ΔΠρΘεσ 1361/2016
Από τον συνδυασμό των άρθρων 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 του Συντάγματος, με τα οποία κατοχυρώνεται η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, διασφαλίζεται το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και ανάγονται σε αντικείμενα κρατικής προστασίας ο γάμος και η οικογένεια, συνάγεται και το δικαίωμα των Ελλήνων να συνάπτουν γάμο με αλλοδαπούς και να εξασφαλίζουν κοινή μετά του αλλοδαπού συζύγου διαβίωση στην Ελλάδα (βλ. ΣτΕ 1559/2011, 22/2009, πρβλ. ΣτΕ 2165/2003, 1414/2002).
Ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων οι διατάξεις των άρθρων 82 και 86 του ν. 4251/2014 έχουν την έννοια ότι η Διοίκηση, εφόσον υφίσταται γάμος Ελληνίδας ή Έλληνα πολίτη με αλλοδαπό ή αλλοδαπή και πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα, υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να ικανοποιήσει το υποβαλλόμενο από τον (την) αλλοδαπό (-ή) σύζυγο αίτημα χορήγησης άδειας παραμονής στη χώρα, ενώ το αίτημα αυτό μπορεί να απορριφθεί μόνο για τους λόγους που ρητώς προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η σύναψη του γάμου με κύριο σκοπό την απόκτηση του δελτίου διαμονής κατά καταστρατήγηση των διατάξεων της μεταναστευτικής νομοθεσίας.
Kατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, προκειμένου να απορριφθεί νομίμως αίτημα για χορήγηση άδειας διαμονής σε αλλοδαπή σύζυγό ημεδαπού, πρέπει να διαπιστωθεί αιτιολογημένα από την αρμόδια για την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών διοικητική αρχή ότι δεν υφίσταται πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα.
Εν προκειμένω, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη κατά τούτο, καθ’ όσον στηρίχθηκε στο …/11.8.2015 έγγραφο της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, στο οποίο αναφέρονται ασαφώς και αορίστως οι διαπιστώσεις των αστυνομικών οργάνων κατά τον ανωτέρω επιτόπιο έλεγχο στην οικία της αιτούσας αλλά και τα συναχθέντα συμπεράσματα από τη διενεργηθείσα συνέντευξη των συζύγων.
Ειδικότερα, δεν γίνεται μνεία της κρισιμότητας των στοιχείων, τα οποία διαπιστώθηκε ότι αμφότεροι αγνοούσαν, ούτε, άλλωστε, προσδιορίζονται ειδικότερα οι συγκεκριμένες αντιφάσεις μεταξύ των λεγομένων τους σχετικά με τις καθημερινές τους συνήθειες, τον χρόνο διαμονής τους στην οικία τους και τον προηγούμενο τόπο διαμονής της αιτούσας, που κατά την κρίση των διενεργησάντων την έρευνα αστυνομικών οργάνων ήταν καθοριστικές για τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι ο έγγαμος οικογενειακός βίος των δύο συζύγων δεν είναι αληθής, δοθέντος, μάλιστα, ότι αυτοί βρέθηκαν στη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας τους κατά τη – δεύτερη σε σειρά – διενεργηθείσα σε ανύποπτο χρόνο έρευνα.
Για το λόγο αυτό, εμμέσως, αλλά πάντως βασίμως προβαλλόμενο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιό της περί απόρριψης του αιτήματος της αιτούσας για χορήγηση σε αυτήν άδειας διαμονής, πρέπει να ακυρωθεί ως πλημμελώς αιτιολογημένη.
Η ακύρωση, δε, της εν λόγω πράξης ως προς το κεφάλαιο αυτό στερεί το επιβληθέν, σε βάρος της τελευταίας, μέτρο της επιστροφής από το νόμιμο έρεισμά του.
Συνεπεία των ανωτέρω, καθίσταται αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών, προβαλλόμενων με την κρινόμενη αίτηση λόγων ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 546, 2414/2008) και η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου αυτή να εκφέρει νέα, νομίμως αιτιολογημένη κρίση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων χορήγησης στην αιτούσα άδειας διαμονής υπό την ιδιότητα της συζύγου έλληνα πολίτη.