Επί εκπρόθεσμης προσφυγής λόγω ανωτέρας βίας
Σε ατομική επιχείρηση επιβλήθηκε πρόστιμο 40.000 ευρώ περίπου για 4 υπαλλήλους οι οποίοι δεν ήταν δηλωμένοι στον πίνακα προσωπικού κατά την ημέρα του ελέγχου.
Ο εργοδότης δεν προσέφυγε ως όφειλε, εμπρόθεσμα ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου με προσφυγή λόγω σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο.
Ο εργοδότης απασχολούσε στην επιχείρησή του μόνιμα από 2-4 άτομα προσωπικό.
Η επιχείρηση παρουσίαζε ζημία τα τελευταία έτη, αλλά ο ίδιος διέθετε σημαντική ακίνητη περιουσία και εισόδημα εξ αυτής ύψους 2.100 ευρώ.
Το ΚΕΑΟ είχε προχωρήσει σε εντολή κατάσχεσης της περιουσίας του εργοδότη για την είσπραξη του προστίμου που με τις προσαυξήσεις άγγιζε τις 40.000 ευρώ και ο εργοδότης κατέβαλε τμηματικά πριν την άσκηση της εκπρόθεσμης προσφυγής το ποσό των 14.000 ευρώ.
Η προσφυγή κατά του προστίμου της αδήλωτης εργασίας κατατέθηκε τελικά 1 ½ χρόνο μετά την επιβολή του, γεγονός που έκανε εξαιρετικά δύσκολη την πιθανότητα να γίνει δεκτή τόσο η προσφυγή όσο και η αναστολή που ήταν το επείγον της υπόθεσης.
Βασικό επιχείρημα για την αποδοχή της αίτησης αναστολής ήταν ότι έχει ήδη πληρωθεί ένα μεγάλο μέρος του προστίμου ήτοι ποσό 14.000 ευρώ.
Το δικάσαν την αναστολή δικαστήριο έλαβε υπ’όψιν του και έκανε δεκτούς τους προβαλλόμενους λόγους ανωτέρας βίας που επικαλέστηκε ο εργοδότης και εν συνεχεία εξέτασε το αίτημα της αναστολής.
Δέχτηκε η δικαστική απόφαση ότι όλο το εισόδημα του εργοδότη προέρχεται από την ακίνητη περιουσία του και διατίθεται για την κάλυψη τόσο των προσωπικών του αναγκών όσο και για την λειτουργία της επιχείρησης και την πληρωμή των υπαλλήλων που απασχολούνται σε αυτό.
Το γεγονός ότι η προσφυγή και η αίτηση αναστολής ασκήθηκαν ενάμιση χρόνο μετά τον έλεγχο και ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα, καταβλήθηκε ποσό 14.000 ευρώ, δεν επηρέασε αρνητικά την έκβαση της υπόθεσης.
Ούτε το γεγονός ότι υπήρχε μεγάλη ακίνητη περιουσία. Αντιθέτως το δικάσαν διοικητικό δικαστήριο θεώρησε ότι ικανοποιήθηκε εν μέρει το δημόσιο με την είσπραξη των 14.000 ευρώ.
Από την άλλη έκρινε ότι η καταβολή και του υπόλοιπου ποσού του προστίμου δεν ήταν δυνατή για τον εργοδότη χωρίς να στερηθεί ο ίδιος τα μέσα βιοπορισμού του και συνεπώς χωρίς να υποστεί ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη.
Με το σκεπτικό αυτό δέχθηκε να ανασταλεί κάθε εκτελεστική διαδικασία όσον αφορά το υπόλοιπο ποσό του προστίμου 24.000 ευρώ περίπου μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της προσφυγής.