συνεχούς απουσίας στο εξωτερικό του εναγομένου στη δεύτερη αγωγή Δ. Π., που αναγραφόταν στην οικοδομική άδεια ως ο επιβλέπων μηχανικός, αυτός είχε έλθει σε συνεννόηση με την αναιρεσείουσα με σκοπό τη διενέργεια από αυτήν κατ’ αποκοπή αμειβομένων επισκέψεων στην οικοδομή, η οποία, σε γνώση και με τη συναίνεση της κυρίας του έργου, είχε αναλάβει εν τοις πράγμασι την επίβλεψη των επί μέρους εργασιών της οικοδομής, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια από την εκτίμηση των ενώπιον του προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων ότι είχε τελικά καταρτισθεί και σχετική σύμβαση έργου μεταξύ της αναιρεσείουσας και της πρώτης εναγομένης, κυρίας του έργου, με αντικείμενο την έναντι αμοιβής κατά τα ανωτέρω επίβλεψη, περιλαμβανομένης της επίβλεψης των καλουπωμάτων, διασαφηνίζοντας έτσι τους αγωγικούς ισχυρισμούς κατά τρόπο που δεν αναιρείτο η ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στήριζε το αίτημα της αγωγής, ήτοι του γεγονότος της ανάληψης της επίβλεψης του έργου από την αναιρεσείουσα, ως επιβλέπουσας πολιτικής μηχανικού, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβη το ένδικο εργατικό ατύχημα, οφειλόμενο σε πταίσμα (και) της αναιρεσείουσας. Β. Επί της από 28.1.2015 αντίθετης αίτησης αναίρεσης Η αρχή της αναλογικότητας, που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, έστω και αν τούτο ρητά δεν αναφέρεται σε αυτήν. Η εν λόγω αρχή αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος που επίσης καθιερώνει η διάταξη της παρ.3 του ιδίου άρθρου του Συντάγματος, γεγονός που συμβαίνει όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει προφανώς τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα (μέσο) έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του δεν είναι επιτρεπτή. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων, ακόμη και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αυτά αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, οπότε και πάλι παραβιάζεται η εν λόγω αρχή. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, που αυτός υπέστη λόγω της αδικοπραξίας, ήτοι για την μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται ο παθών από τη προσβολή των μη περιουσιακών αγαθών του (ζωής, υγείας, ελευθερίας, τιμής κλπ), η οποία είναι ανεξάρτητη από την κατά τα άρθρα 297 και 298 του ΑΚ ζημία σε περιουσιακά αγαθά αυτού, ώστε αυτός να απολαύσει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα κριτήρια που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης αυτής. Τέτοια κριτήρια είναι ιδίως το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι όλες ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος. Τα κριτήρια αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ειδικά ως προς το ύψος του ποσού της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, ελέγχεται αναιρετικά από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ ΑΠ 9/2015, AΠ 76/2016, ΑΠ 221/2016). Στη προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του τραυματισμού του και προς ανακούφιση του σωματικού και ψυχικού άλγους που δοκίμασε, το ύψος της οποίας, ενόψει του βαθμού και του είδους της αμέλειας των υπαιτίων διαδίκων, του είδους του τραυματισμού του ενάγοντος, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, της έντασης και της διάρκειας του ψυχικού πόνου του παθόντος, καθώς και των εν γένει συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα [όπως ενν. αυτές περιγράφηκαν σε προηγούμενη σκέψη του δικαστηρίου] καθορίσθηκε κατά τη κρίση του ως άνω δικαστηρίου στο χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ. Με την κρίση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, διότι υπό τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά και με βάση τα κριτήρια καθορισμού εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 932 του ΑΚ, το εν λόγω ποσό, κατά τη κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου αντίληψη δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς του συνήθους επιδικαζομένου ποσού σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της από 28.1.2015 αντίθετης αίτησης αναίρεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Αντιθέτως δεν θεωρούνται “πράγματα” κατά τη προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 139/2014, 1720/2013, 232/2009). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ ΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 11/1996). Στη προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι κατά τον καθορισμό του ύψους της οφειλομένης σε αυτόν χρηματικής ικανοποίησης από το εν λόγω ατύχημα, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους προβληθέντες ισχυρισμούς του ότι ο ίδιος δεν είχε φοιτήσει σε σχολείο και η χειρονακτική εργασία ήταν ο μοναδικός βιοποριστικός του πόρος, ότι εξ αιτίας του ατυχήματος έχει αναγκασθεί να ζητήσει την οικονομική βοήθεια συγγενικών του προσώπων, ότι ο ίδιος αποκέρδαινε πριν τον τραυματισμό του το ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως, ποσό που πρέπει να ληφθεί ως βάση για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης στο αιτηθέν με την αγωγή ποσό των 200.000 ευρώ, ότι βάσει της από 11.3.2009 ιατρικής γνωμάτευσης του νοσοκομείου Αμαλία Φλέμινγκ υφίστανται περιορισμοί στη κίνηση και τη χρήση της άκρας χειρός του, απ’ όπου συνάγεται ότι από πλευράς χειρονακτικής εργασίας έχει υποστεί μόνιμη βλάβη και ότι λόγω του εν λόγω ατυχήματος και της αδυναμίας εύρεσης εργασίας για μακρύ χρονικό διάστημα ο γάμος του με τη σύζυγό του λύθηκε με απόφαση Αλβανικού Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι οι ισχυρισμοί που φέρονται ως αγνοηθέντες από το δικαστήριο της ουσίας, δεν αποτελούν “πράγματα”, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά επιχειρήματα για τον προσδιορισμό των συνεπειών της βλάβης που υπέστη ο αναιρεσείων σε διάφορες εκφάνσεις του βίου του, τα οποία δεν έχουν αυτοτέλεια, έστω και αν προτείνονται ως περιεχόμενο λόγων έφεσης. Με τον τρίτο και τελευταίο από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τη πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της την υπ’ αριθμό …11.10.2007 ένορκη βεβαίωση του αυτόπτη μάρτυρά του S. (Σ.) B. (Μ.) του R. (Ρ.) ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Θωμοπούλου, που αναφερόταν στις συνθήκες του ατυχήματος και στην υπαιτιότητα του συνόλου των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων, την οποία επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του και προσκόμισε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, με το αιτιολογικό ότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση δεν είχε προσκομισθεί, αν και η εν λόγω διαπίστωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι λανθασμένη, αφού η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση είχε στη πραγματικότητα προσκομισθεί από αυτόν. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη διαπίστωση του δικαστηρίου της ουσίας κατά τη μελέτη της δικογραφίας ότι η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, παρά την επίκλησή της, δεν είχε προσκομισθεί (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Ενόψει των προαναφερθέντων και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου αναίρεσης προς έρευνα πρέπει: α) να απορριφθεί στο σύνολό της η από 26.6.2013 και με αριθ. κατάθ. …2013 αίτηση αναίρεσης της αναιρεσείουσας Α. – Κ. Μ. και οι διά του από 5.12.2004 ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης αυτής και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ) και β) να απορριφθεί στο σύνολό της η από 28.1.2015 και με αριθ. κατάθ. …2015 αντίθετη αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος D. R. και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων λόγω της ήττας του. Ενόψει δε του ότι οι αναιρεσίβλητοι παρέστησαν με χωριστούς δικηγόρους (η πρώτη και τέταρτος με τον ίδιο δικηγόρο, ο δεύτερος και η τρίτη με άλλους χωριστούς δικηγόρους), ενώ επί πλέον οι δεύτερος και τρίτη κατέθεσαν χωριστές προτάσεις, αν και είχαν άπαντες κοινό συμφέρον συνιστάμενο στην απόρριψη της κατ’ αυτών ως άνω αίτησης αναίρεσης, θα επιδικασθεί υπέρ των αναιρεσιβλήτων ενιαία δικαστική δαπάνη που αναφέρεται στο σκεπτικό καταμεριζόμενη κατ’ ίσα μέρη ανά δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων (ΑΠ 1101/1993), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183, 189 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς άρθρο 75 παρ.1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 26.6.2013 αίτηση αναίρεσης της αναιρεσείουσας Α. – Κ. Μ. και τους δι’ ιδίου από 5.12.2004 δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αναίρεσης με την από 28.1.2015 αντίθετη αίτηση αναίρεσης του D. (Ν.) R. (Ρ.) .
Απορρίπτει την από 26.6.2013 αίτηση αναίρεσης και τους δι’ ιδίου από 5.12.2014 πρόσθετους λόγους αναίρεσης της υπ’ αριθ. 1344/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμό 6429/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Απορρίπτει την από 28.1.2015 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 1344/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμό 6429/2014 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, καταμεριζόμενα κατ’ ίσα μέρη ανά δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ