Άρειος Πάγος αρ. απόφασης 75/2017 (ποιν.): Διορισμός διερμηνέα σε κατηγορούμενο που δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στον σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτόν. Εν προκειμένω, η διάταξη της Προέδρου για το διορισμό διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα, εκδόθηκε, χωρίς να προτείνει σχετικώς ο εισαγγελέας της έδρας και δίχως να πάρει το λόγο, εκθέτοντας τις απόψεις του ο κατηγορούμενος, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης.
«Κατά το άρθρο 233 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ, όπως η δεύτερη παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 10 ν. 2408/1996, όταν πρόκειται να εξεταστεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κάθε χρόνο, όπως αναλυτικά προβλέπει η προαναφερόμενη διάταξη. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατό να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στον σχετικό πίνακα, μπορεί να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτόν. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠΔ, που προστέθηκε επίσης με τον ανωτέρω νόμο και ορίζει ότι “αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο, ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε”, προκύπτει ότι και η διάταξη του διευθύνοντος, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο μη περιλαμβανόμενο στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν περιέχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το ανωτέρω άρθρο 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ.2, 3 και αυτές του άρθρου 171 παρ.1 εδ. β’ και δ’ του ΚΠΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αν προηγουμένως δεν προτείνει ο Εισαγγελέας, ακουσθούν δε και οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως είτε του Εισαγγελέα, είτε ειδικά του κατηγορουμένου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το ανωτέρω άρθρο 171 παρ.1 β’, δ’ ΚΠΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Η διάταξη του διευθύνοντος τη συζήτηση, με την οποία ορίζεται απλώς διερμηνέας από τον οικείο πίνακα διερμηνέων, δεν συνιστά διάταξη κατά την έννοια του άρθρου 138 ΚΠΔ και επομένως δεν χρειάζεται να δοθεί προηγουμένως ο λόγος στον Εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο, ούτε απαιτείται κάποια αιτιολογία αυτής, πράγμα που συμβαίνει, αντίθετα, όταν διορίζεται διερμηνέας πρόσωπο εκτός του οικείου πίνακα διερμηνέων, που τηρείται και καταρτίζεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, κατά το άρθρο 232 παρ. 2 του ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο κατηγορούμενος, ήδη αναιρεσείων, καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή και ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, προκύπτει ότι, κατά την έναρξη της συζητήσεως και μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων η Πρόεδρος, επειδή αντιλήφθηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, αλλά την αγγλική διόρισε ως διερμηνέα τον ευρισκόμενο στο ακροατήριο A. Ο., ο οποίος, όπως προκύπτει από τον ισχύοντα κατά το χρόνο εκείνο (12-9-2016) οικείο πίνακα διερμηνέων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών (αριθμ. βουλεύματος 3998/15) δεν ήταν εγγεγραμμένος σ’αυτόν. Η διάταξη όμως αυτή της Προέδρου για το διορισμό διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα, εκδόθηκε, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, χωρίς να προτείνει σχετικώς ο εισαγγελέας της έδρας και δίχως να πάρει το λόγο, εκθέτοντας τις απόψεις του ο ανωτέρω κατηγορούμενος, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Εξάλλου, και η αιτιολογία που περιέχεται στην προαναφερόμενη διάταξη της Προέδρου, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν διαλαμβάνεται σ’ αυτήν ο λόγος που δικαιολογούσε το ανέφικτο του διορισμού διερμηνέα από τον οικείο πίνακα, ήτοι δεν προσδιορίζεται για ποιά αιτία υπήρξε αδυναμία να διοριστεί άλλος διερμηνέας από τους περιλαμβανόμενους στον οικείο πίνακα, ούτε επιπλέον αναφέρεται κάποια επείγουσα περίπτωση, που επέβαλε την πρόοδο της διαδικασίας με διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα (ΑΠ 448/09, ΑΠ 725/09, ΑΠ 1635/08).
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ αλλά και Δ’ του ΚΠΔ προβαλλόμενοι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αντιστοίχως, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί. Στη συνέχεια, παρελκούσης της έρευνας του τρίτου και τελευταίου λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες ο αναιρεσείων N. E.-L. κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση καθώς και ως προς τις αντίστοιχες διατάξεις της περί επιβολής για τις πράξεις αυτές ποινής και κατά τη διάταξή της περί επιβολής συνολικής ποινής και να παραπεμφθεί, κατά το μέρος της τούτο, η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ)». (areiospagos.gr)