Εξετάζοντας την αναγκαιότητα ή μη της ποινικοποίησης της βλασφημίας και την επίδρασή της στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης
Περίληψη
Παρά τη σαφή δέσμευση των κρατών μελών της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, η ποινικοποίηση της βλασφημίας εξακολουθεί να προβλέπεται σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, στα οποία προβλέπονται ποινικές διώξεις σε περιπτώσεις βλασφημίας ή δυσφήμησης της θρησκείας. Ωστόσο, η νομοθεσία αυτή έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα (chilling effects) στην ελευθερία του λόγου, καθώς περιορίζει τη δυνατότητα κριτικής και προάγει τη λογοκρισία. Σημειώνεται,βεβαίως, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει κρίνει ότι οι σχετικοί νόμοι δεν παραβιάζουν τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, καθώς θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα ενός ατόμου περί μη προσβολής των θρησκευτικών του πεποιθήσεων και στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.
Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στην αναγκαιότητα ή μη της ποινικοποίησης της βλασφημίας στην Ευρώπη. Υποστηρίζεται ότι οι νόμοι με τους οποίους προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για τη βλασφημία ή την προσβολή των θείων συνιστούν απόλυτους περιορισμούς του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και προτείνεται η κατάργηση τους.
Ι. Εισαγωγή
Οι νόμοι περί βλασφημίας εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα σε ορισμένες ισλαμικές χώρες, στις οποίες μάλιστα έχουν λάβει και λαμβάνουν χώρα βίαιες πράξεις στο όνομα του Ισλάμ, ωστόσο δεν είναι ξένοι και στη χριστιανική παράδοση1. Ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους και η δημιουργία κοσμικών κρατών στην Ευρώπη οδήγησε στην κατάργηση των νόμων περί βλασφημίας σε πολλές, όχι όμως σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη εξακολουθούν να προβλέπονται ποινικές διώξεις για βλασφημία ή δυσφήμηση της θρησκείας2. Ωστόσο, οι νόμοι περί βλασφημίας και δυσφήμησης της θρησκείας έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ελευθερία της έκφρασης και ως εκ τούτου, η ύπαρξή τους δημιουργεί προβλήματα.
Αντίστοιχα, στις ΗΠΑ το σχετικό νομικό καθεστώς που διέπει την τιμώρηση της βλασφημίας είναι σαφώς φιλελεύθερο. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, «η Πολιτεία δεν έχει κανένα έννομο συμφέρον να προστατέψει οποιαδήποτε ή όλες τις θρησκείες από απόψεις τις οποίες κρίνουν ως κακόγουστες (distasteful), το οποίο να δικαιολογεί επαρκώς την εκ των επιβολή περιορισμών στην έκφραση τέτοιων απόψεων. Η καταστολή υπαρκτών ή φανταστικών επιθέσεων εναντίον συγκεκριμένων θρησκευτικών δογμάτων δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης στη χώρα μας»3.
Στην Ευρώπη, ωστόσο, πολλά κράτη εξακολουθούν να τιμωρούν τη βλασφημία, ενώ η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δεν απαγορεύει περιορισμούς της ελευθερίας της έκφρασης στην περίπτωση των θρησκευτικών προσβολών.
Διάφορα περιστατικά κατά το παρελθόν, αλλά και πρόσφατα, έχουν έρθει στην επικαιρότητα σχετικά με δηλώσεις που αποτέλεσαν προσβολή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξαν βίαιες αντιδράσεις από μουσουλμάνους λόγω της δημοσίευσης του μυθιστορήματος του Σαλμάν Ρούσντι «οι σατανικοί στίχοι» (“the Satanic Verses”) το 1988, ενώ και οι γελοιογραφίες του Προφήτη Μωάμεθ σε δανική εφημερίδα το 2005 προκάλεσαν βίαιες αντιδράσεις που κορυφώθηκαν με την τρομοκρατική επίθεση εναντίον του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo, η οποία άφησε πίσω δώδεκα νεκρούς και έντεκα τραυματίες4. Η επίθεση αυτή οδήγησε σε μια κοινωνική εκστρατεία η οποία διαδόθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γνωστή και ως εκστρατεία #jesuischarlie, η οποία συμβόλιζε την κατακραυγή κατά των τρομοκρατικών επιθέσεων και την υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης5.
Τα περιστατικά αυτά αναδεικνύουν την ένταση μεταξύ του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και την απαγόρευση της έκφρασης που προσβάλλει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Από τη μία πλευρά, στην περίπτωση της δημοσίευσης των σκίτσων στη Δανία, κινήθηκαν νομικές διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο, με το επιχείρημα ότι τα σκίτσα παραβίαζαν το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων, με διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις να ζητούν αυστηρότερους κανονισμούς για την προστασία των θρησκευτικών πεποιθήσεων από προσβολές. Από την άλλη πλευρά, τα πιο φιλελεύθερα τμήματα τις κοινωνίας έχουν ταχθεί υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, καταδικάζοντας τις ποινικές κυρώσεις κατά της βλασφημίας6.
ΙΙ. Ο σκοπός των νόμων περί βλασφημίας
Το πρώτο ερώτημα που χρήζει απάντησης αφορά το σκοπό της ποινικοποίησης της βλασφημίας. Νομικές κυρώσεις κατά της δυσφήμησης της θρησκείας έχουν θεσπιστεί σε κράτη στα οποία υπάρχει μία κυρίαρχη θρησκεία, με την πολιτική και τη θρησκεία να παραμένουν συνυφασμένες. Οι κυρώσεις έχουν θεσπιστεί και εφαρμόζονται, προκειμένου να προστατευθεί η κυρίαρχη θρησκεία και, προφανώς, τονίζουν τη σημασία του συστήματος της επίσημης (κρατικής) εκκλησίας σε μια χώρα.
Πιο συγκεκριμένα, ο σκοπός αυτών των νόμων είναι να περιοριστεί η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης που σχετίζονται με την βλασφημία, προκειμένου, κατά το φαινόμενο, να προστατεύσει τον Θεό ή μια συγκεκριμένη θρησκεία. Για παράδειγμα, το ελληνικό ποινικό δίκαιο προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τη δημόσια και κακόβουλη προσβολή του Θεού, των θείων, της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης θρησκείας η οποία είναι ανεκτή στην Ελλάδα (αρθρ. 198 ΠΚ). Η αιτιολόγηση της απαγόρευσης της βλασφημίας δεν μπορεί να είναι, όμως, ο φόβος της τιμωρίας από έναν «θυμωμένο» Θεό, όπως αυτός απεικονίζεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο πραγματικός σκοπός είναι, μάλλον, να προστατεύσει τα θρησκευτικά αισθήματα της πλειοψηφίας του πληθυσμού και σπανιότερα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μειονοτήτων. Από τη στιγμή που η βλασφημία μπορεί να προκαλέσει δυσαρέσκεια στους πιστούς, είναι πιθανό να προκαλέσει βίαιες αντιδράσεις και να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή και διατάραξη της ειρήνης. Έτσι, η ανάγκη να προστατευθεί η θρησκευτική ελευθερία και να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, και όχι η προστασία της θρησκείας, φαίνεται πως είναι η αιτιολογική βάση για την ύπαρξη κυρώσεων κατά της βλασφημίας7.
Από τη στιγμή, όμως, που η επιβολή κυρώσεων για τη βλασφημία μπορεί να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα (chilling effects) στην ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία με αυτήν. Είναι απαραίτητο να έχουμε στο μυαλό μας ότι η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας και βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που γίνονται ευμενώς δεκτές ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και σε εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν8. Ως εκ τούτου, κάθε κοινωνία πρέπει να επιτρέπει την ανοιχτή συζήτηση για θέματα που σχετίζονται με τη θρησκεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σύμφωνα με την Επιτροπή της Βενετίας, σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι θρησκευτικές ομάδες πρέπει να ανέχονται, όπως και οι άλλες κοινωνικές ομάδες, επικριτικές δημόσιες δηλώσεις και συζητήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες, τις διδασκαλίες και τις πεποιθήσεις τους, υπό τον όρο ότι τέτοια κριτική δεν ισοδυναμεί με σκόπιμη και αναίτια προσβολή και δεν αποτελεί προτροπή για να διαταραχθεί η κοινή ειρήνη ή να γίνουν διακρίσεις εναντίον πιστών κάποιας συγκεκριμένης θρησκείας9.
Περιορισμοί του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης είναι νόμιμοι, μόνο εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ, δηλαδή εφόσον προβλέπονται στο νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της δημόσιας ασφάλειας, για την πρόληψη εγκλημάτων, την προστασία της υγείας ή των ηθών, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων, και ούτω καθεξής. Θα πρέπει, επομένως, να εξεταστεί το κατά πόσον οι εθνικές νομοθεσίες των ευρωπαϊκών χωρών σχετικά με τη βλασφημία πληρούν τα κριτήρια αυτά.
Προφανώς, δεν υπάρχει κάποιος γενικά αποδεκτός ορισμός της βλασφημίας. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται από την Επιτροπή Πολιτισμού, Επιστημών και Εκπαίδευσης της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, βλασφημία είναι το αδίκημα της προσβολής ή της επίδειξης περιφρόνησης ή έλλειψης ευλάβειας για τον Θεό και, κατ’ επέκταση, προς οτιδήποτε θεωρείται ιερό. Σχετικές ποινικές διατάξεις υπάρχουν σε έξι κράτη μέλη της ΕΕ: Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Ελλάδα, Ιρλανδία και Ιταλία. Οι ποινές για τη βλασφημία ποικίλουν: σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ιρλανδία προβλέπεται η επιβολή προστίμων, ενώ σε Δανία, Αυστρία και Φινλανδία προβλέπεται ποινή φυλάκισης λίγων μηνών, και μόνο στην Ελλάδα προβλέπεται ποινή φυλάκισης που μπορεί να φτάσει τα 2 χρόνια.
Η θρησκευτική προσβολή αποτελεί ένα παρόμοιο αδίκημα, το οποίο λαμβάνει διαφορετικές μορφές σε διάφορες χώρες της ΕΕ. Συγκεκριμένα, ορίζεται ως προσβολή κατά συγκεκριμένης θρησκείας ή προσβολή για τα θρησκευτικά αισθήματα και επισύρει ποινή φυλάκισης από μερικούς μήνες έως πέντε έτη ή/και χρηματική ποινή.
Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, η υποκίνηση θρησκευτικού μίσους τιμωρείται ως ειδική περίπτωση του γενικού αδικήματος της υποκίνησης μίσους. Σε ορισμένες χώρες, ωστόσο, απαιτείται η υποκίνηση να είναι πιθανό να προκαλεί διακρίσεις ή βία. Σημειώνεται, επίσης, ότι σε πολλά κράτη συνιστά επιβαρυντική περίσταση η υποκίνηση μίσους που διαπράχθηκε ή προκλήθηκε με τη χρήση βίας.
III. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ασχολήθηκε με το ζήτημα του λόγου που προσβάλλει θρησκευτικά αισθήματα σε μια σειρά αποφάσεων, αρχής γενομένης από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στη σημαντικότερη απόφασή του στην υπόθεση του Otto-Preminger-Institut κατά Αυστρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ευθύνη για τη διασφάλιση της «ειρηνικής απόλαυσης» της ελευθερίας της θρησκείας ανήκει στο κράτος. Ένα κράτος – μέλος μπορεί να κρίνει απαραίτητη τη λήψη μέτρων με στόχο την καταστολή ορισμένων μορφών συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης της μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών οι οποίες κρίνονται ασυμβίβαστες με το σεβασμό της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας των άλλων, όπως κρίθηκε με την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά Ελλάδος10. Συνεπώς, ο σεβασμός των θρησκευτικών αισθημάτων των πιστών θα παραβιάζεται όταν λαμβάνουν χώρα προκλητικές απεικονίσεις των αντικειμένων της θρησκευτικής λατρείας και τέτοιες απεικονίσεις μπορεί να θεωρηθούν ως παραβίαση της ανεκτικότητας, η οποία αποτελεί βασικό συστατικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Επιπλέον, στην υπόθεση Wingroe κατά Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία υποβλήθηκε προσφυγή από τον σκηνοθέτη της ταινίας ‘Visions of Ecstasy’, οι αρμόδιες αρχές αρνήθηκαν να χορηγήσουν πιστοποιητικό, επειδή έδειχνε την Αγία Τερέζα της Αβίλα να έχει εκστατικά οράματα του Ιησού Χριστού και να επιδίδεται σε πράξεις σεξουαλικής φύσης. Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η άρνηση αυτή συνιστούσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αγγλικό δίκαιο περί βλασφημίας, το οποίο αποτελούσε τη νομική βάση για τον περιορισμό αυτό, επιδιώκει έναν θεμιτό σκοπό, ο οποίος ήταν να προστατεύσει το δικαίωμα των πολιτών να μην προσβάλλονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Το ΕΔΔΑ επανέλαβε τη νομολογία του στην απόφαση Otto-Preminger-Institut σχετικά με την ύπαρξη υποχρέωσης να αποφεύγονται όσο το δυνατόν οι εκφράσεις σε σχέση με αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας που είναι αδικαιολόγητα προσβλητικές για τους πιστούς και βέβηλες.
Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι η νομολογία αυτή του ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ότι υφίσταται ένα δικαίωμα σχετικά με τη μη προσβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός ατόμου, ωστόσο, αυτό συγκρούεται με την ελευθερία του λόγου11. Σχετικά έχει ασκηθεί η κριτική ότι το ΕΔΔΑ έσφαλε κατά την στάθμιση ανάμεσα στο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, καθώς ο κρινόμενος περιορισμός ήταν πραγματικά δυσανάλογος προς το νόμιμο σκοπό, και ως εκ τούτου η ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης θα έπρεπε να έχει υπερισχύσει12.
Κατά την άποψή μας, η συλλογιστική του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι εισάγει έναν απόλυτο περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Κατά την άποψή μας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί σε στάθμιση των δικαιωμάτων σύμφωνα με τη θεωρία της πρακτικής αντιστοιχίας που εφαρμόζεται από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, σύμφωνα με την οποία, η επιδίωξη του εφαρμοστή του δικαίου είναι να αποφύγει να «θυσιάσει» ένα δικαίωμα για χάρη ενός άλλου13. Αντ’ αυτού, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο σε περιπτώσεις σύγκρουσης δικαιωμάτων, προσπαθεί να βρει μια συμβιβαστική λύση μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, θέτοντας περιορισμούς στην άσκησή τους.
IV. Περαιτέρω πρωτοβουλίες του Συμβουλίου της Ευρώπης
Η συζήτηση στην Ευρώπη για την ουσία των αδικημάτων περί βλασφημίας είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και, παρά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, έχει αναδειχθεί το ασυμβίβαστο των εν λόγω αδικημάτων με την προστασία του δικαιώματος της ελευθερία της έκφρασης.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε την έκθεση της Επιτροπής Πολιτισμού, Επιστημών και Παιδείας της 8ης Ιουνίου 2007, στην οποία τονίζεται ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η εθνική νομοθεσία και πρακτική14:
• επιτρέπουν τον ανοικτό διάλογο σε θέματα που σχετίζονται με τη θρησκεία και τις πεποιθήσεις και δεν μεροληπτούν υπέρ μιας συγκεκριμένης θρησκείας, πρακτική που θα ήταν ασυμβίβαστη με τα άρθρα 10 και 14της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,
• ποινικοποιούν τις δηλώσεις που υποκινούν μίσος ή διακρίσεις ή καλούν για τη χρήση βίας εναντίον ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων λόγω της θρησκείας τους, όπως και για οποιουσδήποτε άλλους λόγους,
• απαγορεύουν ενέργειες οι οποίες σκόπιμα και σοβαρά διαταράσσουν τη δημόσια τάξη και αποτελούν δημόσια πρόσκληση σε χρήση βίας, μέσω αναφορών σε θρησκευτικά ζητήματα, στο βαθμό που είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Εν συνεχεία, η Επιτροπή της Βενετίας εξέτασε τη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία, ερευνώντας το κατά πόσον υπάρχει ανάγκη για ειδική συμπληρωματική νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα. Τα συμπεράσματα της έκθεσης από την Επιτροπή της Βενετίας είναι, μεταξύ άλλων15, τα ακόλουθα:
1. Η υποκίνηση μίσους, συμπεριλαμβανομένου του θρησκευτικού, θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ποινικών κυρώσεων, όπως ισχύει ήδη σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, με μόνες εξαιρέσεις την Ανδόρα και τον Άγιο Μαρίνο.
2. Δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή η θέσπιση αδικήματος σχετικά με την θρησκευτική προσβολή (δηλαδή, της προσβολή των θρησκευτικών αισθημάτων) per se, χωρίς το στοιχείο της υποκίνησης μίσους να αποτελεί βασικό συστατικό.
3. Πρέπει να καταργηθεί το αδίκημα της βλασφημίας (όπως ήδη συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες) και δεν πρέπει να επανεισαχθεί.
Αυτή είναι μια σημαντική δικαιοπολιτική αντιμετώπιση του υπό κρίση ζητήματος, καθώς προκρίνεται η κατάργηση του αδικήματος της βλασφημίας, διότι θεωρείται ότι η άσκηση ποινικής δίωξης δεν είναι το κατάλληλο μέσο σε ό,τι αφορά την προσβολή των θρησκευτικών αισθημάτων. Αντίστοιχη αντιμετώπιση δεν προτείνεται και για τα εγκλήματα και τη ρητορική μίσους που αφορούν τη θρησκεία, καθώς κρίνεται ότι τα μέτρα ποινικού χαρακτήρα είναι απαραίτητα σε περιπτώσεις που σχετίζονται με την υποκίνηση θρησκευτικού μίσους.
V. Συμπέρασμα
Κατά την άποψή μας, ο λόγος που συμβάλλει σε μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος προστατεύεται σαφώς με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και στα εθνικά Συντάγματα των ευρωπαϊκών χωρών, έστω και αν αφορά ζητήματα θρησκευτικής πίστης16. Ως εκ τούτου, θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις, σατιρικές παρουσιάσεις και απεικονίσεις, κινούμενα σχέδια, κλπ., τα οποία αποτελούν τον κυρίως στόχο των νόμων περί βλασφημίας, δεν πρέπει να απαγορεύονται και να τιμωρούνται, ακόμα κι αν αγγίζουν ευαίσθητα θέματα πίστης.
Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να καταργηθούν οι νόμοι περί βλασφημίας, οι οποίοι συνιστούν απόλυτους περιορισμούς του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης, με εξαίρεση το αδίκημα της υποκίνησης θρησκευτικού μίσους, το οποίο πρέπει να διατηρηθεί, δεδομένου ότι μια τέτοια συμπεριφορά βρίσκεται εκτός του πεδίου της ελευθερίας της έκφρασης και δεν μπορεί να προστατεύεται δυνάμει του εν λόγω δικαιώματος.
——
[Το παρόν άρθρο παρουσιάστηκε στο Διεθνές εργαστήριο «From Online Hate Speech to cyberterrorism: Freedom of expression VS Security: what regulations are possible?», στο Μονπελιέ, στις 8 Φεβρουαρίου 2017]
Μετάφραση κειμένου: Βασίλης Καρκατζούνης
- 1.M. Gatti, Blesphemy in European Law, in M. Díez Bosch and J. Sànchez Torrents (eds), On Blasphemy (Blanquerna, 2015), pp. 49-64.
- 2.J. Temperman, Blasphemy, Defamation of Religions and Human Rights law, 26(4) NETH. Q. HUM. RTS. 517, 530–533 (2008).
- 3.Judgement of the U.S. Supreme Court, Joseph Burstyn, Inc. v. Wilson, 26 May 1952, 343 U.S. 495.
- 4.See The Telegraph, 04 May 2015, http://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/europe/france/11341599/Prophet-Muhammad-cartoons-controversy-timeline.html
- 5.M. Groppo, To Be or Not to Be Charlie?, http://www.booksandideas.net/To-Be-or-Not-to-Be-Charlie.html#nb1
- 6.Letsas, Is there a right not to be offended in one’s religious beliefs?, Electronic copy available at: http://ssrn.com/abstract=1500291
- 7.J. Patrick, The Curious Persistence of Blasphemy, Florida Journal of International law vo. 23 (2011), pp. 187-220
- 8.ECtHR, Handyside v. the United Kingdom, § 49.
- 9.Preliminary Report adopted on 16-17 March 2007 by the Venice Commission.
- 10.Otto-Preminger-Institut, para. 47; Kokkinakis v Greece, 1993, para. 48
- 11.Letsas, ibid.
- 12.Letsas, ibid.
- 13.See Kommers & Miller, The Constitutional Jursprudence of the Federal Republic of Germany, 3rd ed., 2012, p. 67-68: “Practical Concordance is a “canon that holds that protected constitutional values must be harmonized with one another when they conflict,,, it requires the optimization of competing rights. In short, one constitutional value may not be realized at the expense of a competing constitutional value. In the German view, constitutional interpretation is not a zero-sum game´… Professor Hesse wrote, ‘The principle of the Constitution’s unity requires the optimization of [values in conflict]: Both legal values need to be limited so that each can attain its optimal effect. In each concrete case, therefore, the limitations must satisfy the principle of proportionality; that is, they may not go any further than necessary to produce a concordance of both legal values.’”
- 14.Parliamentary Assembly, doc. 11296, 8 June 2007, Blasphemy, religious insults and hate speech against persons on grounds of their religion, Report Committee on Culture, Science and Education Rapporteur: Mrs Sinikka Hurskainen, Finland, Socialist Group, http://www.assembly.coe.int/nw/xml/XRef/X2H-Xref-ViewHTML.asp?FileID=11521&lang=EN
- 15.Venice Commission, Blasphemy, insult and hatred: finding answers in a democratic society, Science and technique of democracy, No. 47, 2010.
- 16.See ECtHR, Von Hannover v. Germany, 24.9.2004, application no. 59320/00.