Η γεωπολιτική αβεβαιότητα μετατοπίζει τους φορολογικούς κινδύνους από τις αναδυόμενες αγορές στις αναπτυγμένες οικονομίες, με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία να αποτελούν τις τρεις χώρες με τους μεγαλύτερους φορολογικούς κινδύνους. Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν η Κίνα και η Ινδία. Αυτά προκύπτουν από την πρώτη έκδοση της σειράς ερευνών της ΕΥ 2017 Tax Risk and Controversy Survey Series, με τίτλο Tax steps into the light, η οποία καταγράφει τις απόψεις πάνω από 900 φορολογικών και χρηματοοικονομικών στελεχών σε 69 χώρες.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 59% των στελεχών έχει διαπιστώσει μία αύξηση των κινδύνων ή της αβεβαιότητας γύρω από τη φορολογική νομοθεσία ή το ρυθμιστικό περιβάλλον, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Παρά το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, οι φορολογικοί κίνδυνοι επικεντρώνονταν κυρίως στις αναδυόμενες αγορές1, γεωπολιτικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών επιπτώσεων του Brexit και της αβεβαιότητας ως προς τις κατευθύνσεις της φορολογικής πολιτικής στις ΗΠΑ, μετατοπίζουν το επίκεντρο του φορολογικού κινδύνου προς τις αναπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες παραδοσιακά χαρακτηρίζονται από μία πιο μετρημένη προσέγγιση στους κινδύνους.
Σύμφωνα με την έρευνα, ο αντίκτυπος των γεωπολιτικών αλλαγών επιδεινώνεται περαιτέρω από τις απαιτήσεις διαφάνειας και αναφορών που επιβάλλει το σχέδιο G20/ΟΟΣΑ για τις δράσεις BEPS (Base Erosion and Profit Shifting – Διάβρωση Φορολογικής Βάσης και Μεταφορά Κερδών). Το 55% των ερωτηθέντων έχει διαπιστώσει αύξηση των μέτρων για τις αναφορές φορολογικών στοιχείων και τη διαφάνεια, ενώ το 41% έχει παρατηρήσει μία αύξηση στον αριθμό ή/και στην ένταση των φορολογικών ελέγχων. Ωστόσο, περισσότεροι από τους μισούς (53%) δηλώνουν πως κατέχουν τα απαραίτητα συστήματα αναφοράς για να συμμορφωθούν με τις δράσεις BEPS, σε σύγκριση με το 71% που δήλωνε το 2015 ότι χρειαζόταν πρόσθετους πόρους για να καταφέρει να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις πληροφόρησης.
Αναφορικά με το μέλλον, το 55% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι παγκόσμιες απαιτήσεις δημοσιοποιήσεων, υποβολής αναφορών και διαφάνειας θα αυξηθούν σημαντικά, ενώ μόνο το 3% εκτιμά ότι θα παραμείνουν ως έχουν και το 56% δηλώνει ανήσυχο πως οι κυβερνήσεις θα απαιτήσουν τη δημοσιοποίηση φορολογικών πληροφοριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 42% χαρακτηρίζει ως τη μεγαλύτερη πρόκληση εφαρμογής του BEPS τη διαθεσιμότητα και ποιότητα των δεδομένων για την υποβολή αναφορών. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 57% για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με ετήσια έσοδα άνω των τριών δις δολαρίων.
Η έρευνα επιβεβαιώνει, επίσης, ότι οι φορολογικοί κίνδυνοι απασχολούν όλο και περισσότερο τα διοικητικά συμβούλια και διεισδύουν στις επιχειρηματικές λειτουργίες, με το 41% των στελεχών να δηλώνει ότι, τα τελευταία δύο χρόνια, έχει αυξηθεί η επίβλεψη των φορολογικών κινδύνων και αντιπαραθέσεων από τους Διευθύνοντες Συμβούλους και/ή τα διοικητικά συμβούλια. Το 73% δηλώνει ότι παρέχει περιοδικές ενημερώσεις στο Διευθύνοντα Σύμβουλο ή στον Οικονομικό Διευθυντή για τους φορολογικούς κινδύνους ή/και τις αντιπαραθέσεις. Όσον αφορά στις μη-φορολογικές λειτουργίες που επηρεάστηκαν σημαντικά από την εφαρμογή των δράσεων BEPS, οι λογιστικές βρίσκονται στην κορυφή με 71%, ενώ ακολουθούν οι χρηματοοικονομικές (62%) και οι νομικές (30%).
Ο κ. Στέφανος Μήτσιος, Επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της ΕΥ Ελλάδος, σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της έρευνας, ανέφερε: «Τα φορολογικά θέματα και η αντιμετώπισή τους από τις επιχειρήσεις έχουν ενταθεί στις αναπτυγμένες οικονομίες, καθώς αυξάνονται οι απαιτήσεις διαφάνειας και δημοσιοποίησης οικονομικών στοιχείων. Αν και οι επιχειρήσεις εμφανίζονται καλύτερα προετοιμασμένες, σε σύγκριση με το 2015, ωστόσο η εφαρμογή των δράσεων BEPS παραμένει πρόκληση. Λόγω των αλλαγών που έχουν επέλθει στη φορολογική νομοθεσία – εκσυγχρονισμός της με την ευρωπαϊκή νομοθεσία – οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εστιάσουν περισσότερο στα φορολογικά ζητήματα, επενδύοντας σε ανθρώπινο δυναμικό, περισσότερη και καλύτερη εκπαίδευση, συστήματα και διαδικασίες».