Νέα επιστημονική ανάλυση αποκαλύπτει ότι η ανθρωπότητα μπορεί ακόμα να επιτύχει τον εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο του περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε λιγότερο από 1,5 βαθμό Κελσίου, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Ο στόχος τέθηκε το 2015 από τη Συνθήκη του Παρισιού για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, προκειμένου να αμβλύνει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας και της στάθμης της θάλασσας, καθώς και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα σε όλο τον κόσμο. Ο στόχος αυτός θεωρείται ευρέως ανέφικτος από την επιστημονική κοινότητα, με αναλύσεις να αναφέρουν ότι θα απαιτούσε εκμηδενισμό των εκπομπών άνθρακα μέσα σε επτά χρόνια.
Ωστόσο, τα πιο πρόσφατα δεδομένα αποκαλύπτουν ότι ένας μεγαλύτερος παγκόσμιος προϋπολογισμός για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα μας επέτρεπε να επιτύχουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού.
Ο οικονομολόγος κλίματος Μάικλ Γκραμπ, ο οποίος αποκάλεσε το στόχο «ασυμβίβαστο με τη δημοκρατία» το 2015, είναι επίσης υπεύθυνος για τη νέα ανάλυση. «Δείχνει όλο και πιο πιθανό ότι μπορούμε πραγματικά να επιτύχουμε τους στόχους του Παρισιού», δήλωσε ο Γκραμπ στη βρετανική εφημερίδα Guardian. «Βρισκόμαστε στη μέση μιας ενεργειακής επανάστασης», πρόσθεσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου UCL.
Η ερευνητική ομάδα αποκάλυψε ότι για να υπάρξει μια πιθανότητα 66% να επιτευχθεί ο στόχος το 2100, θα χρειαζόμασταν προϋπολογισμό άνθρακα 240 δισεκατομμυρίων τόνων, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ισχυρή και άμεση δράση, και ότι άλλα αέρια, όπως το μεθάνιο, θα περιοριστούν ανάλογα. Σύμφωνα με την ανάλυση, η μεγαλύτερη και ταχύτερη μείωση του άνθρακα είναι πιθανότερο να επιτύχει τον στόχο και γι’ αυτό οι χώρες θα πρέπει ήδη από το 2018 να κάνουν τους στόχους της Συνθήκης του Παρισιού ακόμα πιο αυστηρούς.
Το πολιτικό κλίμα μπορεί να μην είναι το ιδανικό για αυτά τα μέτρα, ωστόσο, σύμφωνα με τον Γκραμπ, η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποχωρήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τη Συμφωνία του Παρισιού θα έχει πρακτικά αμελητέο αντίκτυπο, επειδή οι περισσότερες πολιτείες και μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ εξακολουθούν να δεσμεύονται ότι θα τηρήσουν τους στόχους, εν μέρει επειδή το κόστος της πράσινης ενέργειας συνεχίζει να μειώνεται.