Τα μεγέθη από τα αποτελέσματα στη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων βυθίζουν τους τραπεζίτες σε Αθήνα και Φρανκφούρτη σε έντονη ανησυχία και προβληματισμό για την περαιτέρω μεσοπρόθεσμη στρατηγική των τραπεζών. Ο προβληματισμός έχει χτυπήσει “κόκκινο”, με αποτέλεσμα νέα σύσκεψη τη Δευτέρα στη Φρανκφούρτη μεταξύ των CEOs των ελληνικών τραπεζών και ανώτατων διοικητικών στελεχών της ΕΚΤ και του SSM.
Οι ανεπαρκείς επιδόσεις στη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων θέτουν το σύστημα σε συναγερμό, ο οποίος όμως παραμένει επί του παρόντος “σιωπηρός”, καθώς επικαλύπτεται από την ανοιχτή και θορυβώδη κόντρα ΕΚΤ και Κομισιόν με το ΔΝΤ και την πάγια θέση του περί της ανάγκης νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι τράπεζες και εποπτικές αρχές βρίσκονται σε εγρήγορσηγια το πώς θα αποτρέψουν το ενδεχόμενο να εκπληρωθεί η “προφητεία” του ΔΝΤ, ανακόπτοντας τη φορά εξελίξεων που δρομολογούν τα “αργά” και ανεπαρκή αποτελέσματα στο μέτωπο της μείωσης των “κόκκινων” δανείων.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τα επόμενα stress tests της ΕΚΤ την άνοιξη του 2018, το προσεχές 18μηνο είναι κομβικό για τις τράπεζες και δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην ανασύνθεση του τραπεζικού χάρτη.
Οι προβληματισμοί που γεννώνται γύρω από τα “κόκκινα” δάνεια, με προέκταση στην κερδοφορία και στην κεφαλαιακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, αναμένεται να είναι το κύριο αντικείμενο των συναντήσεων που, σύμφωνα με πληροφορίες του “Κεφαλαίου”, θα έχουν αύριο Δευτέρα οι επικεφαλής των ελληνικών τραπεζών με το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Benoit Coeure (φωτογραφία) και την αντιπρόεδρο του SSM, Σαμπίνε Λάουτενσλαγκερ, στη Φρανκφούρτη. Σημειώνεται ότι ο SSM έχει ήδη ξεκινήσει –με επίκεντρο τη βιωσιμότητα των ρυθμίσεων– τους ελέγχους στα χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank, ενώ τέλη Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου οι έλεγχοι θα συνεχιστούν στα χαρτοφυλάκια της Eurobank και της Τράπεζας Πειραιώς. Πρόκειται για κρίσιμους ελέγχους ετοιμότητας εν όψει των πανευρωπαϊκών stress tests του 2018 που στόχο έχουν να προλάβουν κάθε πιθανή “κεφαλαιακή τρύπα”, ειδικά από τη στιγμή που από 1/1/2018 επιβάλλεται πρόσθετη κεφαλαιακή θωράκιση των τραπεζών από το νέο λογιστικό πρότυπο IFRS 9. Το τελευταίο, επιβάλλει στις τράπεζες εκ των προτέρων σχηματισμό προβλέψεων για πιθανούς, και όχι απλά πραγματοποιηθέντες, κινδύνους.
“Βαρόμετρο” οι πωλήσεις
Το θέμα των προβλέψεων άρχισε να διαφαίνεται ως ευρύτερο δυνητικό πρόβλημα για τις τράπεζες με την πρώτη μεγάλη διάσωση προβληματικής επιχείρησης, αυτήν του ομίλου Μαρινόπουλου. Τότε, όπως έγραφε το “Κ”, αποκαλυπτόταν ότι τη διάσωση θα πλήρωναν ακριβά οι τράπεζες, αφού, κατά τις πληροφορίες, οι προβλέψεις που είχαν σχηματίσει έναντι του δανεισμού του ομίλου δεν ήταν επαρκείς, φτάνοντας μάλιστα μέχρι και μόλις στο 20%. Πλέον, το θέμα της ουσιαστικής επάρκειας των προβλέψεωναποκτά πολύ πιο σοβαρό χαρακτήρα, αφενός γιατί το ζητούμενο της υπερεπάρκειας προβλέψεων αποτελεί εκ προοιμίου ζητούμενο από τις εποπτικές αρχές, αφετέρου διότι οι ελληνικές τράπεζες θα υποχρεωθούν σε πιο επιθετικές πωλήσεις “κόκκινων” δανείων.
Οι πωλήσεις “κόκκινων” δανείων αναμένεται να ενισχυθούν σημαντικά, τόσο γιατί οι ρυθμίσεις δανείων φαίνεται να μην μπορούν να αποδώσουν στα επιθυμητά επίπεδα και δείχνουν να έχουν “φρακάρει”, όσο και γιατί οι διαγραφές δανείων έχουν συγκεκριμένα πρακτικά και ηθικά όρια έτσι ώστε να μην καταντήσουν άτυπη σεισάχθεια.
Επιπροσθέτως, οι πωλήσεις “κόκκινων” δανείων φαίνεται ότι θα γίνουν σε χαμηλά τιμήματα, κάτι που προδιαγράφεται ως κλίμα από τις πληροφορίες για το εύρος του τιμήματος που προσφέρουν οι ενδιαφερόμενοι για την εξαγορά του πακέτου καταναλωτικών NPLs, ύψους 1,5 δισ. ευρώ της Eurobank. Καθώς η διαπραγμάτευση είναι εξαιρετικά κρίσιμη και θα καθορίσει τη στάθμη των πωλήσεων “κόκκινων” δανείων για όλες τις άλλες τράπεζες που θα ακολουθήσουν, στελέχη της αγοράς με γνώση των κινήσεων των διεθνών funds αναφέρουν στο “Κ”, ενδεικτικά και μόνο, ότι αντίστοιχες πωλήσεις στο εξωτερικό πραγματοποιούνται μεταξύ 3 και 5 σεντς ανά ευρώ και για τις ελληνικές τράπεζες θα ήταν ευτύχημα να επιτευχθεί μία τιμή στα 1,5 – 2 σεντς…
Ο τελικός πήχης, πάντως, αναμένεται να καθοριστεί σύντομα, καθώς, σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ”, η Eurobank βρίσκεται στην τελική ευθεία των διαπραγματεύσεων με τρεις ενδιαφερόμενους: τη νορβηγική Lindorff, τη Cepal των Aktua – Alpha Bank και την EOS της Deutsche Bank. Την έκβαση του εγχειρήματος της Eurobank αναμένουν η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank προκειμένου η μεν πρώτη να προχωρήσει, σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ” σε πώληση δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεωνκαλυμμένων με εξασφαλίσεις (SMEs asset backed) ύψους 1 δισ. ευρώ (το συγκεκριμένο deal διαχειρίζεται η UBS), η δε δεύτερη σε πώληση καταναλωτικών δανείων 1 δισ. ευρώ. Και οι δύο συναλλαγές αναμένονται εντός του έτους, ενώ δεν αποκλείεται ήδη να έχουν φτάσει στο στάδιο των μη δεσμευτικών προσφορών, δεδομένου ότι διενεργούνται με άκρα μυστικότητα. Μέσα στο α’ τρίμηνο του 2018, σε πώληση χαρτοφυλακίου NPLs αναμένεται να προχωρήσει και η Εθνική Τράπεζα, η οποία εκ των αποτελεσμάτων της και του πλάνου αναδιάρθρωσης που σχεδόν έχει ολοκληρώσει, βρίσκεται με μεγαλύτερη ευχέρεια χρόνου και κινήσεων.
Οι πρόσθετες προβλέψεις
Σε κάθε περίπτωση, αν και οι πρώτες πωλήσεις “κόκκινων” δανείων θα έχουν μηδενικό έως διαχειρίσιμο ζημιογόνο αποτέλεσμα για τις τράπεζες, δεδομένου ότι θα αφορούν πωλήσεις δανείων σχεδόν εξολοκλήρου καλυπτόμενων από προβλέψεις, στην πορεία θα αναδειχθεί η ανάγκη σχηματισμού πρόσθετων προβλέψεων από τις τράπεζες.
Η προοπτική αυτή είναι προφανής και μόνο από την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9, το οποίο καταργεί από 1/1/2018 την έννοια του ζημιογόνου γεγονότοςόπως προβλεπόταν μέχρι σήμερα ως προϋπόθεση για την αναγνώριση πιστωτικών ζημιών. Πλέον δεν θα είναι απαραίτητο να υπάρξει αντικειμενικά απόδειξη και να πρέπει να αναγνωριστεί η πιστωτική ζημία από την απομείωση της αξίας του περιουσιακού στοιχείου ενός δανείου. Αντιθέτως, οι τράπεζες θα οφείλουν να αναγνωρίζουν εκ των προτέρων την πιθανότητα αναμενόμενων ζημιών και να σχηματίζουν προληπτικά τις δέουσες προβλέψεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουν να παρακολουθούν στενά τα επίπεδα των προβλέψεών τους και να ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα τις εποπτικές αρχές, έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή οι προβλέψεις να αντικατοπτρίζουν μεταβολές στον πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν.
Οι πρόσθετες προβλέψεις που θα χρειαστεί να σχηματίσουν δεν θα είναι σημαντικές δεδομένου ότι ήδη έχουν συσσωρευμένες προβλέψεις της τάξεως των 52,8 δισ. ευρώ(31/12/2016). Οι προβλέψεις αυτές καλύπτουν μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε ποσοστό 49,7%, –όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες μεσαίου μεγέθους κινείται στο 46,4%–, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν αναμένεται κάποια αύξηση του πιστωτικού κινδύνου στο άμεσο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, τα δεδομένα από την πορεία των “κόκκινων” δανείων και τις επιδόσεις των τραπεζών στη μείωσή τους μέχρι και το β’ τρίμηνο του 2017, χτυπάνε “καμπανάκι”. Όπως διαπιστώνει η ΤτΕ, η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί περαιτέρω από το μειωμένο ποσοστό 49,1% του α’ τριμήνου, στο 48,3% τον Ιούνιο του 2017, καθώς οι διαγραφές “κόκκινων” δανείων καταναλώνουν σταδιακά μεγαλύτερο κομμάτι από το απόθεμα των προβλέψεων. Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (ωστόσο, υπολογιζόμενες με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), λέει η ΤτΕ, η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που επιτυγχάνεται είναι σχεδόν πλήρης.
Ποιο είναι, τελικώς, το σπιράλ του προβληματισμού που έχει ως επίκεντρο τις προβλέψεις των τραπεζών για τα “κόκκινα” δάνεια; Ότι η ανάγκη των πρόσθετων προβλέψεων θα είναι εις βάρος της κερδοφορίας των τραπεζών και η τελευταία είναι η μόνη πηγή παραγωγής κεφαλαίων, ισχυρών εποπτικά, για τις τράπεζες. Τα προηγούμενα χρόνια οι τράπεζες παρουσίαζαν ζημιές λόγω του σχηματισμού υψηλών προβλέψεων και μόλις φέτος άρχισαν να βγάζουν “το κεφάλι έξω από το νερό“, παρουσιάζοντας την πρώτη οριακή κερδοφορία. Σημειώνεται ότι η επίτευξη εφεξής σταθερής κερδοφορίας ήταν το επιτακτικώς ζητούμενο από τους μετόχους των τραπεζών που συμμετείχαν στις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις…
Αγκομαχούν για τη μείωση NPEs, NPLs
Οι δυσκολίες των τραπεζών στη μείωση των “κόκκινων” δανείων αναδεικνύονται, πάντως, στα επίσημα στοιχεία για την πορεία των επιχειρησιακών στόχων που δημοσίευσε η ΤτΕ. Παρά το ότι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ)μειώθηκε κατά 2% στο β’ τρίμηνο του έτους σε σχέση με το τέλος Μαρτίου 2017 και κατά 3,2% από τον Δεκέμβριο 2016, αγγίζοντας τα 102,9 δισ. ευρώ ή το 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων, είναι εμφανές ότι η προσπάθεια γίνεται μετά κόπου και εμποδίων.
Συνολικά, το α’ εξάμηνο 2017 οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία Ιουνίου 2017, τα ΜΕΑ αγγίζουν τα 101,8 δισ. ευρώ (εξαιρούνται τα εκτός ισολογισμού στοιχεία) ή 1,6 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό-στόχο. Εντούτοις, η ΤτΕ εκτιμά ότι αρνητική συμβολή στην περαιτέρω μείωση των υπολοίπων ΜΕΑ θα έχει η συσσώρευση νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, η οποία αναμένεται τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2017.
Την ίδια στιγμή, στο β’ τρίμηνο του 2017 οι τράπεζες έχασαν για δεύτερη συνεχόμενη περίοδο τον στόχο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), τα οποία έφτασαν τα 72,8 δισ. ευρώ ή περίπου 0,4 δισ. ευρώ υψηλότερα από τον στόχο.
Το β’ τρίμηνο του 2017, οι εισπράξεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το υπόλοιπο των ΜΕΑ κινήθηκαν περίπου στα ίδια επίπεδα με τον στόχο που είχε τεθεί (0,79% έναντι στόχου 0,84%), βελτιωμένες σε σχέση με το α’ τρίμηνο (0,74%). Όμως, οι επιδόσεις των τραπεζών στους υπόλοιπους στόχους (οι στόχοι που σχετίζονται με βιώσιμες λύσεις και επιχειρησιακούς στόχους δράσεων δεν μπορούν να αθροιστούν σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος) ήταν χειρότερες σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί για την περίοδο. Για τις περισσότερες τράπεζες παρατηρήθηκαν αρνητικές αποκλίσεις στους στόχους που αφορούν τα υπόλοιπα δανείων που δεν εξυπηρετούνται για περίοδο άνω των 720 ημερών και δεν έχουν καταγγελθεί, στο υπόλοιπο των υπερχρεωμένων βιώσιμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τις οποίες έχει διενεργηθεί ανάλυση βιωσιμότητας κατά το τελευταίο 12μηνο και στο υπόλοιπο των κοινών δανείων μεγάλων επιχειρήσεων για τις οποίες έχουν εφαρμοστεί σχέδια αναδιάρθρωσης.
Συνολικά, τα πεπραγμένα των τραπεζών στο μέτωπο των “κόκκινων” δανείων δείχνουν ότι ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρέμεινε σε επίπεδα άνω του 2%, ξεπερνώντας τον ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) και καθιστώντας τις εκτεταμένες διαγραφές δανείων το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ. Οι διαγραφές δανείων ανήλθαν σε 1,9 δισ. ευρώ για το β΄ τρίμηνο, αγγίζοντας τα 3,3 δισ. ευρώ για το πρώτο μισό του έτους. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη.