ΑΡΙΘΜΟΣ 1273/2017
– Σύμβαση έργου. Ελαττώματα. Δικαιώματα εργοδότη. Αδικοπραξία. Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 688 – 690 ΑΚ, που καθορίζουν λεπτομερώς την ευθύνη του εργολάβου αναλόγως με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων, τα οποία φέρει το έργο που εκτελέσθηκε από αυτόν, συνάγεται ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει, σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο, ή ελλείψεως των συνομολογημένων ιδιοτήτων είτε τη διόρθωση είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε αντί αυτών την υπαναχώρηση από τη σύμβαση, σε περίπτωση δε κατά την οποία οι ελλείψεις του έργου (ελαττώματα ή συνομολογημένες ιδιότητες) οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται αντί υπαναχωρήσεως ή μειώσεως της αμοιβής να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της συμβάσεως. Έτσι, ο εργοδότης που ζητεί αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 ΑΚ οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση της συμβάσεως, ότι το έργο που εκτελέσθηκε φέρει ελλείψεις, που οφείλονται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια), χωρίς να ενδιαφέρει η διάκρισή τους σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις ή συνομολογημένες ιδιότητες και τη ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις αυτές, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημιώσεως που ζητεί. Επίσης, εάν ο εργοδότης κρατήσει το έργο με τις ελλείψεις του, δικαιούται, αντί για την αποζημίωση λόγω δαπανών που απαιτούνται για να αρθούν οι ελλείψεις του έργου και να καταστεί τούτο προσήκον, να ζητήσει την επανεκτέλεση του έργου. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει γενική αρχή του δικαίου ότι κάθε πράξη ή παράλειψη που ζημιώνει, δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση, εφόσον (κατά κανόνα) έγινε από πταίσμα εκείνου που προκάλεσε τη ζημία, η δε πράξη ή παράλειψη έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και με το γενικότερο πνεύμα της έννομης τάξεως που επιβάλλει την υποχρέωση να μην εξέρχεται κανείς με τις πράξεις του από τα όρια που ορίζονται κάθε φορά από τα συναλλακτικά χρηστά ήθη. Στην αντίθετη περίπτωση δημιουργείται υποχρέωση αποζημιώσεως, έστω και αν μεταξύ του δράστη και του ζημιούμενου δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός. Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ1494/2008). Εντεύθεν έπεται ότι αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου ως εργολάβος υπέχει εκ των ανωτέρω διατάξεων ευθύνη προς αποζημίωση, εάν από πταίσμα αυτού κατά την εκτέλεση του έργου προξενήσει ζημία στον εργοδότη. Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι όμως δυνατό μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό κανόνα που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον.
– Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, προκύπτει ότι επί καταστροφής πράγματος συνεπεία αδικοπραξίας η αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει την διαφορά της εμπορικής αξίας του πράγματος μεταξύ των χρονικών σημείων πριν από την αδικοπραξία και μετά την αδικοπραξία, που τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την αδικοπραξία, αδιαφόρως αν η καταστροφή είναι ολική ή μερική. Επομένως, η αγωγή με την οποία ζητείται πλήρης η εμπορική αξία λόγω ολικής καταστροφής περιλαμβάνει και την ελάσσονα αυτής μερική καταστροφή, το δε δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει μερικώς την απαίτηση χωρίς από αυτό να μεταβάλλεται η βάση της αγωγής (πρβλ. ΑΠ 493/2015, 994/1991).