Στην δικαστική απόφαση (υπ’ αριθμόν 380/2017) επισημαίνεται ότι οι συμβάσεις προμηθειών των ΟΤΑ που διέπονται από τον Ενιαίο Κανονισμό Προμηθειών, εφόσον εξυπηρετούν και δημόσιο σκοπό, αποτελούν διοικητικές συμβάσεις. Παράλληλα, το δικαστήριο προσθέτει στο σκεπτικό του ότι οι ανακύπτουσες κατά την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων διαφορές αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας για την επίλυση των οποίων δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά δικαστήρια. Η απόφαση εκδόθηκε με αφορμή δικαστική διαμάχη εταιρείας προμήθειας μπετόν με τον δήμο Λαρισαίων και αφορούσε συγκεκριμένα διαταγή πληρωμής.
Πότε μια σύμβαση είναι διοικητική
Στην δικαστική απόφαση επισημαίνεται ότι για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής απαιτείται: α) ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, το οποίο να ασκεί δημόσια εξουσία, β) το αντικείμενο της συμβάσεως να έχει σχέση με την άσκηση δημοσίας υπηρεσίας ή να εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, και γ) η κατάρτιση και εκτέλεση της συμβάσεως να διέπονται εν μέρει τουλάχιστον από κανόνες διοικητικού δικαίου ή η σύμβαση να περιέχει όρους που να δημιουργούν υπέρ του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς.
Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά, ήτοι κατ’ αρχήν πρέπει οπωσδήποτε το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι είτε το εν στενή έννοια Δημόσιο, είτε ΝΠΔΔ και δεν αρκεί να είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στο Δημόσιο ή δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ούτε έχει σημασία το ότι η σύμβαση διέπεται από την νομοθεσία περί δημοσίων έργων.
Περαιτέρω και όταν η σύμβαση συνάπτεται από το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (λ.χ. ΟΤΑ) θα πρέπει επιπλέον, αφενός να επιδιώκεται με αυτήν η ικανοποίηση σκοπού που εξυπηρετεί το δημόσιο όφελος και όχι απλώς την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του συμβαλλομένου Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, αφετέρου να δημιουργείται, υπέρ των τελευταίων και χάριν του επιδιωκόμενου κατά τα ανωτέρω σκοπού, εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς αποκλίνον από το κοινό δίκαιο και μη προσιδιάζον στον συμβατικό δεσμό που συνάπτεται κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, είτε μέσω συμβατικών ρητρών, είτε δυνάμει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει εν γένει την σύμβαση, με την μορφή ιδίως της δυνατότητας μονομερούς επεμβάσεως στην εξέλιξη της συμβάσεως και της επιβολής κυρώσεων.
Εσφαλμένη η ακύρωση της διαταγής πληρωμής
Εν προκειμένω, στην περίπτωση της διαμάχης εταιρείας προμήθειας μπετόν με τον δήμο Λαρισαίων, το δικαστήριο έκρινε ότι «η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εγκύρως εκδόθηκε για την ως άνω απαίτηση από τη δικαστή του Ειρηνοδικείου Θηβών, αφού, είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων, εις βάρος ΟΤΑ και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, για την οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατά παραδοχή του σχετικού πρόσθετου λόγου ανακοπής δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός».
Επίσης, σύμφωνα με την ιδιαίτερα σημαντική απόφαση η ρύθμιση κατά την οποία δεν εκτελούνται οι διαταγές πληρωμής κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ αντίκειται στο Σύνταγμα στο ΔΣΑΠΔ και στην ΕΣΔΑ. Επίσης το δικαστήριο έκρινε ότι «η διάταξη που προβλέπει προνομιακό επιτόκιο υπερημερίας υπέρ των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ αντίκειται σε διατάξεις της ΕΣΔΑ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της και του Συντάγματος». Συγκεκριμένα το δικαστήριο αναφέρει:
«Από τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια».
Με αυτό το σκεπτικό το δικαστήριο κατέληξε ότι «δεσμεύεται συνταγματικά ο νομοθέτης, με βάση την αρχή της ισότητας, να ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, και, λόγω αυτής της αντίθεσης, ανίσχυρη, αφού διαμορφώθηκαν νέα νομικά δεδομένα, όπως οι διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του π.δ. 166/2003 περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών, τα οποία δεν δικαιολογούν τη διατήρηση της ισχύος προνομιακών ρυθμίσεων υπέρ των ΝΠΔΔ».