Ένα από τα ζητήματα που απασχολεί ιδιαίτερα την ελληνική Δικαιοσύνη και κάθε δίκη είναι αυτό που αφορά το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και πότε αναγνωρίζεται.
Της Πωλίνας Βασιλοπούλου
Πολλές περιπτώσεις έχει αντιμετωπίσει η ελληνική Δικαιοσύνη και με πολλές εκ διαμέτρου αντίθετες ερμηνείες έχει αποφανθεί για το πότε αναγνωρίζεται και πότε όχι το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου προσπαθεί να ρίξει «φως» και να δώσει ερμηνεία σχετικά με την αναγνώριση του επίμαχου ελαφρυντικού που αποτελεί κρίσιμο στοιχείο σχετικά με το ποια θα είναι η «τύχη» του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος (υπ΄ αριθμόν 438/2017) του Αρείου Πάγου η επιβαλλομένη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του. Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής.
Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη του οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π Κ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής.
Οι ελαφρυντικές περιστάσεις
Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου: «Προϋποτίθεται, όπως αναφέρθηκε, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους (ΑΠ 259/2014).
Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. θεωρείται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να συντρέξει η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση, λέει ο Άρειος Πάγος, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σ’ όλες τις πιο πάνω μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου.
Η έντιμη ζωή δεν έχει μόνο αρνητικό περιεχόμενο που να προκύπτει από μη ύπαρξη καταδίκης αλλά έχει βασικά αυτοτελή θετική υπόσταση. Επομένως για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα θετικά περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς της συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α’ της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ ώστε, στην περίπτωση που αποδειχθούν, να οδηγήσουν στην παραδοχή της άνω ελαφρυντικής περιστάσεως (ΑΠ 259/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι θα έπρεπε να αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο το επίμαχο ελαφρυντικό και έστειλε την υπόθεση πίσω για νέα κρίση στο Εφετείο.