Οι τελωνειακοί έλεγχοι στα χερσαία σύνορα είναι προτεραιότητα για τους βρετανούς διαπραγματευτές στις συνομιλίες με τους Ευρωπαίους
Η Βρετανία είναι βέβαια νησί, αλλά τυχαίνει να έχει και χερσαία σύνορα με την ΕΕ στη μεθόριο Βόρειας Ιρλανδίας – Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Πώς θα μοιάζουν μετά το Βrexit; Είναι ένα σημαντικό και πιεστικό ερώτημα, διότι μόλις εγκαταλείψει το Ηνωμένο Βασίλειο την ΕΕ την άνοιξη του 2019 θα γίνουν εξωτερικό σύνορο της ενωμένης Ευρώπης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κυκλοφορία ανθρώπων και αγαθών.
Σήμερα, η Βόρεια Ιρλανδία (που αποτελεί μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου) και η Δημοκρατία της Ιρλανδίας απολαμβάνουν ελεύθερη κυκλοφορία στα σύνορα καθώς η κατάργηση των σημείων ελέγχου αποτέλεσε μία από τις βασικές επιτυχίες της ειρηνευτικής Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, με την οποία έληξε η 30χρονη σεχταριστική σύγκρουση στο νησί.
Και υπάρχει ακόμα έντονη πολιτική δυναμική υπέρ της διατήρησης του κοινού χώρου ταξιδιών, που ισχύει μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας από τη δεκαετία του 1920. Αυτή σημαίνει ταξίδι χωρίς διαβατήρια μεταξύ των δύο χωρών και στενή συνεργασία μεταξύ των συνοριακών υπηρεσιών τους.
Αλλά αν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την ενιαία αγορά της ΕΕ με μια σκληρή έξοδο – όπως θα ήθελαν η Μέι και οι συντηρητικοί Brexiteers – θα πρέπει να πραγματοποιούνται κάποιου είδους τελωνειακοί έλεγχοι στα σύνορα. Οι επιπτώσεις στο εμπόριο θα είναι τεράστιες.
Νέοι τελωνειακοί έλεγχοι θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν το Ηνωμένο Βασίλειο επιλέξει να παραμείνει στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ (όπως η Τουρκία, η οποία ανήκει στην τελωνειακή ένωση χωρίς να είναι μέλος). Και το ζήτημα των συνόρων έχει γίνει ακόμα πιο φλέγον τώρα που ένα κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, οι υπερ-συντηρητικοί του DUP στηρίζουν τη μειοψηφική κυβέρνηση της Τερέζα Μέι στο Λονδίνο.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι τελωνειακοί έλεγχοι στα χερσαία σύνορα με την Ιρλανδία είναι προτεραιότητα για τους βρετανούς διαπραγματευτές στις συνομιλίες με τους Ευρωπαίους για το Βrexit.
Πηγές από την κυβέρνηση της Μέι λένε ότι αν η ΕΕ συμφωνήσει με τις βρετανικές προτάσεις, τα σύνορα μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και του βόρειου τμήματος της Ιρλανδίας δεν θα περιλαμβάνουν «καμία φυσική υποδομή ή συνοριακούς σταθμούς». Επομένως, τονίζουν, δεν πρέπει κανείς να φοβάται ότι το Brexit θα οδηγήσει σε άλλη μια δύσκολη εποχή με στρατιωτικούς και τελωνειακούς ελέγχους.
Αντ’ αυτού, η Ντάουνινγκ Στριτ πιέζει για μια «ευέλικτη, δημιουργική προσέγγιση στο θέμα των συνόρων» προτού βρεθεί επίσημα η Βρετανία εκτός ΕΕ το 2019. Και φέρεται πως ζήτησε να μην υπάρχουν «καθόλου» τελωνειακά σύνορα μεταξύ των δύο κρατών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το έγγραφο με τις προτάσεις της βρετανικής κυβέρνησης κατέστησε επίσης σαφές ότι θα παραμείνουν άθικτα τα δικαιώματα των Ιρλανδών να ταξιδεύουν και να εργάζονται ελεύθερα στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς το Λονδίνο ενδιαφέρεται να προστατεύσει τη σημερινή συμφωνία του κοινού ταξιδιωτικού χώρου.
Η κυβέρνηση της Μέι απηύθυνε επίσης μια άμεση προειδοποίηση στην Ιρλανδία, η οποία έχει αντιταχθεί σε διάφορες πτυχές της στάσης της βρετανικής διαπραγματευτικής ομάδας μέχρι στιγμής.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης του Δουβλίνου να μεταφέρει τα τελωνειακά σύνορα στη Θάλασσα της Ιρλανδίας, ενώνοντας το νησί με μια εμπορική έννοια, απορρίφθηκαν από το Λονδίνο ως «μη συνταγματικά ή οικονομικά βιώσιμες».
Η Ιρλανδία είχε προηγουμένως απορρίψει την πρόταση της Βρετανίας να χρησιμοποιήσει τεχνολογία και κάμερες κλειστού κυκλώματος CCTV στα σύνορα ως «ανεφάρμοστη».
Μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο, πηγή της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε πως «και οι δύο πλευρές πρέπει να επιδείξουν ευελιξία και φαντασία για το ζήτημα των συνόρων στη Βόρεια Ιρλανδία. Οπως είπε και ο ίδιος ο Μισέλ Μπαρνιέ (ο επικεφαλής των ευρωπαίων διαπραγματευτών για το Βrexit), «η λύση δεν μπορεί να βασιστεί σε κάποιο προηγούμενο, οπότε ανυπομονούμε να δούμε το έγγραφο με τις θέσεις της ΕΕ για την Ιρλανδία». Πρόσθεσε όμως ότι «καθώς διαμορφώνουμε το πρωτοφανές μοντέλο, έχουμε κάποιες πολύ ξεκάθαρες αρχές. Κορυφαία είναι να συμφωνήσουμε ότι δεν θα έχουμε καμία φυσική συνοριακή υποδομή – αυτό θα σήμαινε επιστροφή στα συνοριακά φυλάκια του παρελθόντος και είναι εντελώς απαράδεκτο για το Ηνωμένο Βασίλειο».
Το μόνο βέβαιο; Η προστασία του εμπορίου είναι ζωτικής σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο και για την Ιρλανδία – το 2016 η Μεγάλη Βρετανία εξήγαγε αγαθά αξίας 13,6 δισεκατομμυρίων στερλινών (14,7 δισ. ευρώ) στην Ιρλανδία και εισήγαγε προϊόντα αξίας £9,1 δισ. από εκεί -, επομένως είναι λογικό να δίνεται προτεραιότητα στην εξεύρεση λύσης που θα επιτρέπει την άνετη πρόσβαση των επιχειρήσεων σε αυτές τις σημαντικές αγορές.