Δέκα χρόνια έχουν περάσει από το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Κι όμως, πολλά πράγματα που συνδέονταν με αυτήν επαναλαμβάνονται. Τα σκάνδαλα στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν έχουν εκλείψει, ενώ και οι διενέξεις για την επιβολή κανόνων που θα ρυθμίζουν αυτές τις υπηρεσίες εξακολουθούν να απασχολούν τα πρωτοσέλιδα. Μετά την κυβερνοεπίθεση στην εταιρεία πιστοληπτικής αξιολόγησης Equifax, υπεξαιρέθηκαν τα προσωπικά δεδομένα των μισών ενηλίκων Αμερικανών. Στη SoFi, εταιρεία χρηματοδότησης φοιτητικών δανείων, που κάποτε ήταν πολύ δημοφιλής, ξέσπασε σκάνδαλο για τον επικεφαλής της. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω αποκαλύψεων για σεξουαλική παρενόχληση και αμφίβολες πρακτικές δανεισμού. Η SoFi κατηγορείται ότι παραπλάνησε εσκεμμένα τους επενδυτές για την οικονομική κατάστασή της και ανέθεσε σε υπαλλήλους χωρίς την κατάλληλη εμπειρία και τεχνογνωσία την αξιολόγηση των πιστώσεων.
Παράλληλα με όλα αυτά, ο Λευκός Οίκος και oι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο προσπαθούν να αποσύρουν ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν ύστερα από σκληρή κόντρα και στόχο έχουν να θέσουν υπό έλεγχο τις τράπεζες, όπως η νομοθεσία Ντοντ-Φρανκ. Ολα τα παραπάνω φέρνουν στο μυαλό ένα ακρωνύμιο γνωστό σε μας που ασχολούμαστε για λόγους βιοπορισμού με τραπεζικά θέματα, το ΒοΒ (bored of banking), που σημαίνει «απηυδισμένοι με τα τραπεζικά ζητήματα». Τα τελευταία χρόνια ήταν τόσα πολλά τα σκάνδαλα, και τόσες οι μάχες μεταξύ ρυθμιστικών αρχών και τραπεζιτών, που μεγάλο μέρος των πολιτών δεν έχει πλέον καμία αγωνία να παρακολουθήσει τη δημόσια συζήτηση για το πώς θα καταστεί ασφαλέστερο το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα. Πρόκειται για δυσεπίλυτο πρόβλημα, διότι υπάρχει μία βασική αλήθεια, την αξία της οποίας ακόμα δεν έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει: δεν είναι το σύστημα που μας υπηρετεί, αλλά εμείς.
Ο Ανταμ Σμιθ θεωρούσε ότι λόγος ύπαρξης των τραπεζών ήταν να συνδράμουν τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Στη δεκαετία του 1970, οι περισσότερες εισροές τους προέρχονταν από τις αποταμιεύσεις μας, οι οποίες διοχετεύονταν σε νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σήμερα μόνον το 15% του ρευστού που εκπηγάζει από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στις ΗΠΑ εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο. Το υπόλοιπο χρησιμοποιείται σε ένα κλειστό κύκλωμα συναλλαγών, όπου τα ιδρύματα ασχολούνται με την αγορά και την πώληση τίτλων, ομολόγων, ακινήτων κ.λπ. Η διαδικασία αυτή κάνει πλουσιότερο το 20% του πληθυσμού, που κατέχει το 80% των περιουσιακών στοιχείων. Η ανάπτυξη με αυτόν τον τρόπο δεν στηρίζεται, αντιθέτως διευρύνεται το εισοδηματικό χάσμα. Στην ουσία, σήμερα στην Αμερική δεν πρέπει να ασχολούμαστε με τεχνοκρατικές λεπτομέρειες για τα επίπεδα ρευστότητας και τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά με τη θεμελιώδη αλλαγή του μοντέλου παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, το οποίο ουδεμία σχέση έχει με την προηγηθείσα άποψη του Ανταμ Σμιθ.
Οι μεγάλες τράπεζες ορθώς θα ισχυριστούν ότι την τελευταία δεκαετία απαλλάχτηκαν από ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία και ότι ενίσχυσαν τη ρευστότητά τους. Ωστόσο, το επιχειρηματικό τους μοντέλο έχει πλήρως αποσυνδεθεί από τον καθημερινό άνθρωπο και τις δραστηριότητες τις οποίες πρέπει να πραγματοποιεί. Οι μικρές κοινοτικές και περιφερειακές τράπεζες, οι οποίες αντιστοιχούν μόλις στο 13% όλων των περιουσιακών στοιχείων του χρηματοπιστωτικού κλάδου, καλύπτουν το σχεδόν 50% του συνολικού δανεισμού σε μικρές επιχειρήσεις. Ενώ οι τράπεζες-κολοσσοί εξυπηρετούν ως επί το πλείστον τον εαυτό τους και λειτουργούν ως το μέσον της κλεψύδρας, που είναι η οικονομία μας: χρεώνουν ό,τι θέλουν σε όσους θέλουν να περάσουν μέσα από αυτό το στενό σημείο. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος δημιουργεί μόλις το 4% όλων των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ, αλλά απολαμβάνει σχεδόν το 25% όλων των εταιρικών κερδών.