Πλαίσιο άσκησης αγωγών από επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα
Τη δυνατότητα να λάβουν αποζημίωση για βλάβες που έχουν υποστεί από τη δράση καρτέλ ή οποιαδήποτε άλλη παράβαση του ανταγωνισμού ανοίγει για τις επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Πρόκειται για το σχέδιο νόμου που επεξεργάστηκε η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, με το οποίο ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο η Κοινοτική Οδηγία 2014/104/ΕΕ.
Το νέο πλαίσιο θα παρέχει τη δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημιώσεων τόσο για τους άμεσους (εκείνους που αγοράζουν απευθείας προϊόντα ή υπηρεσίες από τις επιχειρήσεις που παραβιάζουν τον νόμο), όσο και για τους έμμεσους αγοραστές (εκείνους που αγοράζουν προϊόντα ή υπηρεσίες από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις επόμενες βαθμίδες της αλυσίδας εφοδιασμού).
Για τη διευκόλυνση των διαδικασιών απονομής δικαιοσύνης, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι τελεσίδικες αποφάσεις μιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού που διαπιστώνουν παράβαση του εθνικού ή ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού είναι δεσμευτικές για τα δικαστήρια του ίδιου κράτους-μέλους. Ωστόσο, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα του εναγόμενου να προβάλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την ένσταση μετακύλισης της πραγματικής απώλειας ως μέσο άμυνας για να αποκρούσει μια αγωγή αποζημίωσης. Δηλαδή, ο εναγόμενος μπορεί να επικαλεστεί ότι ο ενάγων δεν υπέστη ζημία (ή ότι υπέστη ζημία μικρότερης έκτασης), επειδή η όποια επιπλέον επιβάρυνση του επιβλήθηκε από την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού (π.χ. αύξηση του τιμήματος των προϊόντων) μετακυλίστηκε εν όλω ή εν μέρει από τον ενάγοντα στους πελάτες του.
Σε ό,τι αφορά την απόδειξη του ύψους της ζημίας, αυτή προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, ο οποίος θα πρέπει να αποζημιωθεί όχι μόνο για την πρόκληση άμεσης ζημίας αλλά και για διαφυγόντα κέρδη. Η ευθύνη σε αποζημίωση είναι ανεξάρτητη από το αν μια αρχή ανταγωνισμού έχει ήδη διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης. Σωρευτικά με τη χρηματική αποζημίωση ο παραβάτης οφείλει τόκο για το χρονικό διάστημα από την πρόκληση της ζημίας έως την καταβολή της αποζημίωσης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 293 παραγρ. 2 και 296 του ΑΚ για τον τόκο υπερημερίας.
Ωστόσο, εφόσον είναι πρακτικά αδύνατο ή υπερβολικά δυσχερές να προσδιοριστεί επακριβώς το ύψος της προκληθείσας ζημίας από τον ενάγοντα βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκτιμήσει το ύψος της ζημίας.
Για τον σκοπό αυτό λαμβάνει ιδίως υπόψη το είδος και την έκταση της παράβασης και τη δέουσα επιμέλεια που επέδειξε ο ενάγων στη συγκέντρωση και αξιοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων.
Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αρχή ανταγωνισμού να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε φάκελό της τότε μόνον, αν διάδικος ή τρίτος δεν είναι σε θέση για εύλογους λόγους να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία διατάχθηκε να κοινοποιήσει.
Στην περίπτωση όπου περισσότερες από μία επιχειρήσεις παραβιάζουν το δίκαιο ανταγωνισμού από κοινού, οι επιχειρήσεις αυτές ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για τη ζημία που προκλήθηκε από την από κοινού παραβίαση του δικαίου.
Ωστόσο, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν ευθύνονται έναντι των άμεσων και έμμεσων αγοραστών τους, εφόσον το μερίδιο αγοράς που κατέχουν στη σχετική αγορά είναι κατώτερο του 5% σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή τέλεσης της παράβασης και εφόσον η εφαρμογή των συνήθων κανόνων περί από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνης δεν προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημία στην οικονομική βιωσιμότητά τους.
Το ειδικό αυτό καθεστώς δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η μικρομεσαία επιχείρηση ενορχήστρωσε την παράβαση, εξανάγκασε άλλες επιχειρήσεις να συμμετάσχουν στην παράβαση ή έχει διαπιστωμένα διαπράξει παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού σε προγενέστερο χρόνο (υπότροπη).
Οι αξιώσεις κατά του παραβάτη για ζημίες λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού παραγράφονται σε πέντε χρόνια. Η παραγραφή αρχίζει αφότου ο ζημιωθείς έμαθε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε την παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, τη ζημία και την ταυτότητα του παραβάτη. Αν έπεται χρονικά η παύση της παράβασης, η παραγραφή ξεκινά από το μεταγενέστερο χρονικό σημείο της παύσης. Σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις κατά του παραβάτη παραγράφονται σε είκοσι χρόνια από την τέλεση της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού.
Η παραγραφή αναστέλλεται αν μια αρχή ανταγωνισμού λάβει μέτρα για τη διερεύνηση της παράβασης ή ξεκινήσει διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού για την παράβαση, στην οποία αφορά η αξίωση αποζημίωσης. Η αναστολή λήγει ένα έτος μετά το απρόσβλητο της απόφασης της αρχής ανταγωνισμού ή την περάτωση της διαδικασίας με άλλο τρόπο ή το αμετάκλητο της απόφασης δικαστηρίου που επελήφθη συναφώς. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής.
Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι στο Πρωτοδικείο Αθηνών θα συσταθεί ειδικό τμήμα, το οποίο θα εκδικάζει τις σχετικές υποθέσεις. Στο τμήμα αυτό, η κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου εκτείνεται στο σύνολο της χώρας, θα τοποθετηθούν τακτικοί δικαστές με προϋπηρεσία τουλάχιστον τριών ετών στον βαθμό του πρωτοδίκη και με εξειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού ή/και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν ελλείπει ο αναγκαίος αριθμός εξειδικευμένων δικαστών για τη συγκρότηση του τμήματος, τότε θα μπορούν να υπηρετούν σε αυτό δικαστές με απλή εμπειρία στο εμπορικό δίκαιο εν γένει.
Επίσης, στο Εφετείο Αθηνών θα συσταθεί ειδικό τμήμα που θα εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων και στο οποίο θα υπηρετούν δικαστές με εξειδίκευση στο δίκαιο του ανταγωνισμού ή και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και στο εμπορικό δίκαιο εν γένει.