ΑΡΙΘΜΟΣ 485/2017
– Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1892/1990, όπως ίσχυε κατά το χρόνο του ένδικου πλειστηριασμού, απαγορεύεται κάθε δικαιοπραξία εν ζωή, με την οποία συνιστάται υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων οποιοδήποτε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα που αφορά ακίνητα κείμενα στις παραμεθόριες περιοχές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κατ’ άρθρ. 24 παρ. 1 του ίδιου νόμου και ο νομός Θεσπρωτίας. Όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού η απαγόρευση αποσκοπεί στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και ειδικότερα στην προστασία παραμεθορίων περιοχών από την εγκατάσταση σ’ αυτές ανεπιθύμητων προσώπων για λόγους εθνικής ασφαλείας. Η απαγόρευση μπορεί να αρθεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ίδιου νόμου, με τη διαγραφομένη σ’ αυτό διαδικασία, εφόσον το ζητήσουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα ελληνικής ιθαγενείας και ομογενείς, με απόφαση της επιτροπής που ορίζεται στο ίδιο άρθρο. Οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού, χωρίς δηλαδή να έχει αρθεί η απαγόρευση, είναι απολύτως άκυρες, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 30 εδ. α’ του ίδιου νόμου. Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιχειρήθηκε η εναρμόνιση της προγενέστερης ελληνικής νομοθεσίας (άρθρο μόνο του ΠΔ της 22/24-6-1927, άρθρα 1-5 ΑΝ 1366/1938) προς το Κοινοτικό Δίκαιο (Ολ. ΔΕΚ της 30-5-1989, υπόθεση 305/1987), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 199, 513-515, 533, 1033, 1192, 1198 Α.Κ., 1021, 1055 παρ. 1 και 1017 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τις οποίες προκύπτει ότι τόσο ο εκούσιος όσο και ο αναγκαστικός πλειστηριασμός αποτελεί ιδιόρρυθμη σύμβαση πωλήσεως, που ενεργείται με το κύρος της αρχής και τελειώνει με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή, ο οποίος αποκτά το δικαίωμα επί του πλειστηριαζομένου πράγματος και μάλιστα την κυριότητα με παράγωγο τρόπο, συνάγεται ότι στις απαγορευμένες δικαιοπραξίες του άρθρου 25 παρ. 1 Ν. 1892/1990 περιλαμβάνεται και η κτήση ακινήτων με αναγκαστικό ή εκούσιο πλειστηριασμό, για την έγκυρη δηλαδή κτήση κυριότητας με τον τρόπο αυτό απαιτείται η ως άνω άδεια, αφού και στην περίπτωση αυτή συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος της προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Όμως ο πλειστηριασμός ακινήτου, ως ιδιόρρυθμη σύμβαση πωλήσεως, διαφέρει από την αντίστοιχη συμβολαιογραφική σύμβαση που συνάπτεται με ελεύθερη βούληση, διότι κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 965 παρ. 3 και 5, 1004 παρ. 1 και 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού πρέπει να επακολουθήσει η εκ μέρους εκείνου που αναδείχθηκε υπερθεματιστής καταβολή του πλειστηριάσματος, γεγονός που αποτελεί αίρεση δικαίου για την ολοκλήρωση και την οριστικοποίηση της κατακυρώσεως, ακολούθως δε η έκδοση της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, η οποία περίληψη, κατά τα άρθρα 1005 ΚΠολΔ και 1033 Α.Κ., είναι ιδιαίτερη πράξη αυτοτελής έναντι της εκθέσεως πλειστηριασμού, την οποία ολοκληρώνει ως προς την ανάπτυξη εμπράγματης ενέργειας και αποτελεί το νόμιμο τίτλο δυνάμει του οποίου, από της μεταγραφής, μετατίθεται η κυριότητα του πλειστηριασθέντος ακινήτου στον υπερθεματιστή. Επέχει δηλαδή η περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως θέση συμβολαιογραφικού εγγράφου μεταβιβαστικού της κυριότητας, αν και συντάσσεται κατά τις διατάξεις περί δικαστικών εκθέσεων (άρθρο 107 ΚΠολΔ – ΟλΑΠ 2/1993). Με τα δεδομένα αυτά, και παρότι με τον ανωτέρω Ν. 1892/1990 δεν επαναλαμβάνεται η ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 1 του καταργηθέντος ΑΝ 1366/1938, κατά την οποία η κατακύρωση επί ακινήτων παραμεθορίων περιοχών τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της εκδόσεως σχετικής εγκριτικής αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής επιτροπής, πρέπει να θεωρηθεί ως ανταποκρινόμενη στην αληθή βούληση του νομοθέτη του Ν. 1892 η ερμηνευτική εκδοχή ότι απώτερο στάδιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, μέχρι το οποίο είναι επιτρεπτή η έκδοση και η προσαγωγή στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο της εγκριτικής αδείας της επιτροπής του άρθρου 26, χωρίς να παραβλάπτεται το κύρος του διενεργηθέντος πλειστηριασμού, είναι η έκδοση της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως με την οποία ολοκληρώνεται η ανάπτυξη των έννομων συνεπειών του. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή, μη αντιτιθεμένη σε ρητή διάταξη του Ν. 1892/1990, εναρμονίζεται πλήρως προς το σκοπό αυτού, δηλαδή την προστασία των παραμεθορίων περιοχών για λόγους εθνικής ασφαλείας, επιπλέον δε επιβάλλεται και τελολογικώς πλην άλλων λόγων και για την αποτροπή όχι μόνο της άσκοπης επιβαρύνσεως της αρμόδιας επιτροπής με πληθώρα αιτήσεων πριν από κάθε πλειστηριασμό, αλλά και του κινδύνου αποθαρρύνσεως μερίδας των υποψηφίων πλειοδοτών διά της παρεμβολής πρόσθετων προσκομμάτων (ΑΠ 1471/2004, ΑΠ 467/2004).