Δείτε τις 2 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, ΑΠ 64/2017 ΑΠ 153/2017, που αναλύουν τον δόλο στα Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά – Νόμος 3869/2010- Κατσέλη
Απόσπασμα και ανάλυση από την Απόφαση 153 / 2017
“Ο Ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος προβλέπεται στη διάταξη 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 § 1 Π.Κ. που ορίζει ότι “με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το “αποδέχεται”. Κατά τον προσδιορισμό της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου ο ποινικός κώδικας ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μορφής υπαιτιότητας πρέπει να διακριβωθεί πρώτον μεν ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και δεύτερον ότι το αποδέχτηκε (Ολ.ΑΠ 8 και 11/2005, ΑΠ 69/2013, προβλ. επίσης ΑΠ 2149/2014). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου κι έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά τα πλαίσια της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή (ΑΠ 677/2010). Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδ. α’ του άρθρ. 1 του Ν. 3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο αναλήψεως της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση, τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεση του οφειλέτη και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη από την πλευρά των τελευταίων να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα το νόμου. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρ. 1 του Ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου επικαλείται και αποδεικνύει ο πιστωτής, η νομοθετική αυτή ρύθμιση τάσσεται προς το συμφέρον των πιστωτών. Επομένως, την ύπαρξη του δόλου ερευνά το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον σχετικό ισχυρισμό κατ’ ένσταση και βαρύνεται με την απόδειξη αυτού. Εξάλλου, από το προαναφερθέν άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αντίστοιχο του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, και επί πλέον των όσων έχουν προεκτεθεί, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται σε περίπτωση παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η δε παραβίαση του κανόνα αυτού συνίσταται στην εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του, η οποία υπάρχει όταν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν και δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις του, ή στην αντίθετη περίπτωση, όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ενώ υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις του, σύμφωνα με όσα ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1/2013, 24/1992, ΑΠ 104/2014).”
Απόσπασμα και ανάλυση από την Απόφαση 65 / 2017
“Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/ 2010 ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το “αποδέχεται”. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α’ του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου 1 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (πρβλ. άρθρ. 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), και να τον αποδείξει (ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Ειρηνοδικείο Δράμας με το να απορρίψει τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας για δόλια περιέλευση του αιτούντος οφειλέτη-πρώτου των αναιρεσιβλήτων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών του, οφειλόμενη, ειδικότερα, σε ενδεχόμενο δόλο του, τον οποίο (ισχυρισμό) είχε παραδεκτά προτείνει, παραβίασε, ευθέως, την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδάφ. τελευταίο του ν. 3869/2010, αξιώνοντας περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για να του αποδοθεί ενδεχόμενος δόλος, κατά παράβαση και των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των προτάσεών της, ενώπιον του πιο πάνω δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε, για τη θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού, κατά λέξη, τα εξής: “…κατά τη λήψη των δανείων ο αιτών (ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος) τελούσε σε πλήρη γνώση των εισοδηματικών και περιουσιακών του δυνατοτήτων, και τις πιθανότητες που είχε ώστε να ανταποκριθεί σε αυτές. Ο αιτών είχε πλήρη γνώση των οικονομικών του δυνατοτήτων, παρά δε ταύτα συνέχιζε να αιτείται και να λαμβάνει καταναλωτικά προϊόντα, ο οποίος σημειώνουμε ότι δήλωνε ένα ικανοποιητικό εισόδημα… από το έτος 2008 και έπειτα η πληθώρα ακινήτων που είχε στην κατοχή του ο αιτών μεταβιβάστηκε στα τέκνα του και σε τρίτους, με τελευταία πράξη την πώληση ποσοστού διαμερίσματος… αντικειμενικής αξίας 81.887,00 ευρώ από τον ίδιο και τον γιο του που είναι συνιδιοκτήτης… Το έπραξαν για να αποφύγουν περαιτέρω πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης από τις πιστώτριες τράπεζες…”. Το Ειρηνοδικείο Δράμας απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τον ισχυρισμό αυτόν, ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την ακόλουθη αιτιολογία: “…δεν αποδείχθηκε δόλος εκ μέρους του οφειλέτη ως προς την ανάληψη των χρεών, καθόσον μόνη η ανάληψη δανειακών υποχρεώσεων, η εξυπηρέτηση των οποίων είναι επισφαλής, δεν αποτελεί στοιχείο δόλου. Ο υπερβολικός δανεισμός, ο οφειλόμενος σε κακό υπολογισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του πιστούχου, είναι από τις κυριότερες αιτίες της θεσμοθέτησης του Ν. 3869/2010. Εξάλλου σε κάθε δε περίπτωση οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να πληροφορούνται προηγουμένως μέσω των διατραπεζικών συστημάτων και της μηχανογραφικής μεταξύ τους επικοινωνίας που έχουν καθιερώσει, αλλά και από τα στοιχεία που ζητούν από τον επίδοξο πιστούχο, τις δυνατότητες των δανειστών προς αποπληρωμή των δανείων…”. Επομένως, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, δεν αποδείχθηκε δόλος του οφειλέτη-πρώτου αναιρεσιβλήτου, το δικαστήριο της ουσίας, απορρίπτοντας, ανεξάρτητα από την αοριστία του, τον επίμαχο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν παραβίασε, ευθέως, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, με εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν. Η παρεμβολή της πλεοναστικής αιτιολογίας, για τη δυνατότητα των τραπεζών να πληροφορούνται προηγουμένως, πριν χορηγήσουν τις πιστώσεις, τις δυνατότητες των δανειστών για την αποπληρωμή των δανείων, που διατυπώθηκε κατά την πορεία του δικανικού συλλογισμού του Ειρηνοδικείου προς άντληση επιχειρήματος υπέρ της κύριας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1008/2007).”