Στις φορολογικές υποθέσεις μετά το 2010 εστιάζει τους ελέγχους η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων εξαιτίας των ζητημάτων που εκκρεμούν με τις παραγραφόμενες χρήσεις.
Κυρίως, όμως, η φορολογική διοίκηση έχει επιλέξει να ασχοληθεί με τις πιο πρόσφατες υποθέσεις, καθώς η πρακτική δείχνει ότι σε αυτές «υπάρχουν χρήματα», ενώ αντίθετα στις παλαιές υποθέσεις προ το 2010 αφενός ο έλεγχος είναι δυσκολότερος και χρονοβόρος, αφετέρου τα οφέλη για τα ταμεία του Δημοσίου είναι πενιχρά. Στο πλαίσιο αυτό, με «άτυπες» επί της ουσίας οδηγίες έχουν σταματήσει οι στοχευμένοι έλεγχοι της φορολογικής διοίκησης πριν από το 2010 και επικεντρώνεται στη μεγάλη φοροδιαφυγή που συντελείται στις μεγάλες νησιωτικές περιοχές με τη μη έκδοση αποδείξεων, αλλά και σε ελέγχους με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγούν στην αποκάλυψη φοροδιαφυγής.
Αντίθετα, οι μόνοι έλεγχοι που γίνονται πριν από την ανωτέρω ημερομηνία προέρχονται από τις εισαγγελικές παραγγελίες, τις οποίες οι ελεγκτές δεν μπορούν να εγκαταλείψουν ή να τις αφήσουν στο πλάι μέχρι να εκδοθεί και η δεύτερη απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία θα κρίνει επί της ουσίας εάν οι λίστες των εμβασμάτων έχουν παραγραφεί στην πενταετία ή ο χρόνος παραγραφής επεκτείνεται στη δεκαετία.
Δηλαδή, θα κρίνει εάν τα στοιχεία των ελληνικών τραπεζών αποτελούν νέο στοιχείο ή εάν τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να αντληθούν ανά πάσα στιγμή (που μπορούσαν επί της ουσίας) από τους ελεγκτές του υπουργείου Οικονομικών.
Με την απόφαση αυτή οι λίστες των εμβασμάτων ενδεχομένως να μπουν στο αρχείο, καθώς οι υποθέσεις αφορούν τη χρονική περίοδο 2002-2012. Στην περίπτωση δηλαδή που οι ανώτατοι δικαστές κρίνουν ότι τα στοιχεία των τραπεζών ήταν πάντα εκεί και μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν οι ελεγκτές του υπουργείου Οικονομικών, αρκεί να το επιθυμούσαν ή να τους έδινε κάποιος την εντολή οι χρήσεις μέχρι και το 2010 θα είναι παραγεγραμμένες.
Σημειώνεται ότι με βάση την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ οι χρήσεις μέχρι και το 2006 είναι οριστικά παραγεγραμμένες. Επίσης, παραγεγραμμένες είναι και οι χρήσεις μέχρι το 2010, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία. Οι υποθέσεις για παράδειγμα που αφορούν τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς κ.λπ. αποτελούν νέα στοιχεία, με αποτέλεσμα η παραγραφή των υποθέσεων αυτών να επεκτείνεται στη δεκαετία. Πάντως, ειδικά για τη λίστα Μπόργιανς, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Από το 2015 μέχρι και τις 30 Απριλίου του 2017 είχαν ξεκινήσει έλεγχοι σε 214 υποθέσεις και έχουν ολοκληρωθεί μόλις 11. Aπό τη λίστα αυτή εισπράχθηκαν μόλις 137 χιλιάδες ευρώ! Στη δε λίστα Λαγκάρντ, που χρησιμοποιήθηκε στον πολιτικό διάλογο ακόμα και ως συνώνυμο της μεγάλης φοροδιαφυγής, από το 2014 έως σήμερα ξεκίνησαν έλεγχοι σε 519 υποθέσεις, και ολοκληρώθηκαν οι 210. Συνολικά εισπράχθηκαν μόνον 43,477 εκατ. ευρώ.
Οσοι φορολογούμενοι εντάχθηκαν στη ρύθμιση για την εθελοντική αποκάλυψη κεφαλαίων και δεν έχουν ακόμη πληρώσει τα σχετικά ποσά, θα τα πληρώσουν κανονικά. Και αυτό διότι σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προσήλθαν οικειοθελώς στην εφορία και η υποβολή τροποποιητικών φορολογικών δηλώσεων αποτελεί εκτελεστό τίτλο για το Δημόσιο.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν εντάχθηκαν στην ευνοϊκή ρύθμιση για χρήσεις προ του 2006 (οι οποίες όπως προαναφέρθηκε έχουν παραγραφεί) δεν πρόκειται να τους επιστραφούν χρήματα καθώς προσήλθαν οικειοθελώς στην εφορία.