Με την υπ’ αρίθμ. 196/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου έγινε δεκτή η αγωγή που άσκησε γνωστή Α.Ε.Β.Ε. πώλησης κατά πρώην υπαλλήλου της κι ακόμη ενός κατοίκου της Ιαλυσού, ζητώντας την διάρρηξη συμβολαίων αγοραπωλησίας ακινήτων προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από υπεξαιρέσεις.
Η εταιρεία δραστηριοποιείται από το έτος 1980 στην πώληση αυτοκινήτων και έως το έτος 2008 είχε την αποκλειστική αντιπροσώπευση της FIAT.
Ο πρώτος εναγόμενος προσελήφθη από την εταιρεία την 1η Αυγούστου 1990 προκειμένου να εργαστεί ως βοηθός λογιστή. Δεδομένου ότι η εταιρεία από το έτος 1993 ξεκίνησε να χρησιμοποιεί προγράμματα μηχανογράφησης στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της λειτουργίας της, με αποκλειστικά δικά της έξοδα εκπαιδεύτηκε στην Αθήνα στα προγράμματα αυτά (μηχανογράφησης).
Η επιχείρηση περιέβαλε τον αντίδικο με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και ανέθεσε σε αυτόν τον απόλυτο έλεγχο του λογιστηρίου, το οποίο πλέον, λειτουργούσε βάσει ηλεκτρονικών υπολογιστών, δοθέντος ότι ήταν ο μόνος ο οποίος είχε τις απαιτούμενες εξειδικευμένες γνώσεις για το χειρισμό τους.
Πέραν αυτού, ο αντίδικος είχε τη δυνατότητα να εκδίδει αποδείξεις εισπράξεων και παραλαβής αξιογράφων από τους πελάτες της επιχείρησης, καθώς και να εισπράττει μετρητά και επιταγές για λογαριασμό της.
Κατά την ολοκλήρωση των εργασιών μεταφοράς της επιχείρησης στην νέα της έδρα και με δεδομένο ότι παρόλο που η εταιρεία είχε κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και είχε προβεί σε δανεισμό από τις συνεργαζόμενες με αυτήν τράπεζες, παρουσίαζε έλλειψη ταμειακής ρευστότητας, ζητήθηκε από οικονομικό συνεργάτη της να διενεργήσει έλεγχο στο λογιστήριο (χρήση 1994), κατά τη διενέργεια του οποίου διαπιστώθηκε μεγάλη απόκλιση των συντελεστών των κερδών της εταιρείας σε σχέση με τους συνήθεις, ιδιαίτερα στον κλάδο εμπορίας αυτοκινήτων, ο οποίος το συγκεκριμένο διάστημα τελούσε υπό τον πλήρη έλεγχο του αντιδίκου.
Ο αντίδικος φέρεται να ομολόγησε αρχικώς ότι υπεξαίρεσε από την επιχείρηση το ποσό των 25.000.000 δραχμών, καλύπτοντας την υπεξαίρεση με παρέμβαση στον υπολογιστή του λογιστηρίου της επιχείρησης και αλλοιώνοντας τις εκεί υφιστάμενες εγγραφές.
Η εταιρεία ανέθεσε στη συνέχεια τη διενέργεια καθολικού ελέγχου σε ορκωτό λογιστή από τον οποίο προέκυψε έλλειμμα 97.640.543 δραχμών (286.546 ευρώ), καθώς και η μέθοδος συγκάλυψης της ιδιοποίησης, με τις αλλοιώσεις των στοιχείων των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Αμέσως μετά την αποκάλυψη των υπεξαιρέσεων, όπως υποστηρίζει η εταιρεία, δρώντας καταδολιευτικώς για τα συμφέροντά της, έσπευσε να μεταβιβάσει στις 22.2.1995 ακίνητα στο δεύτερο εναγόμενο, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή.
Η εταιρεία ζήτησε με την αγωγή της να διαρρηχθεί συμβόλαιο δυνάμει του οποίου ο πρώην υπάλληλός της μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον δεύτερο των εναγομένων γραφεία ιδιοκτησίας του αξίας κατά τα αναφερόμενα στον τίτλο 11.500.000 δραχμών, στη συνοικία Νεοχωρίου και επί της οδού Εθνάρχου Μακαρίου.
Το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Γιάννης Χαρίτος.