Το ενδεχόμενο να αποστείλουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία σύγχρονους αντιαρματικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους, αλλάζοντας τις ισορροπίες στην περιοχή, κινητοποίησε τη ρωσική διπλωματία και οδήγησε στη διατύπωση μιας νέας πρότασης. Η Μόσχα αποδέχθηκε την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στην Ανατολική Ουκρανία, αναθεωρώντας τη μέχρι τώρα άρνησή της, και κατέθεσε σχετικό σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Παράλληλα, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ άφησε για πρώτη φορά ανοικτό το ενδεχόμενο να αρθούν οι ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας ακόμη και χωρίς να έχει εφαρμοστεί πλήρως η ειρηνευτική συμφωνία του Μινσκ.
«Θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμη μέχρις ότου εφαρμοστεί πλήρως η συμφωνία του Μινσκ», είπε ο Γκάμπριελ, «δεν έχει κανένα νόημα να περιμένουμε ώς τότε για να άρουμε τις κυρώσεις. Ας εφαρμόσουμε καλύτερα μια εκεχειρία και ας απομακρύνουμε τα βαρέα όπλα. Εν συνεχεία, ως ανταμοιβή, μπορούμε να άρουμε τις κυρώσεις και να βοηθήσουμε στην ανοικοδόμηση».
Ενώ στελέχη των Χριστιανοδημοκρατών έσπευσαν να διαφωνήσουν με τις θέσεις του Σοσιαλδημοκράτη υπουργού Εξωτερικών, η τοποθέτηση της καγκελαρίου Μέρκελ ήταν αρκετά γενικόλογη ώστε να αφήνει ανοικτή την πόρτα. «Θα άρουμε τις κυρώσεις μόλις υπάρξει ειρήνη», δήλωσε η Μέρκελ αποφεύγοντας να αναφερθεί στη συμφωνία του Μινσκ.
Καθώς η προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία μπαίνει στην τελική ευθεία, ο Γκάμπριελ αναδεικνύεται σε εκφραστή μιας νέας «Οστπολιτίκ», ποντάροντας στην ανησυχία της γερμανικής κοινής γνώμης απέναντι στον πολλαπλασιασμό των εστιών έντασης και στους φόβους που προκαλεί το νέο ψυχροπολεμικό κλίμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία.
Νέες κυρώσεις
Πρόσφατα το Κογκρέσο των ΗΠΑ επέβαλε, με σχεδόν ομόφωνη ψήφο, νέο γύρο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ενώ ο διπλωματικός πόλεμος συνεχίζεται εδώ και μήνες με κατασχέσεις κτιρίων της ρωσικής διπλωματικής αποστολής από τις ΗΠΑ και μαζικές απελάσεις Αμερικανών διπλωματών από τη Ρωσία. Συνοψίζοντας τη διάψευση των προσδοκιών για προσέγγιση ΗΠΑ – Ρωσίας μετά την εκλογή Τραμπ, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν είπε ότι ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τίλερσον, στον οποίο ο ίδιος είχε απονείμει ύψιστη τιμητική διάκριση του ρωσικού κράτους το 2013, «τώρα κάνει κακές παρέες».
Ο Πούτιν προειδοποίησε ότι δεν είναι καλή ιδέα να στείλουν οι ΗΠΑ στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις τα αντιαρματικά και αντιαεροπορικά που ζητούν, γιατί «έχουν και οι αντάρτες αντίστοιχο οπλισμό». Αν ο Ντόναλντ Τραμπ λάβει τέτοια απόφαση, όπως εισηγείται ο υπουργός Αμυνας Τζέιμς Μάτις, θα ρίξει λάδι στη φωτιά μιας σύγκρουσης που έχει ήδη κοστίσει 10.000 ζωές. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι αν συνεχιστεί η κατάσταση ως έχει (μόνο το τελευταίο δίμηνο έχασαν τη ζωή τους 55 Ουκρανοί στρατιώτες) το Κίεβο δεν θα μπορέσει ποτέ να αποσπάσει από τον ρωσικό έλεγχο την Ανατολική Ουκρανία.
Κάποιοι κύκλοι (περισσότεροι στο Βερολίνο, πολύ λιγότεροι στην Ουάσιγκτον) είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν τον έμμεσο ρωσικό έλεγχο στην Ανατολική Ουκρανία, προκειμένου να εκτονωθούν οι εντάσεις. Αυτή τη λογική εξυπηρετεί και η πρόταση για τοποθέτηση κυανοκράνων στην άτυπη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις περιοχές που ελέγχονται από τους αντάρτες και στις περιοχές που ελέγχει το Κίεβο.
Η πρόταση κατόρθωσε να θέσει το θέμα της άρσης των κυρώσεων στη γερμανική συζήτηση, αναδεικνύοντας τη διαφορά προσέγγισης στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Ομως, οι πιθανότητες υλοποίησής της μέσω του ΟΗΕ μοιάζουν ελάχιστες. Αν οι ΗΠΑ δέχονταν να αναπτυχθούν κυανόκρανοι μόνο ανάμεσα στους αντάρτες και στον στρατό του Κιέβου και όχι ανάμεσα στην Ανατολική Ουκρανία και στη Ρωσία, θα ήταν σαν να αναγνωρίζουν ότι οι περιοχές αυτές έχουν χαθεί από τον δυτικό έλεγχο. Ο αντιρωσικός άνεμος που σαρώνει αυτή την εποχή την Ουάσιγκτον πολύ δύσκολα θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Οσο για την «Οστπολιτίκ» του Γκάμπριελ, κινδυνεύει να αποτελέσει άλλο ένα θύμα των γερμανικών εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου.