ΑΡΙΘΜΟΣ 1030/2017
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Επιμέλεια τέκνων. Διεθνής απαγωγή παιδιών.
– Κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 της από 25-10-1980 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης “για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών”, η οποία κυρώθηκε και από την Ελλάδα με το νόμο 2102/1992, και στοχεύει στην εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού, προληπτικά με την αποθάρρυνση των γονέων που σχεδιάζουν απαγωγές και κατασταλτικά με την άμεση επαναφορά του παιδιού στην προηγούμενη κατάσταση και εξαιρέσεις σ’ αυτή, όπου το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει άλλη αντιμετώπιση, η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού, νεότερου, κατά το άρθρο 4 της Σύμβασης, των δέκα έξι ετών, θεωρούνται παράνομες: α)εφόσον έγιναν κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας, αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτε αποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του και β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού με άλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχε ασκηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά, μπορεί δε να απορρέει ιδίως είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα, κατά τα προαναφερθέντα και από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης (κατά το άρθρο 8 της Σύμβασης) της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Κατά την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου, ακόμη και αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδο του άνω χρονικού διαστήματος του ενός έτους, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτός αν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και αν δεν είχε παρέλθει έτος από την παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση μέχρι την υποβολή της αίτησης, να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού ,εφόσον αποδεικνύεται πλην άλλων: α)ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνα του προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειας κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στη μετακίνηση ή κατακράτηση αυτή ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει με οποιονδήποτε τρόπο σε μία αφόρητη κατάσταση. Εκτός δηλαδή, από την προβλεπόμενη με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 δυνατότητα εξαίρεσης στην επιστροφή του παιδιού, αν αποδειχθεί ,ότι αυτό έχει προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, η οποία όμως ισχύει μόνο για την περίπτωση που δεν είχε παρέλθει έτος, κατά τα προαναφερθέντα, με την διάταξη του άρθρου 13 της Διεθνούς αυτής Σύμβασης, προβλέπεται δυνατότητα η δικαστική αρχή να αρνηθεί την επιστροφή του παιδιού σε κάθε περίπτωση, εάν(μεταξύ άλλων) αποδειχθεί, στο πλαίσιο ένστασης καταλυτικής της αξίωσης του αιτούντος την επιστροφή του παιδιού, είτε α) ότι ο τελευταίος δεν ασκούσε ουσιαστικά την επιμέλειά του κατά την μετακίνηση ή κατακράτηση, με την έννοια ότι, (εφόσον κατά το άρθρο 5 της ίδιας Σύμβασης, το δικαίωμα επιμέλειας περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του),δεν ενδιαφερόταν για την φροντίδα του παιδιού για κάποιους ιδιαίτερους λόγους ή β)ότι ,στη συγκεκριμένη περίπτωση ,αυτό καθεαυτό το γεγονός της επιστροφής πλέον του παιδιού, έχει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την τάση μετά σφοδρής πιθανότητας και κατά τη κρίση λογικού και επιμελούς ανθρώπου, να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει σε μία αφόρητη κατάσταση, να επιφέρει δηλαδή τα αποδοκιμαζόμενα από τη Σύμβαση αποτελέσματα (ΑΠ 916/2010,63/2001).