Η πρώτη απόφαση δέχεται ότι η διετία δεν εφαρμόζεται στις αποφάσεις πριν τις 1-1-2016
Η δεύτερη απόφαση δέχεται ότι η διετία εφαρμόζεται ΚΑΙ στις αποφάσεις πριν τις 1-1-2016
Απόφαση 1176 / 2017 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1176/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 2α Μαΐου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Κ., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Κάπου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεμιστοκλή Μερσίνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2986/2007 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3906/ 2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησε η ήδη αναιρεσίβλητη με την από 2-9-2009 αίτησή της.
Εκδόθηκε η 1669/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την τότε προσβαλλόμενη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω διερεύνηση στο ίδιο δικαστήριο. Μετ’ αναίρεση, εκδόθηκε η 7055/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, της οποίας την αναίρεση ζητεί ο αναιρεσείων με τη χρονολογούμενη από 15-6-2016 αίτηση του που κατατέθηκε αρμοδίως την 6-10-2016.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, τα ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων και εκείνο της αιτήσεως αναιρέσεως, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, το οποίο έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, “Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”, κατά δε το άρθρο 591 του ίδιου κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, “Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών”. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου ν. 4335/2015, “Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από [την] 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές”, κατά δε την παρ.4 του ίδιου άρθρου, “Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016“. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι επί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία ασκείται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου μετά την 1-1-2016 και στρέφεται κατ’ αποφάσεως που έχει δημοσιευθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία χωρίς να έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκησή της είναι διετής από τη δημοσίευσή της. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν προ της 1-1-2016 χωρίς να επιδοθούν εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 564 παρ.3 ΚΠολΔ πριν από την κατά τ’ ανωτέρω αντικατάστασή της. Τούτο, διότι οι διατάξεις: α) του άρθρου 13 παρ.2 ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία “Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του”, β) του άρθρου 24 παρ.1 εδ. α’ ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία “Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση” και γ) του άρθρου 72 παρ.4 του ν. 3994/2011 με ταυτόσημο με την αμέσως προηγούμενη περιεχόμενο, αφορούν προηγούμενες νομοθετικές μεταβολές και όχι αυτή που επήλθε με το ν. 4335/2015, στην οποία εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ν. 4335 /2015, ως ειδική. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διάδικοι που είχαν ήδη πριν από την 1-1-2016 δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά μη επιδοθείσης αποφάσεως αιφνιδιάσθηκαν από την επελθούσα με το ν. 4335/2015 νομοθετική μεταβολή, ενόψει τόσο της ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε στην τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον πιο πάνω νόμο όσο και του μακρού χρόνου που μεσολάβησε από τη δημοσίευσή αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (23-7-2015) μέχρι την έναρξη της ισχύος του (1-1-2016). Εξ άλλου, κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 577 ΚΠολΔ “Το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης”, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου “Αν η αίτηση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως” (ΑΠ 1035/2017).2. Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται για συζήτηση η χρονολογούμενη από 15-6-2016 αίτηση για αναίρεση της 7055/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Η ένδικη αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε αρμοδίως την 6-10-2016 (βλ. την 853/2016 έκθεση καταθέσεως του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών). Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 29-11-2013, χωρίς οι διάδικοι να επικαλούνται ή οίκοθεν να προκύπτει επίδοσή της.
Συνεπώς, η αίτηση ασκήθηκε εκπροθέσμως, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της διετούς προθεσμίας για την άσκησή της, η οποία (διετής προθεσμία) έχει εφαρμογή εν προκειμένω αφού το ένδικο μέσο ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 4335/2015, δηλαδή μετά την 1-1-2016. Επομένως και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΚΠολΔ 179 περ. β’ και 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-10-2016 αίτηση για αναίρεση της 7055/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 27η Ιουνίου 2017. -Και
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 29η Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση 519 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 519/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου
Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Νικόλαο Πιπιλίγκα – εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Β., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Κουφογιάννη, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.” (Ο.Τ.Ε), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Σούμπαση, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/7/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 518/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 2095/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19/1/2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) αντικαταστάθηκαν διατάξεις του τρίτου βιβλίου (ένδικα μέσα και ανακοπές – άρθρα 495 έως 590) του ΚΠολΔ και παρατέθηκαν οι νέες διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η νέα διάταξη της παρ.2 του άρθρου 564 του ΚΠολΔ, κατά την οποία εάν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Αιτία της ανωτέρω ρύθμισης με την οποία μειώθηκε σε διετή η καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τριετή, που προέβλεπε η ως άνω διάταξη της παρ.2 του άρθρου 564 του ΚΠολΔ πριν την κατά τα άνω τροποποίησή της, είναι ότι κρίθηκε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ότι η αρχική τριετής καταχρηστική προθεσμία υπήρξε υπερβολικά μεγάλη και έπρεπε να περιορισθεί σε διετή για τη ταχεία περάτωση των δικών. Αντίστοιχη τροποποίηση επήλθε και στο άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ για τη καταχρηστική προθεσμία της έφεσης. Εξ άλλου με το άρθρο 1 άρθρο ένατο του Ν. 4335/2015 και υπό τον παράτιτλο “μεταβατικές διατάξεις” ορίσθηκε στην παρ.2 αυτού ότι οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές και στην παρ. 4 αυτού ότι κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016. Με τις ως άνω προαναφερθείσες διατάξεις δεν παρέχεται αναδρομική ισχύς στη διάταξη του νέου άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ υπό την έννοια ότι αυτή εφαρμόζεται άμεσα επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και στρέφονται κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, με συνέπεια η αρχικώς προβλεπομένη γι’ αυτές τριετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση αυτών να περιορίζεται σε διετή. Τοιαύτη ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα, καθότι αίτηση αναίρεσης κατ’ απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη, εάν ασκείτο μέχρι τις 31.12.2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, εάν ασκείτο αμέσως μετά την 1.1.2016, αφού θα είχε εντωμεταξύ συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, ούτε να στερείται αυτός κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, ορίζεται στην παρ.1 εδ. α αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ στην παρ.2 αυτής ορίζεται ειδικότερα ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.2 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ.2 του ΕισΝΑΚ, η οποία απηχεί γενικότερη επί του ρυθμιζομένου θέματος διαχρονικού δικαίου αντίληψη του νομοθέτη, ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατ’ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015) υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτής μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του Ν. 4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ.2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ.4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Στη προκειμένη περίπτωση η ένδικη από 19.1.2016 αίτηση αναίρεσης, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμό 2095/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε ως εφετείο κατ’ απόφασης Ειρηνοδικείου, έχει ασκηθεί εντός της κατά το άρθρο 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως τριετούς καταχρηστικής προθεσμίας, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 2.5.2013 και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε τη προσβαλλομένη απόφαση στις 20.4.2016 με αριθμό 23/2016. Επομένως η ως άνω αίτηση είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, κατά την διάρκεια της αδείας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούνταν, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν, για την περίπτωση αυτή, καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κ.λ.π.). Πρέπει να σημειωθεί, ότι οι ρυθμίσεις του Α.Ν. 539/1945 διασφαλίζουν τις ελάχιστες, υπέρ όλων των εργαζομένων, εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές κ.λ.π. και λόγω του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και κατά συνέπεια απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων, για τον εργαζόμενο, διατάξεων άλλων πηγών, κατ` επιταγή της αρχής της εύνοιας των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στην σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσοτέρων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011), υπό το πρίσμα δε αυτό πρέπει να ληφθεί και θεωρηθεί η περιεχόμενη στην ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, εναλλακτική διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των καθορισμένων, για την περίπτωση αυτή με συλλογική σύμβαση, αποδοχών. Περαιτέρω κατά τη ρητή περί τούτου διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 της υπ’ αριθμό 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας “Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου” (ΦΕΚ Α 742), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του Ν. 1082/1980, ως τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής θεωρούνται ο μισθός και το ημερομίσθιο, καθώς και κάθε άλλη παροχή (είτε σε χρήμα, είτε σε είδος, όπως τροφή, κατοικία κ.λ.π.), εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο της παρεχομένης από τον μισθωτό εργασίας κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου, κατά δε το εδάφιο β της ως άνω διάταξης στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνονται ενδεικτικά α) οι προσαυξήσεις της νομίμου και τακτικώς παρεχομένης εργασίας κατά τις Κυριακές ή αργίες και τις νυκτερινές ώρες, εφόσον δίνονται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες και ώρες τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα διαστήματα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για τη νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η εργασία αυτή, χωρίς να απαγορεύεται από το νόμο, παρέχεται τακτικά, γ) το επίδομα αδείας, ενώ κατά το εδάφιο γ αυτής στις ως άνω τακτικές αποδοχές περιλαμβάνεται και η συμπληρωματική αμοιβή για υπερεργασία και μάλιστα όχι μόνο η συνεχής, αλλά και εκείνη η οποία εμφανίζει ορισμένη συχνότητα επαναλήψεως από τη φύση της σύμφωνα με το πρόγραμμα του εργοδότη. Από τον συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του ΑΝ 539/1945 με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 (που αφορά επίδομα αδείας) και εκείνες των άρθρων 648, 653, 666, 679 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955, με αριθμό 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου”, 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26/2/1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και 3 της ΥΑ 19040/1981, προκύπτει, ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες με τις “τακτικές αποδοχές” της παρ. 2 εδ. β και γ του άρθρου 3 της ΥΑ 19040/1981, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση, ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (πλην του επιδόματος αδείας στις αποδοχές αδείας). Επομένως, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (Ολ. Α.Π. 16/2011). Δεν συμπεριλαμβάνονται όμως στις αποδοχές αδείας το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας. Περαιτέρω, με την από 14/3/1985 Ε.Σ.Σ.Ε. (όρος 5 παρ. 1α, 1β, 1γ και 2, που προστέθηκε με την από 10/5/1985 όμοια Ε.Σ.Σ.Ε.) που έχει υπογραφεί μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης “Ο.Τ.Ε. Α.Ε.” και της συνδικαλιστικής οργανώσεως των εργαζομένων σε αυτήν, ορίσθηκαν, ως προς τον τρόπο υπολογισμού των επιδομάτων εορτών και του επιδόματος αδείας, τα εξής: ια) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων – Νέου έτους χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο στις 10 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά : αα) του 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 80 ώρες που έγινε από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του έτους, δδ) του 1/12 του επιδόματος κανονικής άδειας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως κατωτέρω ορίζονται, ιβ) το επίδομα εορτών Πάσχα χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με τις μισές αποδοχές που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο 15 ημέρες προ του Πάσχα κάθε έτους. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα παρακάτω ποσά, αα) του 1/8 της αμοιβής για εργασία νυκτερινή που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, ββ) του 1/8 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους, γγ) του 1/8 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 40 ώρες που έγινε από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου του έτους και δδ) του 1/24 του επιδόματος κανονικής άδειας χωρίς τις προσαυξήσεις που προστίθενται στο επίδομα, όπως παρακάτω προσδιορίζονται, ιγ) το επίδομα κανονικής αδείας χορηγείται στο προσωπικό και είναι ίσο με το μισό των αποδοχών που διαμορφώνονται με το μισθολόγιο το μήνα κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η άδεια ή το μεγαλύτερο μέρος της. Το επίδομα προσαυξάνεται μόνο με τα ποσά : αα) τα 1/24 της αμοιβής για νυκτερινή εργασία που έγινε στη διάρκεια του έτους, ββ) το 1/24 της αμοιβής για εργασία κατά τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες του έτους και γγ) του 1/24 της αμοιβής για υπερωριακή εργασία μέχρι 120 ώρες που έγινε στη διάρκεια του έτους. 2. Το προσωπικό κατά το χρόνο οποιασδήποτε άδειας με αποδοχές λαμβάνει τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή. Ακολούθως, με την από 10/6/1999 Ε.Σ.Σ.Ε., που θέσπισε το νέο μισθολόγιο του προσωπικού του Ο.Τ.Ε., τέθηκε σε ισχύ και ο νέος Γ.Κ.Π. – ΟΤ.Ε., στο άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του οποίου ορίζονται τα ακόλουθα: Επιδόματα εορτών: “Στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι Ε.Σ.Σ.Ε., α) ενός δεκαπενθημέρου κατά τις εορτές του Πάσχα και β) ενός μηνός κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Το ποσό αυτό συμψηφίζεται με το, δυνάμει των εκάστοτε διατάξεων, τυχόν καταβλητέο στο προσωπικό των πάσης φύσεως επιχειρήσεων δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα”. Επίδομα κανονικής άδειας. “Στο προσωπικό χορηγείται κάθε χρόνο ως επίδομα κανονικής άδειας ποσό ίσο προς τις τακτικές αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι Ε.Σ.Σ.Ε.”. Επίσης, με το άρθρο 13Β, του ίδιου ως άνω νέου Γ.Κ.Π. – Ο.Τ.Ε. ορίσθηκε, σχετικά με την κανονική άδεια του προσωπικού της αναιρεσίβλητης, ότι: Το προσωπικό, μετά την συμπλήρωση στον Οργανισμό ενός έτους συνεχούς πραγματικής υπηρεσίας (βασικός χρόνος) δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια με αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας (Διεθνείς Συμβάσεις, Νόμοι, Υπουργικές Αποφάσεις, Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., Ε.Σ.Σ.Ε. κ.λ.π.) και αποφάσεις Δ.Σ. – Ο.Τ.Ε. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι από 1-1-1985 που άρχισε να ισχύει η από 14/3/1985 Ε.Σ.Σ.Ε. τα επιδόματα εορτών και το επίδομα αδείας υπολογίζονται σύμφωνα με τον καθοριζόμενο στην εν λόγω Σ.Σ.Ε. τρόπο υπολογισμού, δηλαδή με βάση το μηνιαίο μισθό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί κατά τους προαναφερόμενους χρόνους. Όμως ο τρόπος αυτός υπολογισμού τροποποιήθηκε με το νέο Γ.Κ.Π. – Ο.Τ.Ε., που τέθηκε σε ισχύ με την από 10/6/1999 Ε.Σ.Σ.Ε., αφού ρητά σ` αυτήν ορίζεται ότι στο προσωπικό παρέχεται με απόφαση του Δ.Σ. “επίδομα ποσού ίσου προς τις τακτικές αποδοχές με τις προσαυξήσεις που ορίζουν οι Ε.Σ.Σ.Ε”. Επομένως, ως βάση υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων λαμβάνεται πλέον όχι ο μηνιαίος μισθός, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τους χρόνους που αναφέρθηκαν, αλλά οι τακτικές αποδοχές του μισθωτού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται ο μηνιαίος μισθός και όλες οι παροχές που καταβάλλονται από την αναιρεσίβλητη κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του έτους, όπως είναι οι πρόσθετες αμοιβές για υπερεργασία, για νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και για εργασία κατά τις Κυριακές και τη νύκτα. Εξάλλου, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, ενώ στην από 14-3-1985 Ε.Σ.Σ.Ε. υπήρχε ρητή διάταξη σύμφωνα με την οποία στις αποδοχές αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή, στο νέο Γ.Κ.Π. – Ο.Τ.Ε. ορίζεται σαφώς ότι το προσωπικό του Ο.Τ.Ε. δικαιούται για την κανονική άδεια “αποδοχές όπως προβλέπουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας”. Ενόψει της ανωτέρω ρητής παραπομπής για τον προσδιορισμό των αποδοχών αδείας στις διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, άρα και στο άρθρο 3 του Α.Ν. 539/1945, είναι σαφές ότι ο τρόπος υπολογισμού των αποδοχών αδείας ρυθμίζεται διαφορετικά σε σχέση με την από 14-3-1985 Ε.Σ.Σ.Ε., με αποτέλεσμα την σιωπηρή κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 της από 14-3-1985 Ε.Σ.Σ.Ε., που όριζε και μάλιστα αντίθετα προς αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, ότι στις αποδοχές αδείας δεν περιλαμβάνονται αμοιβές για εργασία νυκτερινή, Κυριακών και λοιπών εξαιρέσιμων ημερών και υπερωριακή εργασία. Άλλωστε στο άρθρο 50 του νέου Γ.Κ.Π. – Ο.Τ.Ε. ορίζεται ρητά, ότι οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Γ.Κ.Π., αποφάσεις της Διοικήσεως και Ε.Σ.Σ.Ε. που υπογράφηκαν μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος Κανονισμού και έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παύουν να ισχύουν από την ημερομηνία αυτή. Επομένως, στις αποδοχές αδείας των μισθωτών της αναιρεσίβλητης πρέπει να συνυπολογίζεται και κάθε άλλη καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, όπως είναι η σταθερή και μόνιμη υπερεργασία, η νόμιμη ή ιδιόρρυθμη υπερωρία και η παροχή εργασίας κατά τη νύκτα και τις αργίες (Ολ. Α.Π. 16/2011). Δεν συνυπολογίζεται όμως σ` αυτές και το επίδομα αδείας, διότι αυτό, όπως προαναφέρθηκε, υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας. Τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, κατά την οποία το επίδομα αδείας είναι ίσο με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας, που δικαιούται ο μισθωτός, υπό τον περιορισμό ότι τούτο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και δεκατριών ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο (Α.Π. 183/2016, ΑΠ 522/2015, ΑΠ 1334/2014, ΑΠ 378/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, επί αγωγής στην οποία ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθετε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη στις 4.11.1984 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και στην συνέχεια μονιμοποιήθηκε στην κατηγορία του προσωπικού Γενικών Υπηρεσιών με την ειδικότητα του φύλακα, έχοντας τον βαθμό Υ/Β, και ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2000 έως και 2004 δεν υπολόγισε τις αποδοχές κανονικής αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών και αδείας με βάση τις τακτικές του αποδοχές, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που λάμβανε σταθερώς και ανελλιπώς για εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, για νυκτερινή εργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση/υπερεργασία, όπως όφειλε, σύμφωνα με το νέο Γ.Κ.Π. – Ο.Τ.Ε., που τέθηκε σε ισχύ από τις 18-6-1999 με την από 10/9/1999 Ε.Σ.Σ.Ε., αλλά με βάση τις αναφερόμενες στην από 14-3-1985 Ε.Σ.Σ.Ε. προσαυξήσεις, ζητούσε δε με αυτήν (αγωγή), να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει με βάση τις ρυθμίσεις του νέου ΓΚΠ – ΟΤΕ τις προσαυξήσεις από τη παροχή τακτικώς παρεχομένης υπερωρίας/υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών και εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και από την αναλογία του επιδόματος αδείας στις αποδοχές αδείας, στο επίδομα αδείας και στα επιδόματα εορτών του επίδικου χρονικού διαστήματος ανερχόμενες στο ποσό των 11.620,11 ευρώ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας επί της έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ’ αριθ. 518/2006 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που είχε απορρίψει την ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με το εξής σκεπτικό: “Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2000 έως 31.12.2004 δεν υπολόγισε τα επιδόματα εορτών, το επίδομα και τις αποδοχές αδείας που του κατέβαλλε με βάση τις τακτικές αποδοχές του, προσαυξημένες κατά τις αμοιβές που έλαβε για τακτική νυκτερινή εργασία, εργασία κατά τις Κυριακές, υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, αλλά με βάση το μηνιαίο μισθό και τις προσαυξήσεις που όριζε η από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, με αποτέλεσμα να προκύπτει διαφορά ανερχομένη συνολικά στο ποσό των 11.620,11 ευρώ. Με αυτό, καθώς και το προεκτιθέμενο αναλυτικά στην αρχή της παρούσας περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, καίτοι ορισμένη […], είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον ο ενάγων αιτείται με αυτή τη διαφορά μεταξύ των ληφθέντων από αυτόν επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά υπολογίσθηκαν, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εσφαλμένα, με βάση τον απλό μηνιαίο μισθό και τις ειδικότερα αναφερόμενες στην από 14.3.1985 ΕΣΣΕ προσαυξήσεις και των ληπτέων επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχών κανονικής αδείας, όπως αυτά όφειλε να υπολογίσει η εναγομένη με το άρθρο 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ -ΟΤΕ, ήτοι με βάση τις τακτικές αποδοχές, στις οποίες περιλαμβάνεται το σύνολο των αμοιβών για την επικαλουμένη σταθερή και μόνιμη πρόσθετη εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, κατά τη νύκτα και για υπερεργασία και νόμιμη υπερωριακή εργασία, όλα δε τα ανωτέρω αναφέρει στην αγωγή του, χωρίς ωστόσο να αφαιρεί, για τη νομική βασιμότητα αυτής (αγωγής) τις προσαυξήσεις που έλαβε με βάση τον εσφαλμένο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή του, υπολογισμό της εναγομένης, με συνέπεια έτσι να υφίσταται ανεπίτρεπτος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διπλός υπολογισμός των εν λόγω πρόσθετων αποδοχών στα επιδόματα εορτών και αδείας.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις παραπάνω διατάξεις του νόμου, με τη διευκρίνιση ωστόσο ότι εκ παραδρομής αναφέρεται ότι η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο και τις παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης, απορρίφθηκε λόγω νομικής αβασιμότητας. Επομένως η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν”. Κρίνοντας ως μη νόμιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διότι, εφόσον ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε με την αγωγή του ότι η αναιρεσίβλητη υπολόγιζε τις προσαυξήσεις επί των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επί των αποδοχών και επιδόματος κανονικής αδείας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα βάσει των ρυθμίσεων της από 14. 3. 1985 ΕΣΣΕ, ενώ οι εν λόγω προσαυξήσεις έπρεπε να υπολογισθούν βάσει των ρυθμίσεων του άρθρου 12 παρ. 3 και 4 του νέου ΓΚΠ – ΟΤΕ και επίσης στην αγωγή διαλαμβάνει τις ληφθείσες από αυτόν επί μέρους πρόσθετες αμοιβές ανά μήνα από την εκ μέρους του τακτικώς παρεχομένη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση/υπερεργασία, εργασία κατά τη διάρκεια Κυριακών και νυκτερινή εργασία, με αναφορά στις παρασχεθείσες ανά μήνα ώρες νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών και νυκτερινής εργασίας ως και το απ’ αυτόν ληφθέν επίδομα αδείας ανά έτος καθ’ όλο το επίδικό χρονικό διάστημα, καθώς και τον προκύπτοντα μέσο μηνιαίο όρο των πιο πάνω πρόσθετων παροχών ετησίως, η αγωγή είναι νόμιμη, εκτός από τον συνυπολογισμό του επιδόματος αδείας στις ως άνω αιτούμενες διαφορές αποδοχών αδείας, όπως ο αναιρεσείων πράττει διαλαμβάνοντας το τελευταίο στο μέσο ετήσιο όρο της προκύπτουσας διαφοράς. Σημειώνεται ότι ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων των πιο πάνω πρόσθετων παροχών (νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών) είναι καθόλα εφικτός ο προσδιορισμός του μέσου όρου των επί μέρους διαφορών ειδικά στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για τα διαστήματα από 1.5 έως 31.12 και από 1.1 έως 30.4 αντίστοιχα (και όχι ο μέσος όρος των διαφορών ανά έτος), σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981. Επισημαίνεται ότι η παράλειψη του αναιρεσείοντος να προβεί με την αγωγή του στην αφαίρεση των προσαυξήσεων από την ως άνω παρασχεθείσα επί πλέον απασχόληση που ήδη έλαβε από την αναιρεσίβλητη ΟΤΕ ΑΕ κατά τον προσδιορισμό των πιο πάνω αποδοχών του κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων της από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι δικαιούται επιπροσθέτως των διαφορών από τις προσαυξήσεις λόγω της τακτικώς παρασχεθείσας από αυτόν νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών και νυκτερινής εργασίας κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων του νέου ΓΚΠ – ΟΤΕ, δεν καθιστά την αγωγή μη νόμιμη, διότι η καταβολή μέρους των πιο πάνω διαφορών από τις προσαυξήσεις λόγω τακτικώς παρασχεθείσας νόμιμης υπερωρίας/υπερεργασίας, εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών και νυκτερινής εργασίας κατ’ εφαρμογή των ρυθμίσεων της από 14.3.1985 ΕΣΣΕ, αποτελεί αντικείμενο σχετικού ισχυρισμού (ένστασης μερικής εξόφλησης κατ’ άρθρο 416 του ΑΚ) της αναιρεσίβλητης εταιρείας. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 560 αριθ. 1 λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.
Συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ) στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 2095/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές για περαιτέρω εκδίκαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Φεβρουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση 1176 / 2017 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1176/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 2α Μαΐου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Κ., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Κάπου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεμιστοκλή Μερσίνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2986/2007 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3906/ 2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησε η ήδη αναιρεσίβλητη με την από 2-9-2009 αίτησή της.
Εκδόθηκε η 1669/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την τότε προσβαλλόμενη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω διερεύνηση στο ίδιο δικαστήριο. Μετ’ αναίρεση, εκδόθηκε η 7055/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, της οποίας την αναίρεση ζητεί ο αναιρεσείων με τη χρονολογούμενη από 15-6-2016 αίτηση του που κατατέθηκε αρμοδίως την 6-10-2016.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, τα ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων και εκείνο της αιτήσεως αναιρέσεως, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, το οποίο έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρο 564 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, “Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι δύο (2) έτη και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη”, κατά δε το άρθρο 591 του ίδιου κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, “Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών”. Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ίδιου ν. 4335/2015, “Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από [την] 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές”, κατά δε την παρ.4 του ίδιου άρθρου, “Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016“. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι επί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία ασκείται με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου μετά την 1-1-2016 και στρέφεται κατ’ αποφάσεως που έχει δημοσιευθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία χωρίς να έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκησή της είναι διετής από τη δημοσίευσή της. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι για τις αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν προ της 1-1-2016 χωρίς να επιδοθούν εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία που προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 564 παρ.3 ΚΠολΔ πριν από την κατά τ’ ανωτέρω αντικατάστασή της. Τούτο, διότι οι διατάξεις: α) του άρθρου 13 παρ.2 ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία “Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του”, β) του άρθρου 24 παρ.1 εδ. α’ ΕισΝ ΚΠολΔ, κατά την οποία “Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση” και γ) του άρθρου 72 παρ.4 του ν. 3994/2011 με ταυτόσημο με την αμέσως προηγούμενη περιεχόμενο, αφορούν προηγούμενες νομοθετικές μεταβολές και όχι αυτή που επήλθε με το ν. 4335/2015, στην οποία εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ν. 4335 /2015, ως ειδική. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διάδικοι που είχαν ήδη πριν από την 1-1-2016 δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα κατά μη επιδοθείσης αποφάσεως αιφνιδιάσθηκαν από την επελθούσα με το ν. 4335/2015 νομοθετική μεταβολή, ενόψει τόσο της ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε στην τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον πιο πάνω νόμο όσο και του μακρού χρόνου που μεσολάβησε από τη δημοσίευσή αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (23-7-2015) μέχρι την έναρξη της ισχύος του (1-1-2016). Εξ άλλου, κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 577 ΚΠολΔ “Το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης”, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου “Αν η αίτηση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως” (ΑΠ 1035/2017).
2. Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται για συζήτηση η χρονολογούμενη από 15-6-2016 αίτηση για αναίρεση της 7055/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας. Η ένδικη αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε αρμοδίως την 6-10-2016 (βλ. την 853/2016 έκθεση καταθέσεως του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών). Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε την 29-11-2013, χωρίς οι διάδικοι να επικαλούνται ή οίκοθεν να προκύπτει επίδοσή της.
Συνεπώς, η αίτηση ασκήθηκε εκπροθέσμως, δηλαδή μετά τη συμπλήρωση της διετούς προθεσμίας για την άσκησή της, η οποία (διετής προθεσμία) έχει εφαρμογή εν προκειμένω αφού το ένδικο μέσο ασκήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 4335/2015, δηλαδή μετά την 1-1-2016. Επομένως και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Η εκατέρωθεν δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΚΠολΔ 179 περ. β’ και 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-10-2016 αίτηση για αναίρεση της 7055/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και
Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 27η Ιουνίου 2017. -Και
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 29η Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ