Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα παραμένει το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, καθώς πολύ μικρό μέρος της μεγάλης μείωσης των επιτοκίων καταθέσεων έχει «περάσει» στα επιτόκια δανεισμού.
Το μέσο επιτόκιο των νέων καταθέσεων από το επίπεδο του 2,85%, που ήταν στο τέλος του 2012, σήμερα έχει συρρικνωθεί στο 0,30%, δηλαδή έχει μειωθεί κατά 255 μονάδες βάσης, ενώ η μείωση του μέσου επιτοκίου δανείων είναι μόλις 103 μονάδες βάσης. Αν και στα επιχειρηματικά δάνεια η εικόνα είναι καλύτερη, το επιτόκιο επιχειρηματικών δανείων διάρκειας μέχρι 250.000 ευρώ διαμορφώνεται στο 5,7% (έναντι 6,98% τον Δεκέμβριο του 2012), ενώ για τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ το μέσο επιτόκιο διαμορφώνεται στο 4,23% (από 6,07% που ήταν τον Δεκέμβριο 2012) –ωστόσο, η γενική εικόνα είναι απογοητευτική.
Τα επιτόκια νέων δανείων διαμορφώνονται σε επίπεδα πολλαπλάσια του επιτοκίου καταθέσεων, ενώ χαρακτηριστική είναι η σύγκριση με το μέσο επιτόκιο των νέων επιχειρηματικών δανείων στην Eυρωζώνη: για δάνεια μέχρι 1 εκατ. ευρώ το μέσο επιτόκιο διαμορφώνεται σε 2,21%, ενώ για επιχειρηματικά δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ το μέσο επιτόκιο διαμορφώνεται στο 1,25% ή 3,4 φορές χαμηλότερο του επιτοκίου με το οποίο επιβαρύνονται οι εγχώριες εταιρείες για αντίστοιχα δάνεια.
Σύμφωνα με αναλυτές, η εικόνα αυτή είναι αποτέλεσμα της εξαιρετικά δυσμενούς κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι εγχώριες τράπεζες τόσο σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα όσο και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σημειώνουν ότι η βελτίωση των καταθέσεων τους τελευταίους μήνες, στο διάστημα Μαΐου – Ιουλίου οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν ενισχυθεί κατά 2,2 δισ. ευρώ, δεν είναι ουσιαστική, απλώς καλύπτονται οι απώλειες του πρώτου τετραμήνου. Επιπλέον, η μεγάλη μείωση των επιτοκίων καταθέσεων είναι αποτέλεσμα των κεφαλαιακών περιορισμών και του μικρού αριθμού τραπεζών –μετά τις δεκάδες συγχωνεύσεις-απορροφήσεις που προκάλεσε η κρίση– και όχι της ουσιαστικής βελτίωσης των συνθηκών στην οικονομία και το τραπεζικό σύστημα. Η εξαιρετικά δυσμενής κατάσταση στην οποία παραμένουν οι τράπεζες αποτυπώνεται στην εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA), που στο τέλος Ιουλίου ανήλθε στα 34,8 δισ. ευρώ, και ο οποίος επιβαρύνεται με ιδιαίτερα υψηλό, για τα δεδομένα της Ευρωζώνης, κόστος περίπου 1,5%, που μεταφέρεται στο κόστος χρηματοδότησης.
Και όσο υπάρχει το μεγάλο βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων οι τράπεζες δεν μπορούν να κάνουν πολλά για τη μείωση του κόστους δανεισμού, καθώς εν πολλοίς το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο είναι απαραίτητο προκειμένου να μπορέσουν να διατηρήσουν ένα επαρκές επίπεδο εσόδων για να αντισταθμίζουν μέρος των απωλειών που προέρχονται από τα «κόκκινα» δάνεια.
Ετσι, οι συνεπείς δανειολήπτες –είτε αφορά επιχειρήσεις είτε νοικοκυριά– επιβαρύνονται με ένα επιπλέον σημαντικό κόστος για να καλύψουν ζημιές όσων δεν εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους. Το υψηλό κόστος χρήματος αποτελεί σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις εγχώριες επιχειρήσεις, το οποίο έρχεται να προστεθεί σε σειρά αρνητικών παραγόντων όπως η υπερφορολόγηση, τα capital controls, το υψηλό κόστος ενέργειας, η γραφειοκρατία κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, το υψηλό κόστος δανεισμού έχει οδηγήσει τις επιχειρήσεις στην αναζήτηση εναλλακτικών πηγών. Τους τελευταίους μήνες Μυτιληναίος, Μότορ Οϊλ, ΟΠΑΠ κ.ά. έχουν αντλήσει μέσω της διάθεσης ομολόγων περίπου 1 δισ. ευρώ, εκδόσεις που ολοκληρώθηκαν με μεγάλη επιτυχία. Οι εκδόσεις πέτυχαν επιτόκιο κοντά στο 3% –Μυτιληναίος (3,10%), της Μότορ Οϊλ (3,25%) και της ΟΠΑΠ (3,5%)–, επίπεδο κατά πολύ χαμηλότερο των επιτοκίων δανείων που προσφέρουν οι εγχώριες τράπεζες.