ΑΡΙΘΜΟΣ 614/2017
– Εργατικό ατύχημα. Χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Συντρέχον πταίσμα.
– Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 1 και 16 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 (και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθ. 38 εδ.β’ ΕισΝΑΚ), 34 παρ. 2, 60 παρ. 3 ΑΝ 1846/1951, 299, 330, 914, 922, 926 και 932 ΑΚ συνάγεται, ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται σε κάθε περίπτωση και επί εργατικού ατυχήματος (εφόσον συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων του με την έννοια του άρθ.914 ΑΚ, αρκεί δηλ. να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών κατά τις γενικές διατάξεις και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθ.16 παρ. 1 Ν. 551/1915 (ΑΠ 906/2012, ΑΠ 261/2011). Τέτοιο πταίσμα του εργοδότη και των προστηθέντων του μπορεί να θεμελιωθεί και στην μη τήρηση απ’ αυτούς διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για την διαφύλαξη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας των εργαζομένων σύμφωνα με την γενική διάταξη του άρθ. 662 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ757/2015,906/2012). Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΠΔ 395/1994 “Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την Οδηγία 89/655/ΕΟΚ”, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται επιπλέον των γενικών διατάξεων για την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας που ισχύουν κάθε φορά, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας, στον οποίο κατατάσσονται (άρθ. 1 παρ. 1 εδ. εδ. β’ και 2), ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ώστε ο εξοπλισμός εργασίας (δηλ. κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία, άρθ. 2 αριθ. 1) που τίθεται στην διάθεση του εργαζομένου μέσα στην επιχείρηση ή/και εγκατάσταση (α) να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτόν για να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά την χρησιμοποίηση του, και συγκεκριμένα ο εξοπλισμός εργασίας που δημιουργεί κινδύνους από πτώση ή εκτόξευση αντικειμένων, πρέπει να είναι εφοδιασμένος με κατάλληλες διατάξεις ασφάλειας που αντιστοιχούν στους κινδύνους αυτούς, εάν δε υπάρχουν κίνδυνοι λόγω επαφής με κινούμενα μηχανικά στοιχεία του εξοπλισμού εργασίας που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα, πρέπει αυτά να είναι εφοδιασμένα με προφυλακτήρες (ή με συστήματα) που να εμποδίζουν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες ή να σταματούν την κίνηση των επικίνδυνων στοιχείων πριν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες και που δεν πρέπει να μπορούν να παρακαμφθούν ή να αχρηστευθούν εύκολα (άρθ.4 παρ.1, άρθ. 9 Παράρτημα I παρ.2.13, 2.14, 2.14.3) (β) με την κατάλληλη συντήρηση να διατηρείται σε επίπεδο τέτοιο που να ανταποκρίνεται στις ελάχιστες καθοριζόμενες από το ως άνω ΠΔ προδιαγραφές (άρθ. 3 παρ.1, 4 παρ.1). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθ. 7 παρ.6 εδ. γ’ ΠΔ 17/1996 “Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 68/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ” ο εργοδότης υποχρεούται να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας.
Κατά τα ανωτέρω, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης, και της αντίστοιχης αξίωσης, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, από τραυματισμό προσώπου σε εργατικό ατύχημα, η οποία, μη υφισταμένης πρόβλεψης στον ως άνω ΚΝ 551/1915, κρίνεται πάντοτε κατά τις γενικές διατάξεις των άρθ. 914, 922, 932 ΑΚ, είναι (α) η ύπαρξη εργασιακής σχέσης μεταξύ του παθόντος και του υποχρέου εργοδότη (β) ο τραυματισμός του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής (γ) παράνομη και ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του εργοδότη ή των προστηθέντων του (δ) υπαιτιότητα (πταίσμα) που περιλαμβάνει τον δόλο και την (οποιασδήποτε μορφής) αμέλεια, αμέλεια δε ειδικότερα υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλ. που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική καλή πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του (ε) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 757/2015,145/2014).
– Επί αγωγής για την καταβολή (αποζημίωσης ή) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ερειδομένης σε αδικοπραξία (όπως επί εργατικού ατυχήματος, με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις), η εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 300 εδ. α’ ΑΚ περί συνδρομής οικείου πταίσματος του παθόντος προϋποθέτει την υποβολή σχετικής καταλυτικής ένστασης, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στον αποτελούντα άρνηση της βάσης της αγωγής ισχυρισμό του εναγομένου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του παθόντος (ΟλΑΠ 1115/1986, 423/1985, ΑΠ 1052/2012), και επομένως, εάν ο εναγόμενος για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα εργοδότης προβάλλει μόνο την παραπάνω άρνηση, το δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη και να προβεί σε καταμερισμό της μεταξύ των διαδίκων συνυπαιτιότητας, αλλά θα χωρήσει στον καθορισμό της κατά την κρίση του “εύλογης” χρηματικής ικανοποίησης, για την οποία απαιτείται, αλλά και αρκεί, η διαπίστωση συνδρομής οποιασδήποτε μορφής και οποιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητας του εργοδότη ή/και των προστηθέντων του.