Σημαντική απόφαση εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικά με το ζήτημα της διαδοχικής ασφάλισης! Λόγω σπουδαιότητας, ωστόσο, το ζήτημα παραπέμφθηκε στην αυξημένη επταμελή σύνθεση του A΄ Tμήματος.
Της Πωλίνας Βασιλοπούλου
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αναλύει στο σκεπτικό της απόφασής του την νομοθεσία σχετικά με το καθεστώς που αφορά την διαδοχική ασφάλιση μετά την συνταξιοδότηση.
Συγκεκριμένα, στο σκεπτικό του επισημαίνει ότι με την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1405/1983, ρυθμίσθηκε ειδική περίπτωση εφαρμογής των αρχών της διαδοχικής ασφαλίσεως με σκοπό την προσαύξηση συντάξεως, η οποία απονεμήθηκε από ασφαλιστικό οργανισμό είτε κατά τις οικείες καταστατικές του διατάξεις είτε κατά τις διατάξεις της διαδοχικής ασφαλίσεως.
Κατά την διάταξη αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία συνταξιούχος γήρατος ασφαλιστικού οργανισμού ανέλαβε, μετά την συνταξιοδότησή του, εργασία ή απασχόληση για την οποία ασφαλίσθηκε σε άλλον ομοειδή ασφαλιστικό φορέα επιτρέπεται, κατ’ αίτησή του, η προσμέτρηση του χρόνου που διήνυσε στον άλλον ασφαλιστικό φορέα μέχρι την διακοπή της ασφαλίσεώς του σ’ αυτόν στον χρόνο που χρησιμοποιήθηκε για την θεμελίωση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος και η ανάλογη προσαύξηση του ποσού της συντάξεως την οποία λαμβάνει από τον απονέμοντα την σύνταξη ασφαλιστικό οργανισμό με συμμετοχή στην σχετική δαπάνη του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο πραγματοποιήθηκε ο προσμετρούμενος χρόνος (βλ. σχετικώς Σ.τ.Ε. 601/2016 επτ.).
Ούτε μία ημέρα εργασίας χαμένη
Σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει η ρύθμιση συνίσταται στην διασφάλιση ασφαλιστικών δικαιωμάτων εργαζομένων μετά την συνταξιοδότησή τους και στην αποτροπή της «απώλειας» έστω και μίας ημέρας εργασίας από αυτούς υπό την ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού οργανισμού, προδήλως δε η ρύθμιση αυτή συνιστά –παραλλήλως– και κίνητρο για την εκ μέρους του συνταξιούχου γήρατος γνωστοποίηση στον οικείο ασφαλιστικό φορέα ασφαλιστέας εργασίας ή απασχολήσεώς του και την αποτροπή της εισφοροδιαφυγής.
Εν όψει του σκοπού αυτού, για την ταυτότητα του λόγου και παρά την γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης «οφειλόμενης προδήλως στην ένταξη αυτής σε νομοθέτημα περί διαδοχικής ασφαλίσεως, κατά την εν λόγω διάταξη, η προσμέτρηση τέτοιου χρόνου ασφαλίσεως (δηλαδή πραγματοποιηθέντος από συνταξιούχο γήρατος σε άλλον ομοειδή ασφαλιστικό φορέα μετά την συνταξιοδότησή του) και η κατά τα ανωτέρω προσαύξηση της ήδη απονεμηθείσας συντάξεως κατά την διάταξη αυτή, επιτρέπεται και στην περίπτωση κατά την οποία η υπαγωγή στην ασφάλιση, την οποία αφορά ο ως άνω προσμετρούμενος χρόνος, είχε ήδη χωρήσει πριν από την συνταξιοδότηση, αποκλειομένης, πάντως, της χρησιμοποιήσεως του παράλληλου, μέχρι την συνταξιοδότηση, χρόνου ασφαλίσεως στον άλλο ομοειδή ασφαλιστικό φορέα για οποιονδήποτε ασφαλιστικό σκοπό, καθώς και του επιτρεπτώς, κατά τα ανωτέρω, προσμετρηθέντος χρόνου για άλλο ασφαλιστικό σκοπό».
Το σκεπτικό της μειοψηφίας
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, το διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι «η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1405/1983, δεν έχει την έννοια ότι ο συνταξιούχος λόγω γήρατος ενός ασφαλιστικού φορέα δικαιούται να ζητήσει την εφαρμογή της μόνο στην περίπτωση που, ύστερα από τη συνταξιοδότησή του, άρχισε να ασφαλίζεται σε άλλον ομοειδή φορέα, αλλά απαγορεύει μόνο την προσμέτρηση στην σύνταξη του χρόνου της ταυτόχρονης και παράλληλης ασφαλίσεως σε ομοειδείς ασφαλιστικούς φορείς, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, απαγορεύεται ο συνυπολογισμός μόνο του χρονικού διαστήματος από 1.3.1996 μέχρι 31.5.1996, κατά το οποίο ο αναιρεσίβλητος υπήρξε ενεργά και παράλληλα ασφαλισμένος και στο Τ.Σ.Α. (μέχρι την συνταξιοδότησή του από 1.6.1996) και στο Τ.Ε.Β.Ε., άλλωστε δε το εν λόγω χρονικό διάστημα είχε ζητήσει ο ίδιος ο αναιρεσίβλητος από τον συνταξιοδοτικό του φορέα να «αφαιρεθεί» και να προσμετρηθεί για την προσαύξηση του ποσού της συντάξεώς του μόνο το, μετά την συνταξιοδότησή του, διάστημα από 1.6.1996 μέχρι 1.3.2004, κατά το οποίο ασφαλιζόταν πλέον μόνο στο Τ.Ε.Β.Ε».
Σημειώνεται ότι η μειοψηφία αντίθετα επισημαίνει στο σκεπτικό της ότι «δεν είναι δυνατόν, μετά την οριστική διακοπή του ασφαλιστικού του δεσμού με τον δεύτερο οργανισμό, να ζητηθεί η εφαρμογή των διατάξεων της διαδοχικής ασφαλίσεως μέσω του τεμαχισμού του συνολικώς διανυθέντος στον ομοειδή οργανισμό χρόνου ασφαλίσεως, του αποχωρισμού του τμήματος που διανύθηκε μετά από τη συνταξιοδότησή του και της προσθήκης αυτού στον χρόνο ασφαλίσεως βάσει του οποίου συνταξιοδοτήθηκε από τον απονέμοντα φορέα, προκειμένου να προσαυξηθεί το ποσό της ήδη καταβαλλόμενης συντάξεώς του. Ωστόσο, διατηρείται η ευχέρεια να υπολογισθεί όλος ο διανυθείς χρόνος ασφαλίσεως προς τον σκοπό της απονομής αυτοτελώς και δεύτερης συντάξεως από τον άλλον φορέα».