Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση που άσκησε εργολάβος καταδικασθείς σε ποινή φυλάκισης 2 ετών και 10 μηνών, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με την κατηγορία ότι πώλησε ένα διαμέρισμα στον αντιπαροχέα, σε οικοδομή που ο ίδιος είχε ανεγείρει ως εργολάβος, στη συνέχεια και γνωρίζοντας τούτο, προχώρησε σκόπιμα, και σε δεύτερη πώληση του ίδιου διαμερίσματος, σε τρίτο πρόσωπο, εισπράττοντας προς τούτο χρήματα, κατά παράβαση του άρθρου 303Α (1), (2) (α) και (γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση (της 19ης Ιουλίου-Ποινική Έφεση 50/2016), «από τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο ως βάση της απόφασης του, δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι όντως υπήρξε «διπλή πώληση» και μάλιστα τούτο χαρακτηρίστηκε ως αναντίλεκτο γεγονός».
Ένας από τους λόγους έφεσης που προβλήθηκε ήταν ότι υπήρξε παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να ανταποκριθεί σε αίτημα του εφεσείοντα να του παραδοθούν έγγραφα σχετικά με την υπόθεση αυτή, έτσι ώστε να παρουσιάσει την υπεράσπισή του.
Το Δικαστήριο απέρριψε τον συγκεκριμένο λόγο ως εντελώς αβάσιμο, καθώς, όπως δέχθηκε, τα έγγραφα τα οποία παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή «σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν αναφέρθηκε από τον εφεσείοντα ότι δεν ήταν στην κατοχή του».
Μάλιστα το Δικαστήριο ανέφερε εν προκειμένω ότι «θα πρέπει οι δικηγόροι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διατυπώνουν παράπονα αυτού του τύπου, που άπτονται της δίκαιης δίκης και έχουν την καταλυτική τους σημασία σε μια ποινική διαδικασία. Η ατεκμηρίωτη προβολή εισηγήσεων περί παραβίασης των θεσμών της δίκαιης δίκης πλήττουν το σύστημα δικαιοσύνης και ουσιαστικώς, θα πρέπει να αποφεύγονται όταν τελικώς δεν έχουν οποιαδήποτε στέρεη βάση, όπως εν προκειμένω».
Το Δικαστήριο απέρριψε και τους λοιπούς προβληθέντες λόγους εφέσεως ενώ απέρριψε και την έφεση ως προς την ποινή.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «η προβλεπόμενη, με βάση την παράγραφο (1) του άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ποινή, επί του οποίου εδράζεται το αδίκημα της πραγμάτωσης δόλιας συναλλαγής σε σχέση με ακίνητη περιουσία, είναι φυλάκιση μέχρι εφτά χρόνων. Βεβαίως η παρούσα υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικώς με ανώτατο όριο τα πέντε χρόνια.
Ορθώς, κατά την άποψη μας, το δικαστήριο επεσήμανε την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από επιτήδειους, οι οποίοι, με σκοπό το χρηματικό κέρδος εξαπατούν άλλα πρόσωπα».
Σύμφωνα με το Εφετείο το πρωτόδικο δικαστήριο «ορθώς έλαβε υπόψη του τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, και ιδιαιτέρως το γεγονός ότι έχει τρία παιδιά, εκ των οποίων το ένα με προβλήματα υγείας. Περαιτέρω, το ότι βρισκόταν, κατά το στάδιο επιβολής της ποινής, στη φυλακή εκτίοντας ποινή για αδικήματα απάτης, και την καθυστέρηση που καταγράφεται από την έναρξη από την καταγγελία της υπόθεσης, το 2010, μέχρι την καταδίκη και την επιβολή της ποινής, έξι χρόνια, κρίνουμε το παράπονο του εφεσείοντα για υπερβολική ποινή ανεδαφικό και απορρίπτεται». (δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)