Αριθμός 183/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη-Εισηγήτρια, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Γ. συζ. Π. Π., το γένος Ν. Α., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Παπαπετρόπουλο
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. χήρας Κ. Μ., το γένος Ν. Α., κατοίκου …, 2) Γ. Μ. του Κ., κατοίκου …, 3) Γ. Μ. του Κ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Κουσαή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, την από 27-4-2009 αγωγή των ήδη 2ου και 3ης τωναναιρεσιβλήτων, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3617/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5705/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 30-5-2016 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 17 παρ. 1 και 10 του Ν. 1337/1983 “επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων κ.λπ.” τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει, που ανεγείρονται μετά την 31η Ιανουαρίου 1983 εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, καθώς και όσα δεν εξαιρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού, κατεδαφίζονται υποχρεωτικά από τους κυρίους ή συγκυρίους τους, έστω και αν έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο (παρ. 1). Πριν από την κατεδάφιση των κατεδαφιστέων αυθαιρέτων του άρθρου αυτού δεν επιτρέπεται α) η μεταβίβασή τους ή η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σ’ αυτά ή στοοικόπεδο, πάνω στο οποίο κατασκευάσθηκαν. Κάθε μεταβίβαση, που γίνεται κατά παράβαση των ανωτέρω θεωρείται αυτοδίκαια και εξαρχής άκυρη…. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του π.δ/τος 5/1983 “περί χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών κλπ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 17 παρ. 7 του Ν. 1337/1983 “Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου, όταν δεν πρόκειται για τιςπεριπτώσεις του άρθρου 3 του παρόντος (κτίσματα που εντοπίζονται κατά την ώρα που κατασκευάζονται – επ’ αυτοφώρω -) γίνεται ύστερα απόαυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τούτου σχετική έκθεση, η οποία αφορά το αυθαίρετο καιμόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του …..Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης σημείωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δέκα ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης να καταβάλει ένσταση …. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία της αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτό το αυθαίρετο θα κατεδαφιστεί ….”.
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι η κατασκευή κτίσματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, εμπίπτει στην έννοια του αυθαιρέτου, εφόσον προηγηθεί η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυτού ως αυθαιρέτου, κατόπιν αυτοψίας υπαλλήλου της κατά τόπον αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, ο οποίος συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση και η οποία υπόκειται σε ένσταση εκ μέρους του θιγομένου, εντός της οριζόμενης από τις προαναφερόμενες διατάξεις προθεσμίας. Κατά συνέπεια οι έννομες συνέπειες του αυθαίρετου χαρακτήρα ενός κτίσματος, μεταξύ των οποίων και οι οριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 17 αρ. 10 Ν. 1337/1983, δεν επέρχονται αν δεν προηγηθεί η παραπάνω έκθεση αυτοψίας, η οποία συνιστά διαπιστωτική ατομική διοικητική πράξη (ΑΠ 995/2015, ΑΠ 1022/2013). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός που διατυπώνεται, έστω και ατελώς και συγκροτείται από τη μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότιαποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 9/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, ως προς το νόμω βάσιμο της αποτελούσας αντικείμενο της αναιρέσεως, βάση της από 22.12.2008 αγωγής της αναιρεσείουσας, που στηριζόταν στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 10 του Ν. 1337/1983 και 1 του π.δ/τος 5/1983, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Η από 22.12.2008, με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2008 αγωγή της Γ. συζ. Π. Π., θεμελιώνεται μεταξύ των άλλων λόγων και στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 10 του ν. 1337/1983 και 1 του π.δ/τος 5/1983. Η μη αναφορά στην αγωγή αυτή της έκθεσης αυτοψίας που συντάχθηκε από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία στην οποία βεβαιώνεται το αυθαίρετο και κατεδαφιστέο του κτίσματος που υπάρχει στο ακίνητο, για το οποίο συνήφθηκαν οι επίδικες μεταβιβαστικές συμβάσεις, δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, κατά τα αναφερόμενα στο πρώτο σκέλος της μείζονος πρότασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τη βάση αυτή της αγωγής ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, έσφαλε. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος αυτό και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο να γίνει δεκτή η παραπάνω βάση της αγωγής ως παραδεκτή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 10 του Ν. 1337/1983 και γι’ αυτό πρέπει να εξετασθείπεραιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της”.
Στη συνέχεια το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε κατ’ενέλεγκτη κρίση ως προς το παραπάνω διακρατηθέν κεφάλαιο της υποθέσεως τα ακόλουθα: “Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εντός του αγροτεμαχίουπου μεταβιβάστηκε από τον Ν. Α. στην κόρη του Δ. χήρα Κ. Μ., το γένος Α., με το …/30.1.2008 συμβόλαιο γονικής παροχής, προϋπήρχε αυθαίρετο κτίσμα, για το οποίο συντάχθηκε η από 27 Μαρτίου 2009 έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Ελέγχου κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής. Συνεπώς, αφού η σύνταξη της παραπάνω έκθεσης αυτοψίας έλαβε χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο των επιδίκων μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών, οι τελευταίες δεν πάσχουν από ακυρότητα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο πρώτο σκέλος της μείζονος προτάσεως. Επομένως δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας που υποβλήθηκε με τις προτάσεις. Πρέπει, συνεπώς, η ανωτέρω βάση της κρινόμενης αγωγής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν το …/30.1.2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Σωτηρίας Δέδε, νομίμως μεταγεγραμμένο, πουσυνήφθη μεταξύ του Ν. Α. και της πρώτης εναγομένης θυγατέρας του, Δ. χήρας Κ. Μ., είναι έγκυρο και γι’ αυτό η τελευταία κατέστη κυρία τουεπιδίκου ακινήτου, το οποίο στη συνέχεια μεταβίβασε στους ενάγοντες Γ. Μ. και Γ. Μ. κατά το ένα δεύτερο εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους με το…/2008 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Σωτηρίας Δέδε, νομίμως μεταγεγραμμένο. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την από 27.4.2009, αγωγή των Γ. Μ. και Γ. Μ. και αναγνώρισε ότι οι τελευταίοι είναι συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά το ένα δεύτερο (1/2) εξ αδιαιρέτου έκαστος δεν έσφαλε.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 17 παρ. 10 του Ν. 1337/1983, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, αφού οι προβλεπόμενες σ’ αυτή (διάταξη) συνέπειες ως προς τα άνευ οικοδομικής αδείας κατασκευασθέντα, μετά την 31.3.1983 κτίσματα, δεν μπορούσαν να επέλθουν, αφού δεν είχε προηγηθεί η έκδοση της κατά το άρθρο 1 του π.δ/τος 5/1983 έκθεση αυτοψίας της κατά τόπον αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, χωρίς τη σύνταξη της οποίας τα επί του ενδίκου ακινήτου αυθαίρετα κτίσματα θεωρούνται ανύπαρκτα και ενόψει τούτου επιτρέπεται η μεταβίβαση του ακινήτου, επί του οποίου αυτά έχουν ανεγερθεί. Περαιτέρω το δικαστήριο ως προς το κεφάλαιο αυτό, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού με σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, δέχθηκε ότι η μη έκδοση – σύνταξη της κατά το άρθρο 1 του π.δ/τος 5/1983 αυτοψίας, που είναι διαπιστωτική και όχι συστατική, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα διοικητική πράξη, εμποδίζει την επέλευση των συνεπειών του άρθρου 17 παρ. 10 του Ν. 1337/1983, ήτοι είναι προαπαιτούμενο της επελεύσεως των συνεπειών αυτών. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αντίστοιχα δύο λόγοι καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν, ενώ η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα, στα δικαστήρια της ουσίας διάδικος, δικαιολογούσε έννομο συμφέρον προς άσκηση της αναιρέσεως, αφού επιδίωκε την ακύρωση των ενδίκων συμβολαίων ώστε να κληθεί ως εκ διαθήκης κληρονόμος στο ένδικο ακίνητο, σύμφωνα με τη νόμιμα δημοσιευθείσα από 9.2.1993 ιδιόγραφη διαθήκη του πατέρα της, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οιαναιρεσίβλητοι, τα οποία άλλωστε λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, είναι αβάσιμα. Ενόψει τούτων η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ΚΠολΔικ), η οποία (αναιρεσείουσα) λόγω της ήττας της (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30.5.2016 αίτηση της Γ. συζύγου Π. Π., το γένος Ν. Α. κατά των Δ. χας Κ. Μ., το γένος Ν. Α. κλπ για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5705/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Φεβρουαρίου 2017.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ