Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκή Ένωσης έκρινε σήμερα ότι η αποζημίωση η οποία οφείλεται στους επιβάτες σε περίπτωση ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης μιας πτήσης με ανταπόκριση, πρέπει να υπολογίζεται με βάση την απόσταση σε ευθεία γραμμή μεταξύ των αεροδρομίων αναχωρήσεως και αφίξεως.
Το Δικαστήριο εξέδωσε σχετική απόφαση, απαντώντας σε ερώτημα γερμανικού Δικαστηρίου, στο οποίο είχαν προσφύγει επιβάτες για επανακαθορισμό της αποζημίωσής τους από αεροπορική εταιρεία.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο της ΕΕ, ερμηνεύοντας τον σχετικό κανονισμό της ΕΕ, έκρινε ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις απευθείας πτήσεις και τις πτήσεις με ανταπόκριση και συνάγει ότι και στις δύο περιπτώσεις, οι επιβάτες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο κατά τον υπολογισμό του ύψους της αποζημιώσεως.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα διάφορα κλιμάκια αποζημιώσεως τα οποία προβλέπει ο κανονισμός, αντανακλούν τις διαφορές στον βαθμό της ταλαιπωρίας την οποία υφίστανται οι επιβάτες εξαιτίας του ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να αναδιοργανώσουν ελεύθερα τη μετακίνησή τους και να αποφύγουν έτσι την απώλεια χρόνου την οποία συνεπάγεται η ματαίωση ή η μεγάλη καθυστέρηση της πτήσεώς τους.
Συναφώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το είδος της πτήσεως (απευθείας πτήση ή πτήση με ανταπόκριση) δεν έχει αντίκτυπο στο βαθμό της ταλαιπωρίας την οποία υφίστανται οι επιβάτες. Επομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως στην περίπτωση πτήσεως με ανταπόκριση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η απόσταση σε ευθεία γραμμή (ορθοδρομική απόσταση) την οποία θα διέγραφε μια απευθείας πτήση μεταξύ του αεροδρομίου αναχωρήσεως και του αεροδρομίου αφίξεως.
Το γεγονός ότι, λόγω της ανταποκρίσεως, η πράγματι διανυθείσα απόσταση υπερβαίνει την απόσταση μεταξύ των αεροδρομίων αναχωρήσεως και αφίξεως, δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό της αποζημιώσεως.