Εκτεταμένη έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) σχετικά με τη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κλίμα καλεί τις Βρυξέλλες να εντείνουν τις περικοπές των εκπομπών και να προσαρμοστούν ταχύτερα στην κλιματική αλλαγή, καθώς οι τρέχουσες προσπάθειές τους δεν ήταν επαρκείς.
Στο πλαίσιο νέας ανασκόπησης του περιβαλλοντικού τοπίου από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, εξετάστηκαν οι πολιτικές της ΕΕ για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή, με την έκθεση να καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι οι Βρυξέλλες θα πρέπει να καταβάλλουν πρόσθετες προσπάθειες, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους μείωσης των εκπομπών μέχρι το 2030 και το 2050.
Η εν λόγω έκθεση προειδοποίησε ότι η τρέχουσα πορεία μείωσης των εκπομπών είναι ανεπαρκής και ότι οι στόχοι του 2030 θα χρειαστούν ετήσιες μειώσεις εκπομπών, για να αυξηθούν κατά 50% τα επόμενα δέκα χρόνια. Σημείωσε, επίσης, ότι πέρα του 2030 το ποσοστό θα πρέπει να ξεπεράσει τα ιστορικά επίπεδα κατά 300% -400%.
Η έκθεση υπογράμμισε τη σημασία της παραγωγής και χρήσης ενέργειας, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει το 79% των εκπομπών της ΕΕ.
Αναγνωρίζει, ακόμη, τη σημασία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, επισημαίνοντας, ωστόσο, ορισμένους παράγοντες που προκάλεσαν εμπόδια στην ολοκλήρωσή της.
Οι παράγοντες αυτοί περιλαμβάνουν: 1) τις διαφορές στον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το νομικό πλαίσιο, 2) τις υποδομές που δεν μπορούν ακόμη να εξασφαλίσουν πλήρη ασφάλεια του εφοδιασμού σε μια ολοκληρωμένη αγορά και τέλος, 3) την προβληματική συνεργασία σε διασυνοριακά έργα, για παράδειγμα μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας.
Ο τρόπος με τον οποίο τα κράτη μέλη κινούνται προς τους δικούς τους ενεργειακούς στόχους βρέθηκε, επίσης, κάτω από το μικροσκόπιο. Οι ενεργειακοί έλεγχοι κατέδειξαν έλλειψη αποδοτικότητας και εμπόδια στις επενδύσεις.
Επιπλέον, πολλά κράτη μέλη δεν έχουν χρησιμοποιήσει όλη τη χρηματοδότηση της ΕΕ που διατίθεται για έργα ανανεώσιμης ενέργειας.
Διαπιστώθηκε, επιπροσθέτως, ότι η σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας δεν αποτέλεσε προτεραιότητα κατά τον σχεδιασμό έργων ανανεώσιμης ενέργειας, αναφέροντας ως παράδειγμα τη Δανία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ άλλων.
Το ΕΕΣ κατέληξε ότι η μετάβαση προς τις μεταφορές χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν λαμβάνει χώρα με επαρκή ρυθμό, προειδοποιώντας ότι, σε αντίθεση με άλλους τομείς όπου οι εκπομπές έχουν μειωθεί, οι μεταφορές έχουν σημειώσει αύξηση, ιδιαίτερα από το 2014, όταν άρχισε η οικονομική ανάκαμψη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προσπαθήσει σύντομα να αντιμετωπίσει αυτή την ανησυχία, με την πολυαναμενόμενη πρόταση για τη μείωση των εκπομπών ρύπων στις μεταφορές.
Ακόμη και αν οι πολιτικές της ΕΕ κατορθώσουν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η έκθεση επισημαίνει ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν επιπρόσθετα μέτρα προσαρμογής για την κλιματική αλλαγή. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι το κλίμα της Ευρώπης θα διαφέρει σημαντικά μέχρι τα τέλη του αιώνα, ακόμη και αν πληρούνται οι κύριοι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού.
Ο Phil Wynn Owen, μέλος της ομάδας ελέγχου, δήλωσε ότι θα αποτελεί «μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ και τα κράτη μέλη να προβλέψουν και να προγραμματίσουν σωστά την προσαρμογή, μειώνοντας την ανάγκη να ενεργήσουν αργοπορημένα, στην προσπάθεια αντιμετώπισης γεγονότων που θα έχουν μεγάλο κόστος».
Η πρόσφατη έξαρση των δασικών πυρκαγιών στην Ευρώπη, οι σοβαρές πλημμύρες και ο αντίκτυπος των ακραίων καιρικών συνθηκών και της ξηρασίας αναφέρονται ως παραδείγματα για τα οποία η ΕΕ πρέπει να προετοιμαστεί για την αναπόφευκτη κλιματική αλλαγή, προτού να είναι αργά.