ΑΡΙΘΜΟΣ 449/2017
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 4 στοιχείο α’ , 6 §§ 1, 5 και 6, 7 §§ 1 και 2 του Ν. 2251/ 1994, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Η έννοια του καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 εδ. α’ του Ν. 2251/1994 είναι ευρεία, καθώς καταλαμβάνει, κατά το γράμμα του, κάθε πρόσωπο που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση, για την οποία προορίζεται, είναι προσωπική ή επαγγελματική. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 534 Α.Κ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, εν όψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Η ως άνω θεσπισθείσα με τον Ν. 2251/1994 ρύθμιση αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (αρ. 14 παρ. 5 Ν. 2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του αρ. 6 του Ν. 2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος του (παρ. 1) και απαλλάσσεται, αν αποδείξει τη συνδρομή ορισμένων αρνητικών προϋποθέσεων (παρ. 8). (ΑΠ 1343/2012).
– Κατά το άρθρο 6 § 2 εδ. α’ Ν. 2251/1994, “Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα”, ενώ ως παραγωγός, κατά πλάσμα δικαίου, θεωρείται και ο εισαγωγέας, σύμφωνα με την § 3 του ίδιου ως άνω άρθρου που ορίζει ότι “Όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός”. Σημειώνεται εδώ ότι, κατά το άρθρο 3 §§ 1 και 2 της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985 “για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων”, η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο αρχικά με την υπ’ αριθμ. ΧΧΧ/31-3-1988 Κοινή Υπουργική Απόφαση, στη συνέχεια με το Ν. 1961/1991 και τέλος με το Ν. 2251/1994 “1. Ως “παραγωγός” θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού καθώς και κάθε πρόσωπο του εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο. 2. Με την επιφύλαξη της ευθύνης του παραγωγού, οποιοσδήποτε εισάγει στην Κοινότητα ένα προϊόν για πώληση, μίσθωση, leasing ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διανομής στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας, θεωρείται ως παραγωγός του κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και υπέχει ευθύνη παραγωγού. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι κατά πλάσμα δικαίου, ως παραγωγός θεωρείται και ο εισαγωγέας, το πρόσωπο δηλαδή το οποίο με σκοπό την πώληση, εκμίσθωση leasing ή άλλης μορφής διάθεση στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, εισάγει ένα προϊόν στην Κοινότητα από τρίτη χώρα και κατά συνέπεια, όποιος διακινεί προϊόντα μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευθύνεται μόνο ως προμηθευτής.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 540 και 543 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης δυνάμει του Ν. 3043/2002, προκύπτει, ότι σε περίπτωση που κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί, σωρευτικά, με τα ανωτέρω δικαιώματα να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία, που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Εξάλλου, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται, όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ575/2013).
– Κατά το άρθρο 559 ΑΚ, “αν ο πωλητής ή τρίτος έχει παράσχει εγγύηση για το πράγμα που πουλήθηκε, ο αγοραστής έχει, έναντι εκείνου που εγγυήθηκε, τα δικαιώματα που απορρέουν από τη δήλωση της εγγύησης σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται σε αυτήν ή τη σχετική διαφήμιση, χωρίς να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του που πηγάζουν από το νόμο”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, αν η εγγύηση έχει παρασχεθεί από τρίτον, δεν είναι νοητή υπαναχώρηση του αγοραστή από τη σύμβαση της πώλησης, αφού ο τρίτος είναι ξένος προς αυτήν, αλλά έχει μόνο δικαίωμα να απαιτήσει από τον τελευταίο τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πωληθέντος πράγματος ή την αποζημίωση του (ΑΚ 543).