Σε παράταση τουλάχιστον ενός έτους στην ισχύ του νόμου 3869/2010, γνωστού ως νόμου Κατσέλη, για την προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, φέρεται να προσανατολίζεται το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Ο νόμος, ο οποίος τροποποιήθηκε το 2015 με την αυστηροποίηση των κριτηρίων υπαγωγής στις ευεργετικές διατάξεις του, ισχύει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018, κάτι που σημαίνει ότι εάν ευοδωθούν οι προθέσεις της κυβέρνησης, η προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς θα παραταθεί έως το τέλος του 2019.
Ιδανικά, όπως επισημαίνουν αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες, θα ήταν η χορήγηση παράτασης δύο ετών, έως το τέλος του 2020, σενάριο, ωστόσο, το οποίο και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι μάλλον είναι μη ρεαλιστικό λόγω της άρνησης που εκτιμάται ότι θα συναντήσει η κυβέρνηση τόσο από τους δανειστές όσο και από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Τουναντίον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ζητηθούν νέες αλλαγές στον νόμο Κατσέλη πολύ πριν από τον Δεκέμβριο του 2018, δεδομένου του γεγονότος ότι παρατηρείται συνωστισμός αιτήσεων από υπερχρεωμένους δανειολήπτες που θέλουν να υπαχθούν σε αυτόν.
Υπενθυμίζεται ότι το συμπληρωματικό μνημόνιο προβλέπει αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του νομικού και θεσμικού πλαισίου του νόμου 3869/2010 και τη σύνταξη έκθεσης η οποία θα περιλαμβάνει ενδεχόμενα προβλήματα και ελλείψεις στην εφαρμογή του. Σε περίπτωση που απαιτούνται αλλαγές, αυτές θα πρέπει να θεσμοθετηθούν εντός του φθινοπώρου με τις ανάλογες τροποποιήσεις και στη σχετική πράξη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος Κατσέλη, όπως τροποποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2015 με τον νόμο 4346/2015, προβλέπει τη δυνατότητα εξαίρεσης της πρώτης κατοικίας από τη ρευστοποίηση της περιουσίας, για δύο ομάδες οφειλετών:
• Οφειλέτες με κύρια κατοικία η αντικειμενική αξία της οποίας κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης είναι έως 120.000 ευρώ (για τον άγαμο), προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα. Επίσης, οι οφειλέτες αυτής της κατηγορίες πρέπει να έχουν εισόδημα που είναι ίσο ή υπολείπεται των ευλόγων δαπανών διαβίωσης (όπως αυτές διαμορφώνονται στην τέταρτη ομάδα δαπανών, δηλαδή την ομάδα που περιλαμβάνει και τις δαπάνες για αναψυχή, ταξίδια κ.λπ.)
• Οφειλέτες με κύρια κατοικία η αντικειμενική αξία της οποίας κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ (για τον άγαμο), προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα. Οι οφειλέτες αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να έχουν εισόδημα ίσο ή μικρότερο των εύλογων δαπανών διαβίωσης, προσαυξημένες κατά 70%.
Το μέγιστο δηλαδή όριο αντικειμενικής αξίας κατοικίας που προστατεύεται είναι 280.000 ευρώ.
Επίσης, οι παραπάνω οφειλέτες, και των δύο κατηγοριών, θα πρέπει να θεωρούνται «συνεργάσιμοι δανειολήπτες» με βάση τα όσα προβλέπει ο κώδικας δεοντολογίας των τραπεζών.