Δημοσιεύθηκε η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για το νομοσχέδιο «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις».
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ
«Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις, ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων, δικαιώματα ατόμων με αναπηρίες και άλλες διατάξεις»
ΙΙ. Παρατηρήσεις επί των άρθρων
………….
2. Επί των άρθρων 2 παρ. 3 και 29
Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 2 αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 63 του π.δ. 169/2007 και ορίζεται ότι, εφεξής, η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται μόνο σε περίπτωση που ο δικαιούχος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους για αδικήματα που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. και για όσο χρόνο διαρκεί η ποινή, προβλέπεται δε ότι στην περίπτωση αυτή η σύνταξη μεταβιβάζεται στους τυχόν δικαιοδόχους, κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω θανάτου. Αντιστοίχως, με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 29 αναστέλλεται, ομοίως, η καταβολή της σύνταξης για όσο διάστημα συνταξιούχος του ΕΦΚΑ εκτίει περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη του ενός (1) έτους και υπό την προϋπόθεση ότι το αδίκημα λόγω του οποίου καταδικάσθηκε στρέφεται κατά ασφαλιστικού φορέα. Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 2 παρίσταται εν μέρει αυστηρότερη από την ισχύουσα, στο μέτρο που θεσπίζει αναστολή καταβολής της σύνταξης για όσο διάστημα ο δικαιούχος εκτίει περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη του ενός (1) έτους και όχι μόνο εφόσον καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης (ισχύουσα ρύθμιση) και εν μέρει επιεικέστερη της ισχύουσας, κατά το ότι απαιτείται το αδίκημα, για το οποίο επιβλήθηκε η ποινή, να στρέφεται αποκλειστικά κατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ.
Εξ άλλου, όπως έχει επισημανθεί και σε παλαιότερες εκθέσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής [βλ., ενδεικτικώς, ανωτέρω, την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής της 16.5.2017 επί του νομοσχεδίου «Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις», ν. 4472/2017) ως προς τις κοινωνικές παροχές, το Ε.Δ.Δ. Α. δέχεται παγίως (βλ. Αγγ. Στεργίου, «Η προστασία των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών ως περιουσιακών δικαιωμάτων», σε: Τα συνταγματικά όρια νομοθετικής μεταβολής της κοινωνικής ασφάλισης, 2009, σελ. 1 επ., καθώς και Στ. Κτιστάκη, «Οι κοινωνικές παροχές υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ», ΘΠΔΔ, 2009, σελ. 657 επ., καθώς και ανωτέρω ΣτΕ [Ολ] 668/2012, σκ. 34, όπ.π.), ότι: στην έννοια της περιουσίας του άρθρου 1 του Π. Π. Π. περιλαμβάνονται και απαιτήσεις για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (Ε.Δ.Δ. Α. υποθ. Vesna Hasani κατά Κροατίας, αποφ. της 30.9.2010, Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Αντωνακοπούλου κ.α., απόφ. 14.12.99, υπόθ. Γεωργιάδης, απόφ. 28.3.2000, υπόθ. Gaygusuz, απόφ. 16.9.1996, ΕΔΚΑ 1997, σελ.11, Ε.Δ.Δ.Α. Υποθ. Αζίνας, απόφ. 20.6.02, ΕΔΚΑ 2002, σελ. 896, υποθ. Αποστολάκης, απόφ. 22.10.2009, ΕΔΚΑ 2009, σελ. 689), καθώς και η αξίωση για καταβολή προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους μέλους αποδοχών, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Kechko κατά Ουκρανίας, απόφ. της 8.2.2006, Vilho Eskelinen και λοιποί κατά Φινλανδίας, απόφ. της 19.4.2007).
το άρθρο 1 Π.Π.Π. δεν εγγυάται στους ασφαλισμένους δικαίωμα σε ορισμένο ποσό σύνταξης ή μισθού (Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Andrejeva κατά Λετονίας, απόφ. Της 18.2.2009, Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Λαδάς, απόφ. 21.2.2008, υπόθ. Asmundsson, απόφ. 12.10.2004, ΕΔΚΑ 2005, σελ. 97, υπόθ. Domalewski, απόφ. 15.6.1999).
επί επεμβάσεων στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα πρέπει να διατηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και της ανάγκης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου (Ε.Δ.Δ.Α. υπόθ. Asmundsson, όπ. π.), και ότι δίκαιη ισορροπία εξασφαλίζεται όταν οι περικοπές αποδοχών, συντάξεων κ.λπ. είναι «εύλογες», δηλαδή δεν καταργούν πλήρως το δικαίωμα και, μάλιστα, δεν οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου που θα συνιστούσε προσβολή της αξιοπρέπειας των δικαιούχων, κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ε.Δ.Δ.Α., υπόθ. Moskal, απόφ. 15.9.2009, υπόθ. Budina, απόφ. 18.6.2009, υπόθ. Asmundssοn, απόφ. 30.3.2005 και υπόθ. Larioshina, απόφ. 23.4.2002).
Από τη συνολική, επομένως, θεώρηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ., σχετικώς, και Αθ. Πετρόγλου, «Μνημόνιο, Κοινωνικοασφαλιστική μεταρρύθμιση και περικοπές συ-ντάξεων», ΕΔΚΑ, 2010, σελ. 1) προκύπτει ότι, προκειμένου να εξετάσει την τήρηση της ως άνω δίκαιης ισορροπίας, το Ε.Δ.Δ.Α. θέτει κριτήρια τα οποία επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στον βαθμό προσβολής των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και όχι τόσο στον βαθμό προσβολής του δημόσιου συμφέροντος.
Ο τρόπος, επομένως, και η έκταση της στέρησης της σύνταξης (πλήρης ή μερική), η ύπαρξη ή όχι άλλων μέσων διαβίωσης αποτελούν, κατά τη νομολογία του Ε.Δ.Δ. Α., τα κριτήρια για την τήρηση ή μη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προσβολής αγαθού που προστατεύεται από την Ε.Σ.Δ.Α. και του δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς απομένει να σταθμισθεί, εν προκειμένω, εάν διά της προτεινόμενης αναστολής καταβολής της σύνταξης σε περίπτωση καταδίκης σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους για αδικήματα που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ ή του ασφαλιστικού φορέα, και για όσον χρόνο διαρκεί η ποινή, προσβάλλεται η, προστατευόμενη από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιουσία του συνταξιούχου. Βλ., σχετικώς, και Πρακτικά Ολ. Ελ. Συν. της 12ης Ιουλίου 2017, όπου τίθεται από την εισηγήτρια το ζήτημα της προσβολής της, προστατευόμενης από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιουσίας, στο μέτρο που διά της αναστολής καταβολής της σύνταξης θίγονται θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων συνταξιούχων του δημοσίου.
3. Επί του άρθρου 4 παρ. 1
Με την προτεινόμενη ρύθμιση αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007, το οποίο ορίζει ότι «[δ]εν επιτρέπεται σε καμιά ανεξαίρετα περίπτωση ν’ αναγνωρισθούν αναδρομικά σε βάρος του Δημόσιου Ταμείου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέρα των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση» και προβλέπεται, εφεξής, ότι «[τ]ο δικαίωμα στη σύνταξη είναι απαράγραπτο, τα δε οικονομικά αποτελέσματα που γεννώνται από την άσκηση του δικαιώματος αυτού ανατρέχουν στην ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο». Κατά την αιτιολογική έκθεση επί του νομοσχεδίου (σελ. 3), «η διάταξη αυτή θεσπίζεται σε συμμόρφωση με πάγια νομολογία ήδη από το 2008, όπως προκύπτει και από τη σχετική γνωμοδότηση της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (12-7-2017)», συμφώνως προς την οποία, η ύπαρξη προθεσμιών παραγραφής δεν είναι ασυμβίβαστη κατ’ αρχήν προς την Ε.Σ.Δ.Α., πλην όμως, το αφετηριακό σημείο των προθεσμιών παραγραφής πρέπει να ορίζεται με σαφήνεια και να συνδέεται με συγκεκριμένα και αντικειμενικά γεγονότα και να μην εξαρτάται από τυχαία και απρόβλεπτα γεγονότα, που βρίσκονται εκτός του πλαισίου επιρροής του δικαιούχου του συνταξιοδοτικού (περιουσιακού) δικαιώματος, όπως είναι ο χρόνος ενέργειας των διοικητικών αρχών και των δικαστηρίων. Επομένως, ο χρονικός περιορισμός της τριετίας, που θεσπίζει η ισχύουσα ρύθμιση, για την ικανοποίηση συνταξιοδοτικών αξιώσεων, ο οποίος είχε ως αφετηρία την έκδοση της πράξης ή της απόφασης των αρμοδίων οργάνων της συνταξιοδοτικής διοίκησης, δημιουργεί ζήτημα προσβολής της, προστατευόμενης από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., περιουσίας του συνταξιούχου (βλ., σχετικώς, Ε.Δ.Δ.Α. υπόθ. Κοκκίνης κατά Ελλάδος, απόφ. της 6.11.2008, και Ε.Δ.Δ.Α. υπόθ. Ρεβελιώτης κατά Ελλάδος, απόφ. της 4.12.2008, Θ.Π.Δ.Δ. 2009, σελ. 506 επ.).
Υπό το φως των ανωτέρω, θα έπρεπε, ενδεχομένως, να αντικατασταθεί και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 60 του π.δ. 169/2007, που προστέθηκε με την παρ. 9 άρθρου 22 του ν. 4387/2016, κατά το οποίο, «[σ]τις περιπτώσεις αναδρομικών οικονομικών δικαιωμάτων σε βάρος του Δημοσίου, που προκύπτουν κατά τον κανονισμό ή ανακαθορισμό της σύνταξης με βάση τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, το ανωτέρω χρονικό διάστημα επιμηκύνεται σε 5 έτη», άλλως, αυτονόητο είναι ότι στο κανονιστικό περιεχόμενο της προτεινόμενης ρύθμισης περιλαμβάνονται, ρητώς, και τα οικονομικά δικαιώματα, που προκύπτουν κατά τον κανονισμό ή ανακαθορισμό της σύνταξης με βάση τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης.
4. Επί του άρθρου 5 παρ. 1
Με την προτεινομένη διάταξη καταργούνται οι περ. β’ του άρθρου 62 και η παρ. 1 του άρθρου 64 του π.δ. 169/2007 που προβλέπουν την απώλεια του δικαιώματος σύνταξης στην περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης του δικαιούχου για την τέλεση των αδικημάτων της περ. β’ του άρθρου 62, καθώς και οι διατάξεις που προέβλεπαν τη μεταβίβαση της σύνταξης στη σύζυγο και τα τέκνα του καταδικασθέντος δικαιούχου για ένα από τα αδικήματα της περ. β’ του άρθρου 62.
Σημειώνεται ότι κατά τη νομολογία του Ε.Δ.Δ. Α., η απώλεια του δικαιώματος της σύνταξης λόγω αμετάκλητης καταδίκης για τα αναφερόμενα στο άρθρο 62 περ. β’ του Κ. Π.Σ.Σ. αδικήματα, «δεν βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το δικαίωμα στη σύνταξη, το οποίο απέκτησε [ο δικαιούχος] υπό την ιδιότητα του ως ασφαλισμένου» και, ως εκ τούτου, η εν λόγω απώλεια συνιστά «ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος, το οποίο ακόμη και αν λάβουμε υπόψη το ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, το οποίο θα πρέπει να αναγνωρισθεί στα Κράτη στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί από την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοικήσεως, ούτε από την αξιοπιστία και την ακεραιότητα των δημόσιων υπηρεσιών». Επομένως, διάταξη κατά την οποία, αμετάκλητη καταδίκη του δικαιούχου για ορισμένα αδικήματα συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος σύνταξης, προσκρούει στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον θίγει το σχετικό περιουσιακό δικαίωμα (βλ., σχετικώς, Ε.Δ.Δ.Α. υποθ. Αποστολάκης κατά Ελλάδος, απόφ. της 22.10.2009, Ε.Δ.Κ.Α., 2009, σελ. 689).
5. Επί του άρθρου 7
Θα ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο το προτεινόμενο άρθρο να αντικατασταθεί ως εξής: «Στο τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4387/2016, όπως συ μπληρώθηκε μ ε το άρθρο 24 του ν. 4445/2016 (Α’ 236), διαγράφονται, από τότε που ίσχυσαν, οι φράσεις “πλην των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις των περιπτώσεων ε’ και στ’ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992 (Α’ 165).” και “Τα τελευταία πρόσωπα δικαιούνται την προσαύξηση του πρώτου εδαφίου για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) εισφοράς που υπερβαίνει το κάτωθι συνολικό ποσοστό εισφορών ασφαλισμένου και εργοδότη: α) 27% για τα πρόσωπα της περίπτωσης ε’ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, β) 23,6 % για τα πρόσωπα της περίπτωσης στ’ της παρ.2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992”, αντιστοίχως».
6. Επί του άρθρου 24 παρ. 6
Κατά την προτεινόμενη διάταξη, μεταξύ άλλων, «[α]ν στις θέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 διορίζονται συνταξιούχοι του ΕΦΚΑ ή του Δημοσίου, εφαρμόζεται η παρ. 4». Θα πρέπει να διευκρινισθεί, εν προκειμένω, εάν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης περιλαμβάνονται τα πρόσωπα των περ. α’, β’ (δήμαρχοι), ε’ και στ'(βουλευτές) της παρ. 1. Σε καταφατική περίπτωση, θα πρέπει, για λόγους σαφήνειας, η εν λόγω διάταξη να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Αν στις θέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 διορίζονται ή εκλέγονται συνταξιούχοι του ΕΦΚΑ ή του Δημοσίου, εφαρμόζεται η παρ. 4».
7. Επί του άρθρου 35
Σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας προβλέπεται, από τις διατάξεις του ν. 3996/2011, η επιβολή διοικητικών κυρώσεων, όπως η επιβολή προστίμου ή η διακοπή, προσωρινή ή οριστική, της λειτουργίας της επιχείρησης. Με την προτεινόμενη διάταξη τροποποιείται η διάταξη της υποπαραγράφου 1 Β του άρθρου 24 του ν. 3996/2011 και προσδιορίζονται κριτήρια βάσει των οποίων θα επιβάλλεται κάθε ειδικότερη διοικητική κύρωση, όταν διαπιστώνεται παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας.
8. Επί του άρθρου 36
Επισημαίνεται ότι μεταξύ των διοικητικών κυρώσεων, οι οποίες προβλέπονται όταν διαπιστώνεται σοβαρή παραβίαση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, είναι και αυτή της οριστικής ή προσωρινής διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή στοιχείου του εξοπλισμού της. Στην προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι εάν παραβιασθεί η απόφαση για τη διακοπή της εν λόγω λειτουργίας, επιβάλλονται οι ποινικές κυρώσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 του ν. 3996/2011, δηλαδή ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή χρηματική ποινή εννιακοσίων ευρώ ή και οι δύο αυτές ποινές. Κατά την αιτιολογική έκθεση επί του νομοσχεδίου, η προτεινόμενη διάταξη εξυπηρετεί σκοπούς γενικής και ειδικής πρόληψης και επιδιώκει την προστασία αγαθών γενικότερου συμφέροντος.
9. Επί του άρθρου 38 (αναγγελία υπερωρίας )
«Υπερεργασία» συνιστά η απασχόληση που πραγματοποιείται καθ’ υπέρβαση του καθορισμένου εβδομαδιαίου ωραρίου των 40 ωρών, χωρίς όμως να υπάρχει υπέρβαση του ημερήσιου νόμιμου ωραρίου (βλ. Γ. ΛεβέντηΚ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 401 επ., Δ. Ζερδελή, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2015, 831 επ.). Δηλαδή, περιορίζεται, σε περίπτωση πενθήμερης εργασίας σε μία ώρα ημερησίως. H παροχή της υπερεργασιακής απασχόλησης δεν υπόκειται, μέχρι σήμερα, σε διατυπώσεις νομιμότητας (λ.χ., άδεια της Αρχής ή αναγγελία). H αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας συνίσταται στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο του εργαζομένου προσαυξημένο κατά 20%.
Όταν η εργασία του μισθωτού εκτείνεται πέραν του νόμιμου ωραρίου εργασίας, γίνεται λόγος για «υπερωρία». Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο, κατά περίπτωση, κατά 40, 60 ή 80 %.
Με τις ισχύουσες σήμερα διατάξεις προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη να αναγγέλλει ηλεκτρονικά τόσο την τροποποίηση του ωραρίου των εργαζομένων, όσο και, εκ των υστέρων, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, την πραγματοποίηση υπερωριών. Με την υπό ψήφιση διάταξη διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση υπερωριών πρέπει να επιχειρείται ηλεκτρονική καταχώρισή τους πριν από την έναρξη πραγματοποίησής τους. Το ίδιο ορίζεται για πρώτη φορά ότι πρέπει να γίνει και σε περίπτωση υπερεργασίας, δηλαδή και σε περίπτωση υπέρβασης του ημερήσιου ωραρίου μέχρι μία ώρα. Προκύπτει, όμως, το ερώτημα εάν η ανωτέρω υποχρέωση δημιουργείται και σε περίπτωση υπερεργασίας σαφώς μικρότερης της μιας ώρας ημερησίως, δηλαδή, έστω, κάποιων λεπτών.
Αντιστοίχως, στην δεύτερη παράγραφο της υπό ψήφιση διάταξης ορίζεται ότι επιβάλλονται κυρώσεις σε βάρος του εργοδότη, ο οποίος δεν τηρεί την υποχρέωση αναγγελίας της τροποποίησης του ωραρίου του εργαζομένου ή της υπερωριακής απασχόλησής του. Δεν αναφέρεται, όμως, ως περίπτωση επιβολής κύρωσης, η παράλειψη αναγγελίας της πραγματοποίησης της υπερεργασίας. Και εάν μεν πρόθεση του νομοθέτη είναι να επιβάλλεται και εν προκειμένω κύρωση, αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ρητώς, με την επιφύλαξη όμως του ερωτήματος που διατυπώθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, δηλαδή ως προς την ολιγόλεπτη επί πλέον εργασία. Εάν, αντιθέτως, σκοπός του νομοθέτη δεν είναι η επιβολή κύρωσης, δημιουργείται προβληματισμός ως προς την αναφορά στην υπό ψήφιση διάταξη μιας τέτοιας αφηρημένης, δηλαδή χωρίς κυρώσεις, υποχρέωσης αναγγελίας της υπερεργασίας.
10. Επί του άρθρου 40 (αναγγελία αποχώρησης)
H παροχή εργασίας είναι η κύρια υποχρέωση που έχει ο εργαζόμενος από τη σύμβαση εργασίας (648 AK). H μη παροχή εργασίας αποτελεί μη εκπλήρωση της κύριας αυτής υποχρέωσης, εν όσω δεν συντρέχει κάποιος νόμιμος λόγος αναστολής της κύριας αυτής υποχρέωσης.
Επειδή η σύμβαση εργασίας είναι σύμβαση ακριβόχρονης εκτέλεσης, δηλαδή η εργασία πρέπει να παρέχεται σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα (ωράριο εργασίας), η μη παροχή εργασίας σε ορισμένες ημέρες εξομοιούται με οριστική μη παροχή εργασίας για τις ημέρες αυτές, εξομοιούται, δηλαδή, με οριστική αδυναμία παροχής.
H αποχή του εργαζομένου από την εργασία του μπορεί ωστόσο να εκφράζει σιωπηρώς τη βούλησή του να αποχωρήσει οριστικώς από την εργασία, να καταγγείλει, δηλαδή, τη σύμβαση εργασίας. Έτσι, η καταγγελία της σύμβασης από τον μισθωτό (η παραίτηση από τη θέση εργασίας) υποβάλλεται συνήθως σιωπηρώς, δηλαδή συνάγεται από τη συμπεριφορά του μισθωτού. Όμως, στην πράξη, προκύπτει συχνά αβεβαιότητα ως προς το αν η αποχή από την εργασία συνιστά σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης (βλ. Γ. ΛεβέντηΚ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 993, Δ. Ζερδελή, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2015, 1182 επ.). Προκειμένου, μάλιστα, να μην ερμηνεύεται η αποχή από την εργασία ως καταγγελία της σύμβασης από τον μισθωτό, προβλέπονται ορισμένοι κανόνες.
Έτσι, από το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και το άρθρο 8 του ΒΔ της 16/18.7.1920 συνάγεται αμάχητο τεκμήριο, ότι η αποχή από την εργασία λόγω ασθένειας, μικρότερης διάρκειας από τα όρια που θέτουν οι διατάξεις αυτές, δεν συνιστά σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους του μισθωτού.
Αν όμως η αποχή από την εργασία είναι μεγαλύτερης διάρκειας από τα όρια που θέτει το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και το άρθρο 8 του ΒΔ 16/18.7.1920 ή αν η αποχή δεν οφείλεται σε ασθένεια αλλά σε άλλη αιτία, όπως αυθαίρετη απουσία, τότε το δικαστήριο θα κρίνει βάσει των πραγματικών περιστατικών που συνοδεύουν την αποχή αν αυτή συνιστά σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης. Πάντως, η αυθαίρετη απουσία για λίγες μέρες μπορεί μεν να δικαιολογήσει καταγγελία από τον εργοδότη, αλλά δεν συνιστά οικειοθελή αποχώρηση (ΑΠ 2028/2013, ΕΕργΔ 2014, 457. ΕφΑθ 5247/1986, ΔΕΝ 1989,18. Ι. Κουκιάδη, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2014, 1046). Η νομολογία έχει προσδιορίσει τα κρίσιμα περιστατικά, τα οποία πρέπει να εξετάζει ο δικαστής για να διαπιστώσει αν η αποχή συνιστά καταγγελία της σύμβασης, όπως, η διάρκεια της αποχής, η αιτία της αποχής, η υπαιτιότητα που τυχόν βαρύνει τον εργαζόμενο, η προοπτική για σύντομη επάνοδο στην εργασία, το αν ο εργαζόμενος επικοινωνούσε κατά τη διάρκεια της απουσίας με τον εργοδότη και τον ενημέρωνε για την απουσία του ή την κατάσταση της υγείας του, η συμπεριφορά που επέδειξε ο εργοδότης κατά τη διάρκεια της απουσίας του μισθωτού, η εν γένει προηγούμενη συμπεριφορά του μισθωτού (πλημμελής ή μη παροχή της εργασίας του, συχνότητα απουσιών του κ.ο.κ.), βλ., ενδεικτικώς, ΑΠ Ολ 32/1988, ΔΕΝ 1989,1252. ΑΠ 423/2010, ΔΕΝ 2010, 854. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης πρέπει, κατά τη νομολογία, να γίνεται κατ’ αντικειμενική κρίση, δηλαδή κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, ώστε να κριθεί τελικώς αν υπάρχει ή όχι οικειοθελής αποχώρηση (βλ. Γ. Λεβέντη Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 995, Δ. Ζερδελή, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2015, 1183).
Στην υπό ψήφιση διάταξη αναφέρεται ότι ο εργοδότης οφείλει «το αργότερο δύο ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του μισθωτού» να την αναγγείλει και, μάλιστα, συμφώνως προς τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο της υπό ψήφιση διάταξης, συνοδευόμενη είτε από το έγγραφο της αποχώρησης είτε από σχετική εξώδικη δήλωση. Περαιτέρω, στο τελευταίο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου της υπό ψήφιση διάταξης ορίζεται ότι αν ο εργοδότης δεν εκπληρώσει εμπροθέσμως τις ανωτέρω υποχρεώσεις, «η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη». Δεδομένου, όμως, ότι στην περίπτωση αυτή θα οφείλεται αποζημίωση καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη, προκύπτει προβληματισμός αν πρόθεση του νομοθέτη είναι να γεννάται, λόγω της απλής καθυστέρησης τήρησης μιας τυπικής υποχρέωσης, ένα τέτοιο δικαίωμα υπέρ του εργαζομένου, το οποίο σήμερα δεν υφίσταται σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης. Ο προβληματισμός αυτός ενισχύεται, εάν ληφθεί υπόψη ότι, βάσει των όσων προαναφέρθηκαν, το σημείο αφετηρίας της προθεσμίας αναγγελίας σε περίπτωση αυθαίρετης απουσίας δεν είναι σαφές, καθώς προκύπτει από εκτίμηση που απαιτεί συνδυασμό πολλών παραγόντων, πράγμα που συχνά συνάγεται με σαφήνεια μόνο μετά από σχετική δικαστική κρίση.
Ομοίως, δημιουργείται προβληματισμός ως προς την επίδοση της εξώδικης δήλωσης από τον δικαστικό επιμελητή, στην περίπτωση που αυτή δεν είναι ευχερής, όπως, λ.χ., αν ο μισθωτός άλλαξε κατοικία, χωρίς να ενημερώσει σχετικώς τον εργοδότη. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να αναζητηθεί η πραγματική διεύθυνση του μισθωτού, ακόμη και σε άλλη πόλη, ή, εάν αυτή δεν είναι γνωστή, να ακολουθηθεί η διαδικασία επίδοσης ως αγνώστου διαμονής (άρθρο 135 ΚΠολΔ). Σε αυτές τις περιπτώσεις προκύπτει ο προβληματισμός αν θα είναι ευχερές να τηρηθούν με συνέπεια οι προβλεπόμενες από τον νόμο σύντομες προθεσμίες (δύο ημέρες για την επίδοση και μιας ημέρας επί πλέον για την αναγγελία), των οποίων η παραβίαση γεννά το δικαίωμα καταβολής αποζημίωσης.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η υποχρέωση αναγγελίας αφορά και την περίπτωση της λήξης της σύμβασης έργου, η οποία ως γνωστόν δεν αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η έναρξη, όμως, της εκτέλεσης του έργου δεν αναγγέλλεται (Πρβλ. Χρ. Καρατζά, Διαδικασία προσλήψεως μισθωτών σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα ΔΕΝ 2016, 572).
11. Επί του άρθρου 41
Επισημαίνεται ότι με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται, για πρώτη φορά, η δυνατότητα αποκλεισμού ενός οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων ή προγραμμάτων χρηματοδότησης, σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττει «σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα». Ως σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα νοείται, κατά τη δεύτερη παράγραφο της υπό ψήφιση διάταξης, η επιβολή τριών πράξεων επιβολής προστίμου για συγκεκριμένες και επανειλημμένες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας. Κατά την αιτιολογική έκθεση, η προτεινόμενη διάταξη κρίνεται αναγκαία, λαμβανομένης υπόψη της έξαρσης του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, έτσι ώστε να δοθούν κίνητρα στους εργοδότες να τηρούν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, προβλέπεται και η έκπτωση από τη σύμβαση ή από το πρόγραμμα χρηματοδότησης του εργοδότη, όταν διαπιστώνονται για δεύτερη φορά συγκεκριμένες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, κατά την εκτέλεσή τους.
12. Επί του άρθρου 44
Η προώθηση του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων α-ποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πληροφόρηση, η διαβούλευση και η συμμετοχή των εργαζομένων έχουν ως σκοπό να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή των εργαζομένων στην πορεία των οικείων επιχειρήσεων και στις αποφάσεις που τους αφορούν (S. Hennion, M. Le Barbier-Le Bris, M. Del Sol, Droit social europeen et international, 2013, 428 επ.).
Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται, όπως αναφέρεται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2002/14, η αποτελεσματικότερη πρόληψη των κινδύνων, η μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας, η ευαισθητοποίηση των εργαζομένων για τις ανάγκες προσαρμογής της επιχείρησης, και η επιτυχία των διαδικασιών αναδιάρθρωσης και προσαρμογής των επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ιδίως, μέσω της ανάπτυξης νέων τρόπων οργάνωσης της εργασίας.
Η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην «Οδηγία 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11 ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα» έχει ήδη πραγματοποιηθεί με το π.δ. 240/2006.
Με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 προβλέπεται έτσι η ενημέρωση και δια-βούλευση εργαζομένων και εργοδοτών για ορισμένα ζητήματα που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις. Προς τον σκοπό αυτό, τα ενδιαφερόμενα μέρη καθορίζουν, με συμφωνία τους, τις πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων. Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι η συμφωνία αυτή πρέπει να είναι γραπτή, γεγονός που, κατά την αιτιολογική έκθεση, στοχεύει στην ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και στον περιορισμό του κινδύνου αμφισβητήσεων.
14. Επί των άρθρων 49-51
Με τις προτεινόμενες διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα τα οποία αφορούν στην επίλυση διαφορών εργασίας και ειδικότερα ζητήματα τα οποία αφορούν στην επιτάχυνση της εργατικής δίκης. Πράγματι, η ταχεία επίλυση των εργατικών διαφορών εξασφαλίζει, έστω και σε σχετικό βαθμό, την αποτελεσματική εφαρμογή του εργατικού δικαίου.
Στην υπό ψήφιση διάταξη του άρθρου 49 προβλέπεται ο σύντομος προσ-διορισμός της συζήτησης συγκεκριμένων εργατικών διαφορών, όπως και η υποχρέωση σύντομης έκδοσης των σχετικών αποφάσεων. Αντίστοιχες ρυθμίσεις έχουν υιοθετηθεί και στο παρελθόν σε πλέον περιορισμένη, όμως, έκταση (βλ. άρθρο 32 ν. 1545/1985). Η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης ρύθμισης τελεί, πάντως, υπό την αίρεση της ουσιαστικής δυνατότητας του ανθρωπίνου δυναμικού των Δικαστηρίων να ανταποκριθούν σε αυτές τις υποχρεώσεις (βλ. Λ. Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τ. Α/Ι,1995, 251).
Περαιτέρω, η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι μια σχετικώς σύντομη και αδάπανη διαδικασία, η οποία προβλέπεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 623 επ.), για την ικανοποίηση των δικαιούχων σε περίπτωση που η αξίωσή τους προκύπτει από έγγραφο. Ήδη η ειδική αυτή διαδικασία εφαρμόζεται στην δικαστική πράξη και σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής μισθών.
Με τη διάταξη του άρθρου 50 του νομοσχεδίου συγκεκριμενοποιείται η διαδικασία της έκδοσης διαταγής πληρωμής σε αυτές τις περιπτώσεις. Ορίζεται ότι είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για την καταβολή οφειλόμενων μισθών, εφόσον τόσο η σύναψη της σύμβασης εργασίας, όσο και το ύψος του μισθού προκύπτουν από σχετικά έγγραφα. Κατά την αιτιολογική έκθεση, με τον τρόπο αυτό αφενός διευκολύνεται αποδεικτικά ο μισθωτός, στον οποίο οφείλονται μισθοί, και αφετέρου επιτυγχάνεται η σύντομη επίλυση της διαφοράς.
15. Επί του άρθρου 61
Με τις διατάξεις του άρθρου ορίζεται το αντικείμενο του Μέρους Δ’ που συνίσταται στη «θέσπιση ενός γενικού πλαισίου ρυθμίσεων κατ’ εφαρμογή διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες και του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, που κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του ν. 4074/2012 (Α’ 88)», και ο σκοπός του Μέρους ο οποίος είναι «η άρση των εμποδίων που δυσχεραίνουν την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των Ατόμων με Αναπηρίες (ΑμεΑ) στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας». Επισημαίνεται, ότι η διάταξη δεν συνιστά νομική ρύθμιση, αλλά αποσαφήνιση του σκοπού του νομοθέτη, ο οποίος, ήδη, περιγράφεται αναλυτικώς στο σχετικό σημείο της αιτιολογικής έκθεσης.
16. Επί του άρθρου 63
Με τις διατάξεις του άρθρου θεσπίζεται υποχρέωση για «[κ]άθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (…) να διευκολύνει την ισότιμη άσκηση των δικαιωμάτων των ΑμεΑ στο πεδίο των αρμοδιοτήτων ή δραστηριοτήτων του, λαμβάνοντας κάθε πρόσφορο μέτρο και απέχοντας από οποιαδήποτε ενέργεια ή πρακτική που ενδέχεται να θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Ιδίως υποχρεούται: α) να αφαιρεί υφιστάμενα εμπόδια κάθε είδους, β) να τηρεί τις αρχές καθολικού σχεδιασμού σε κάθε τομέα της αρμοδιότητάς του ή της δραστηριοποίησής του, προκειμένου να διασφαλίζει για τα ΑμεΑ την προσβασιμότητα των υποδομών, των υπηρεσιών ή των αγαθών που προσφέρει, γ) να παρέχει, όπου απαιτείται σε συγκεκριμένη περίπτωση, εύλογες προσαρμογές υπό τη μορφή εξατομικευμένων και κατάλληλων τροποποιήσεων, ρυθμίσεων και ενδεδειγμένων μέτρων, χωρίς την επιβολή δυσανάλογου ή αδικαιολόγητου βάρους, δ) να απέχει από πρακτικές, συνήθειες και συμπεριφορές που συνεπάγονται διακρίσεις σε βάρος των ΑμεΑ, ε) να προάγει με θετικά μέτρα την ισότιμη συμμετοχή και άσκηση των δικαιωμάτων των ΑμεΑ στον τομέα της αρμοδιότητας ή δραστηριότητάς του». Οι ως άνω υπόχρεοι «οφείλουν κατά τις συναλλαγές τους με ΑμεΑ να διασφαλίζουν βασική πληροφόρηση μέσω τρόπων, μορφών και μέσων επικοινωνίας, όπως ορίζονται στη Σύμβαση». Περαιτέρω προβλέπεται ότι με κοινή απόφαση των αρμόδιων υπουργών, «εξειδικεύονται οι υπόχρεοι φορείς, οι τρόποι, οι μορφές και τα μέσα προσβάσιμης επικοινωνίας, καθώς και κάθε άλλο θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου».
Σχετικώς επισημαίνεται, ότι, ενώ η διάταξη θεσπίζει καθολική υποχρέωση («κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου»), το εν λόγω πεδίο εφαρμογής ενδέχεται να περιορισθεί, εφόσον με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου υπουργική απόφαση, με την οποία θα ρυθμισθούν οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου, θα «εξειδικεύονται οι υπόχρεοι φορείς». Υπό το φως των ανωτέρω, το σημείο θα ήταν σκόπιμο να διευκρινισθεί.
Περαιτέρω, παρατηρείται ότι η ως άνω υπουργική απόφαση θα δύναται να ρυθμίζει πλήθος επί μέρους περιπτώσεων (επί παραδείγματι, ανά τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας), στο πλαίσιο της γενικής περιγραφής που υιοθετεί το άρθρο, χωρίς, όμως, να διευκρινίζεται η βασική ουσιαστική ρύθμιση στο νομοθετικό κείμενο, με κίνδυνο, σε τέτοια περίπτωση, η εξουσιοδότηση να μην θεωρηθεί ότι αφορά ειδικότερα ή λεπτομερειακά θέματα (βλ. σχετ. ΣτΕ [Ολ] 3220/2010, ΣτΕ 1210/2010, ΣτΕ 2820/1999, ΣτΕ 602/2002). Εξ άλλου, όλες οι επόμενες διατάξεις, με την εξαίρεση του άρθρου 69, που θεσπίζουν ειδικές υποχρεώσεις, αναφέρονται αποκλειστικώς σε διοικητικά όργανα και αρχές.
Ως προς τη ρύθμιση των ειδικότερων υποχρεώσεων των διαφόρων φορέων, σημειώνεται ότι «με το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος λαμβάνεται πρόνοια για τις πολύτεκνες οικογένειες, τους ανάπηρους πολέμου και ειρηνικής περιόδου, τα θύματα πολέμου, τις χήρες και τα ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και για όσους πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο και παρέχεται υπόδειξη προς τον κοινό νομοθέτη για τη λήψη των καταλλήλων μέτρων φροντίδας (ΣτΕ 2822/1992, 2778/1991 ΣτΕ 3675/1996). Όπως έχει κριθεί, οι διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος, οι οποίες έχουν κατευθυντήριο χαρακτήρα, αφήνουν στον νομοθέτη την ευχέρεια να προσδιορίσει κατά την εκτίμησή του το είδος και την έκταση της ειδικής αυτής φροντίδας (ΣτΕ 986/2014 Ολομ., 2738/2010, 1141/1999 επταμ., 2100/1998 επταμ.). Η σχετική εκτίμηση του νομοθέτη υπόκειται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια, οι δε εκάστοτε νομοθετικές ρυθμίσεις περί κοινωνικής προστασίας ελέγχονται ως προς την τήρηση της αρχής της ισότητας (ΣτΕ 986/2014 Ολομ., 2738/2010, 2822/1992, 2778/1991) σε συνδυασμό με την προστασία της οικονομικής ελευθερίας». Προνόμιο όπως αναγκαστική τοποθέτηση σε δημόσια υπηρεσία για κατηγορία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος δικαιολογείται επαρκώς από λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν προσκρούει στην κατοχυρουμένη από το άρθρο 4 του Συντάγματος ισότητα των Ελλήνων πολιτών, εφόσον «δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια, πέρα από τα οποία το παρεχόμενο από το νόμο προνόμιο θα εμφανιζόταν ως καταδήλως αδικαιολόγητο». Περαιτέρω, ρυθμίσεις «όταν αποσκοπούν ειδικότερα στην διευκόλυνση της επαγγελματικής αποκαταστάσεως διά της αναγκαστικής προσλήψεως σε ιδιωτική επιχείρηση, συνιστούν, από την φύση τους, περιορισμό της, συνταγματικώς επίσης κατοχυρουμένης, οικονομικής ελευθερίας (ως ελευθερίας του επιχειρηματία να προσλαμβάνει και να απολύει προσωπικό κατ’ εκτίμηση των αναγκών της επιχειρήσεώς του και να επιλέγει τα πρόσωπα που επιθυμεί να προσλάβει). Ο περιορισμός αυτός, εν όψει των ειδικών διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 21 του Συντάγματος, είναι καταρχήν ανεκτός (εν είδει υποχρεωτικής «κοινωνικής ευθύνης» των επιχειρήσεων, βλ. ΣτΕ 1980/2000, 4776/1998, βλ. και ΑΠ 990/1995), εφόσον δεν υπερβαίνει τα όρια που τίθενται από την αρχή της αναλογικότητας. Υπέρβαση συντρέχει όταν ο περιορισμός υπερακοντίζει τον σκοπό του συντακτικού νομοθέτη ή εισάγει προνόμια που δεν δικαιολογούνται για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού ή παραβιάζει την αναγκαία ισορροπία μεταξύ των σκοπών της αρχής της ισότητας και της ελευθερίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας αφενός, και της ανάγκης προστασίας [των εν λόγω προσώπων] αφετέρου» (ΣτΕ [Ολ] 1470/2016).
Υπό το φως των ανωτέρω, οι σχετικές κανονιστικές πράξεις αναμένεται να σταθμίζουν την καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας που «επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια» και το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος το οποίο «προστατεύει μεν την οικονομική ελευθερία, δεν αποκλείει όμως τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη περιορισμών της ελευθερίας αυτής που δικαιολογούνται από λόγους γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος (ΣτΕ 1980/2000, 4776/1998), λαμβανομένης υπόψη και της παραγράφου 2 του άρθρου 106 του Συντάγματος, η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται εις βάρος της εθνικής οικονομίας (ΣτΕ 1094/1987 Ολομ.)» (ΣτΕ [Ολ] 1470/2016) με το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος κατά τη θέσπιση των ειδικότερων μέτρων προστασίας.
17. Επί των άρθρων 63, 64, 65 και 68
Στις διατάξεις χρησιμοποιείται ο όρος του καθολικού σχεδιασμού, ο οποίος περιλαμβάνεται μεταξύ των ορισμών του άρθρου 2 της Σύμβασης, και συνιστά κεντρική έννοια για την πραγματοποίηση της πολιτικής προστασίας των ατόμων με αναπηρία. Συνεπώς, για λόγους διευκόλυνσης της εφαρμογής των άρθρων, θα ήταν σκόπιμο να αποσαφηνισθεί και εν προκειμένω η έννοια, και να μην γίνεται απλώς παραπομπή στο κείμενο της Σύμβασης.
Εξ άλλου, στο άρθρο 65 γίνεται λόγος για «εύλογες προσαρμογές», όπως «μέτρα παροχής υποστηρικτικής τεχνολογίας, προσωπικής βοήθειας και εν-διαμέσων, εξατομικευμένη προσαρμογή διαδικασιών ή πρακτικών, εξειδικευμένες υπηρεσίες και βοηθητικές υπηρεσίες για την επικοινωνία» οι οποίες παρέχονται από τα αρμόδια διοικητικά όργανα και αρχές «υπό την προϋπόθεση της μη επιβολής δυσανάλογου ή αδικαιολόγητου βάρους». Σχετικώς παρατηρείται ότι η έννοια του δυσανάλογου και αδικαιολόγητου ενδέχεται να δημιουργήσει ερμηνευτικές δυσχέρειες κατά την εφαρμογή του άρθρου, και ότι, για τον ίδιο λόγο, σκόπιμη θα ήταν η αποσαφήνιση της φύσης και των αποδεκτών του βάρους που τυχόν θα προκύψει.
18. Επί των άρθρων 66 και 76
Με τις διατάξεις του άρθρου 66, θεσπίζεται υποχρέωση για όλα τα διοικητικά όργανα και τις αρχές, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους, να «μεριμνούν για τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης των ΑμεΑ στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον, τόσο σε συνήθεις συνθήκες όσο και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης» και «στο ηλεκτρονικό περιβάλλον, ιδίως στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, πληροφορίες και υπηρεσίες, περιλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης και των υπηρεσιών διαδικτύου.
Σχετικώς παρατηρείται ότι με το άρθρο θεσπίζεται με γενικό τρόπο υποχρέωση η οποία αναφέρεται σε περισσότερες κατηγορίες περιπτώσεων και ενδέχεται να μην εφαρμοσθεί άνευ εξειδικευμένου κανονιστικού πλαισίου που να καθιστά σαφή τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων από τα άτομα με αναπηρία.
Περαιτέρω, ειδικές κτηριοδομικές ρυθμίσεις έχουν ενταχθεί στον ΝΟΚ, βάσει των οποίων στα νέα κτήρια (δημόσια και ιδιωτικά) υποχρεωτικώς πρέπει να εξασφαλίζεται πρόσβαση για άτομα με αναπηρίες. Στα υφιστάμενα πριν από την ισχύ του ΝΟΚ κτήρια της παρ. 6 του άρθρου 26 όπου στεγάζονται υπηρεσίες του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. κ.λπ. επιβάλλεται να γίνουν οι αναγκαίες διαμορφώσεις, ώστε οι λειτουργικοί χώροι τους να είναι προσπελάσιμοι από άτομα με αναπηρία ή εμποδιζομενα άτομα, με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2020, άλλως τα κτήρια θα θεωρούνται αυθαίρετα. Δεδομένου ότι το άρθρο 76 του νομοσχεδίου ορίζει ότι καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη ή ρυθμίζει με τρόπο διαφορετικό τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του νομοσχεδίου θέματα, ερωτάται αν οι διαμορφώσεις στα παλαιά κτήρια του Δημοσίου πρέπει να γίνουν άμεσα.
19. Επί του άρθρου 67
Το άρθρο ρυθμίζει τα σχετικά με την εξασφάλιση επικοινωνίας των ατόμων με αναπηρία με τις διοικητικές αρχές. Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι «[η] ελληνική νοηματική γλώσσα αναγνωρίζεται ως ισότιμη με την ελληνική γλώσσα. Το κράτος λαμβάνει μέτρα για την προώθησή της, καθώς και για την κάλυψη όλων των αναγκών επικοινωνίας των κωφών και βαρήκοων πολιτών … Η ελληνική γραφή Μπράιγ (Braille) αναγνωρίζεται ως μορφή επικοινωνίας των τυφλών Ελλήνων πολιτών. Το κράτος υποχρεούται να λάβει μέτρα για την προώθησή της, καθώς και για την κάλυψη των αναγκών επικοινωνίας των ως άνω πολιτών».
Σχετικώς παρατηρείται ότι οι φράσεις «το κράτος λαμβάνει μέτρα …» τίθενται με εξαιρετικώς γενικό τρόπο και δεν θεμελιώνουν συγκεκριμένη υποχρέωση για συγκεκριμένο διοικητικό όργανο.
20. Επί του άρθρου 70
Δεδομένου ότι το άρθρο αναφέρεται στη νομοπαραγωγική διαδικασία και θεσπίζει την ανάλυση συνεπειών ρυθμίσεων για τα άτομα με αναπηρία, θα ήταν, νομοτεχνικώς, ενδεδειγμένο να συνδεθεί προς τον ν. 4048/2012 περί αρχών καλής νομοθέτησης.
……………….
Αθήνα, 5 Σεπτεμβρίου 2017
Οι εισηγητές
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Προϊστάμενος του Τμήματος Διεθνών και Αμυντικών Μελετών
Γεωργία Μακροπούλου
Ειδικοί Επιστημονικοί Συνεργάτες
Ο προϊστάμενος του Τμήματος
Μελετών Οικονομίας, Περιβάλλοντος και Τεχνολογίας
Κώστας Παπαδημητρίου
Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
(Για τις παρατηρήσεις επί των άρθρων 35, 36, 38, 40, 41, 44, 45 και 49-51)
Ο Προϊστάμενος του Α’ Τμήματος
Νομοτεχνικής Επεξεργασίας
Ξενοφών Παπαρρηγόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Ο Προϊστάμενος της Β’ Διεύθυνσης
Επιστημονικών Μελετών
Αστέρης Πλιάκος
Καθηγητής του Οικονομικού
Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου
Κώστας Μαυριάς
Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών