Το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια ακόμη απόφασή του (σε δίκη σχετική με το ΦΠΑ) επισημαίνει ότι η διαδικασία επιστροφής ΦΠΑ πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στον υποκείμενο στον φόρο να εισπράξει, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ολόκληρη την απαίτηση που προκύπτει από το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι η επιστροφή πρέπει να γίνεται εντός εύλογης προθεσμίας.
Η συγκεκριμένη δίκη αφορούσε την καθυστέρηση επιστροφής ΦΠΑ σε επιχείρηση, η οποία ζήτησε στην συνέχεια και τόκους υπερημερίας μη αποδεχόμενη την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του ελέγχου η οποία ωστόσο έγινε και με δική της υπαιτιότητα, αφού αρνήθηκε να συνεργαστεί κατά την διάρκεια αυτής, με συνέπεια να της επιβληθεί και πρόστιμο.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ακόμα και στη περίπτωση που η φορολογική αρχή κινεί διαδικασία φορολογικού ελέγχου και επιβάλλει πρόστιμο σε υποκείμενο στον φόρο για άρνηση συνεργασίας, η ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι αντίθετη με διάταξη η οποία μεταθέτει την ημερομηνία επιστροφής ΦΠΑ στο τέλος του ελέγχου και συγκεκριμένα στην ημερομηνία παράδοσης της εκθέσεως του ελέγχου, (έτσι ώστε από τότε να υπολογίζονται τυχόν τόκοι υπερημερίας) όταν η διάρκεια της διαδικασίας του φορολογικού ελέγχου είναι υπερβολική και δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά του υποκειμένου στον φόρο.
Η απόφαση του δικαστηρίου βασίστηκε σε ορισμένα σκεπτικά που έχουν αρκετό ενδιαφέρον και θα πρέπει να προβληματίσουν και την Ελληνική φορολογική Διοίκηση:
-«Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διαδικασία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ την οποία προβλέπουν τα κράτη μέλη δεν πρέπει να θίγει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, υποχρεώνοντας τον υποκείμενο στον φόρο να επωμισθεί, εν όλω ή εν μέρει, τον φόρο αυτόν. Ειδικότερα, η διαδικασία επιστροφής πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στον υποκείμενο στον φόρο να εισπράξει, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ολόκληρη την απαίτηση που προκύπτει από το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ, πράγμα που σημαίνει ότι η επιστροφή πρέπει να γίνεται εντός εύλογης προθεσμίας και ότι, εν πάση περιπτώσει, η θεσπιζόμενη διαδικασία επιστροφής δεν πρέπει να συνεπάγεται κανένα χρηματοοικονομικό κίνδυνο για τον υποκείμενο στον φόρο.»
-«Η προθεσμία αυτή μπορεί καταρχήν να παρατείνεται, προκειμένου να πραγματοποιηθεί φορολογικός έλεγχος, η δε παραταθείσα αυτή προθεσμία πρέπει να θεωρείται εύλογη, εφόσον η παράταση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας ελέγχου.»
-« Όταν το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ δεν επιστρέφεται στον υποκείμενο στον φόρο εντός εύλογης προθεσμίας, η αρχή της ουδετερότητας του φορολογικού συστήματος ΦΠΑ επιτάσσει την αντιστάθμιση της χρηματικής ζημίας που υπέστη ο υποκείμενος στον φόρο λόγω του γεγονότος ότι δεν είχε στη διάθεσή του το επίμαχο χρηματικό ποσό μέσω της καταβολής τόκων υπερημερίας.» ( C‑431/12, σκέψη 23).
-«Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι ο υπολογισμός των οφειλόμενων από το Δημόσιο τόκων ο οποίος δεν λαμβάνει ως αφετηρία την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε κανονικά να είχε επιστραφεί το πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ, σύμφωνα με την οδηγία ΦΠΑ, είναι καταρχήν αντίθετος προς τις επιταγές του άρθρου 183 της οδηγίας αυτής.»( C‑431/12, σκέψη 24).
-«Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι ρύθμιση η οποία παρέχει την ευχέρεια στις φορολογικές αρχές να διεξάγουν φορολογικό έλεγχο οποτεδήποτε, ακόμη και σε ημερομηνία που δεν απέχει πολύ από τη λήξη της προθεσμίας επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, με συνέπεια τη σημαντική παράταση της προθεσμίας αυτής προκειμένου να διεξαχθεί ο έλεγχος, έχει ως αποτέλεσμα ότι ο υποκείμενος στον φόρο όχι μόνο υφίσταται αρνητικές οικονομικές συνέπειες, αλλά επίσης περιέρχεται σε αδυναμία προβλέψεως της ημερομηνίας κατά την οποία θα έχει στη διάθεσή του τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στο πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ, πράγμα που αποτελεί επιπλέον επιβάρυνση για τον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο»
-«Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, μολονότι η προθεσμία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ μπορεί να παραταθεί μέχρι την ημερομηνία παραδόσεως της εκθέσεως η οποία περατώνει τη διαδικασία φορολογικού ελέγχου που διεξήχθη κατ’ αυτής, τούτο τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία αυτή δεν έχει ως συνέπεια την παράταση της προθεσμίας πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας. Στην περίπτωση που η διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας είναι υπερβολική, ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπορεί να απολέσει τους τόκους υπερημερίας.»
Η τελική κρίση του δικαστηρίου:
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:
Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία, στην περίπτωση που η φορολογική αρχή κινεί διαδικασία φορολογικού ελέγχου και επιβάλλει πρόστιμο σε υποκείμενο στον φόρο για άρνηση συνεργασίας, η ημερομηνία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου του φόρου προστιθέμενης αξίας μπορεί να μετατεθεί μέχρι την παράδοση στον εν λόγω υποκείμενο στον φόρο της εκθέσεως του ελέγχου αυτού και είναι δυνατόν να μην καταβληθούν τόκοι υπερημερίας, ακόμα και όταν η διάρκεια της διαδικασίας του φορολογικού ελέγχου είναι υπερβολική και δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στη συμπεριφορά του υποκειμένου στον φόρο.