Αναπόφευκτες οι ελλείψεις ύδατος στον κόσμο
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ο πληθυσμός της Γης υπερδιπλασιάστηκε αλλά το ίδιο διάστημα η κατανάλωση ύδατος εξαπλασιάστηκε. Το νερό εξάλλου αναμένεται να αποτελέσει το πετρέλαιο του 21ου αιώνα, ενώ ειδικές μελέτες διεθνών τραπεζών αποφαίνονται πως πλησιάζει οσονούπω το τέλος του φθηνού και «ελεύθερα» προσβάσιμου για όλους νερού. Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη διαχείρισης των υδάτων διευρύνει την παγκόσμια αγορά νερού η οποία εκτιμάται πως από τα 650 δισ. δολ. σήμερα θα ξεπεράσει το 1 τρισ. δολ. ως το 2025. Η έλλειψη ύδατος στον κόσμο μοιάζει εξάλλου αναπόφευκτη, απόρροια ενός συνδυασμού πληθυσμιακής έκρηξης, αστικοποίησης, αυξανόμενης ζήτησης για τρόφιμα, υπερεκμετάλλευσης των πόρων, παλαιότητας των υποδομών και αλλαγής του κλίματος, σημείωνε σχετική μελέτη της UBS, θεωρώντας τα αποθέματα, τη διαχείριση και την ποιότητα του ύδατος ένα από τα κορυφαία ζητήματα πολιτικής για τις κυβερνήσεις αυτού του αιώνα.
Οπως παρατηρεί η Citi, για να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ζήτηση ορισμένα ποτάμια διοχετεύονται προς χρήση και κάποιες φορές εξαντλούνται, ώστε να μη φθάνουν στους ωκεανούς.
Δεκαοκτώ λεκάνες απορροής ποταμών που διασχίζουν χώρες που διαθέτουν συνολικό ΑΕΠ 27 τρισ. δολ. αντιμετωπίζουν «εξαιρετικά» υψηλά επίπεδα «υδάτινης πίεσης».
Το 80% εξάλλου του φυσικά διαθέσιμου νερού προς χρήση σε διάφορους τομείς αποσύρεται ετησίως, ενώ το ένα τρίτο των μεγάλων λεκανών υπογείων υδάτων εξαντλούνται ταχέως από την ανθρώπινη κατανάλωση.
Η «τέλεια καταιγίδα»
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, μέχρι το 2030 ο κόσμος θα πρέπει να παράγει περίπου 50% περισσότερα τρόφιμα και ενέργεια μαζί με 30% περισσότερο γλυκό νερό, ένας συνδυασμός που όπως λέγεται απειλεί να δημιουργήσει την «τέλεια καταιγίδα», αν δεν δοθεί έμφαση στην ουσιαστική διαχείριση των υδάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το IFPRI εκτιμά ότι ως το 2050 εάν διατηρηθούν οι τρέχουσες πρακτικές διαχείρισης των υδάτων και τα επίπεδα παραγωγικότητας του νερού το συνολικό κόστος από την κρίση του νερού μπορεί να ξεπεράσει τα 63 τρισ. δολ. προσεγγίζοντας το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Για τη Citi μάλιστα, καθώς η πρόοδος όσον αφορά την παγκόσμια διαχείριση των υδάτων κινείται με αργούς ρυθμούς οδηγούμαστε σταδιακά στην εξασθένηση των διαθέσιμων καθαρών (γλυκών) υδάτων η οποία, παράλληλα με την αύξηση της ζήτησης, θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα στο τέλος του φθηνού και προσβάσιμου για όλους νερού. Μια αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι ότι η τιμή του νερού θα αυξηθεί, όπως και η ιδιωτική παροχή του αγαθού αυτού.
Ετσι, το νερό αναμένεται να αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του 21ου αιώνα και σύμφωνα με τα Ηνωμένα Εθνη θα είναι εξίσου πολύτιμο με το πετρέλαιο. Υπάρχει όμως και μία διαφορά: αντίθετα με το πετρέλαιο, το νερό δεν έχει υποκατάστατο.
Διπλασιασμός
Οπως και πριν από 10.000 χρόνια, η ποσότητα του νερού στον πλανήτη είναι ίδια, περίπου 1.386 εκατ. κυβικά χιλιόμετρα νερού, αλλά το 97,5% αυτών βρίσκεται στους ωκεανούς, ενώ από το 2,5% που αποτελεί το γλυκό νερό λιγότερο από το ένα τρίτο βρίσκεται στον υδροφόρο ορίζοντα, στις λίμνες και στους ποταμούς, με το 69,5% να μην μπορεί ουσιαστικά να αξιοποιηθεί ευρισκόμενο παγιδευμένο σε παγετώνες και παγόβουνα.
Καθώς η παγκόσμια κατανάλωση νερού διπλασιάζεται κάθε 20 χρόνια, η Goldman Sachs εκτιμά ότι ο ρυθμός αυτός δεν αφήνει περιθώρια βιωσιμότητας του μοντέλου διαθεσιμότητας καθαρών υδάτινων πόρων. Περίπου τρεις στους δέκα ανθρώπους παγκοσμίως εξάλλου, ή 2,1 δισεκατομμύρια, δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές και άμεσα διαθέσιμο νερό στο σπίτι και έξι στους δέκα ή 4,4 δισεκατομμύρια δεν διαθέτουν σωστά διαχειριζόμενη αποχέτευση, σύμφωνα με νέα έκθεση της UNICEF και της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ).
Το νερό θα καταστεί πολυτιμότερο του πετρελαίου καθώς η αυξανόμενη ζήτηση από τους ανθρώπους, τις βιομηχανίες και τη γεωργία διαταράσσει την προμήθειά του ανέφερε προσφάτως και ο διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής Suez, μιας εκ των κορυφαίων εταιρειών του κλάδου παγκοσμίως.
Δύο προβλήματα
Οπως εκτίμησε, μέχρι το 2035 περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζήσει σε περιοχές που αντιμετωπίζουν λειψυδρία. Αυτό θα έθετε τις επιχειρήσεις – για τις οποίες η έλλειψη νερού αποτελεί επίσης μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν – σε ανταγωνισμό με τους ανθρώπους, αλλά και τον γεωργικό τομέα που απορροφά το 70% της κατανάλωσης ύδατος.
Αν και το νερό αποτελεί μια ανανεώσιμη πηγή, εν τούτοις υπάρχουν δύο προβλήματα: ο ανεφοδιασμός είναι πεπερασμένος και συχνά δεν διανέμεται σύμφωνα με την ανθρώπινη ανάγκη. Π.χ., το 42% του πληθυσμού της Κίνας που ζει στα βόρεια της χώρας έχει πρόσβαση στο 14% του νερού της χώρας ενώ συνολικά διαθέτει το 3% των παγκόσμιων αποθεμάτων νερού την ώρα που εκεί ζει το 19% του παγκόσμιου πληθυσμού, έναντι π.χ. 16% και 9% αντίστοιχα για τη Λατινική Αμερική.
Στην Ελλάδα οι εσωτερικά παραγόμενοι υδατικοί πόροι αποτελούν το 80% του συνόλου, ενώ το υπόλοιπο 20% προέρχεται κυρίως από τη συνεισφορά των διασυνοριακών ποταμών. Η δυτική πλευρά δέχεται περισσότερη βροχή αλλά η ζήτηση είναι μεγαλύτερη στην ανατολική πλευρά της χώρας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η έννοια της λειψυδρίας ήταν άγνωστη, αν και οι απώλειες του δικτύου ύδρευσης ανέρχονταν στο 38% ενώ σήμερα, μετά τις βελτιωτικές παρεμβάσεις, οδηγηθήκαμε στη μείωση των απωλειών νερού στο 20%.
Η αφαλάτωση και τα εμφιαλωμένα
Δεδομένου ότι τα επόμενα χρόνια ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ξεπεράσει τα 8 δισεκατομμύρια, η ζήτηση για νερό θα αυξηθεί επιβαρύνοντας σημαντικά το ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης, αναφέρει μια μελέτη της Credit Suisse, η οποία εκτιμά ότι ως το 2025 η αύξηση των επενδύσεων στον τομέα θα πρέπει να κινείται με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου 6,7% ώστε να μετριαστεί μερικώς το πρόβλημα.
Η ζήτηση για καθαρό νερό δεν ήταν εξάλλου ποτέ μεγαλύτερη και οι ανάγκες για εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, σχέδια αφαλάτωσης, στοχευμένες επενδύσεις στη γεωργία και στη βιομηχανία θα αυξηθούν μεσοπρόθεσμα δραματικά.
Οι προηγμένες χώρες σύμφωνα με τη Citi θα πρέπει να επενδύσουν στη γήρανση των υποδομών τους και να ενισχύσουν τις εταιρείες ύδρευσης, αναπτύσσοντας παράλληλα αποδοτικότερα συστήματα τιμολόγησης, εμπορεύσιμων συστημάτων αδειών κ.λπ. Οι αναδυόμενες αγορές θα πρέπει επίσης να επενδύσουν σε νέες υποδομές που απαιτούνται για την παροχή καθαρών υδάτων στους κατοίκους τους.
Επιπτώσεις
Στον τομέα της αφαλάτωσης τα τελευταία χρόνια η εν λόγω αγορά αυξήθηκε κατά 47% αλλά αναμένεται να εκτιναχθεί φθάνοντας τα 70 δισ. δολάρια ως το 2020. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη Citi, πολλές εταιρείες, είτε παράγουν τρόφιμα και φυτικές ίνες είτε ενέργεια και ορυκτά, έχουν επίσης σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν στη διαχείριση του νερού, καθώς η έλλειψή του μπορεί να έχει τεράστιες επιπτώσεις.
Η παγκόσμια αγορά υπηρεσιών βιομηχανικών υδάτων ύψους 95 δισ. δολ. αναμένεται π.χ. να αυξάνεται μακροπρόθεσμα με ετήσιο ρυθμό 5%. Η παγκόσμια αγορά του εμφιαλωμένου νερού επίσης, ύψους 100 δισ. δολ., κινείται με ρυθμούς αύξησης 8% ετησίως την τελευταία δεκαετία, ενώ η Credit Suisse σημείωνε ότι τα περιθώριά της είναι πολύ μεγάλα.
Από την άλλη πλευρά, το συνολικό μέγεθος και της εγχώριας αγοράς εμφιαλωμένων νερών, σύμφωνα με στοιχεία της Icap, ακολούθησε ανοδική πορεία την τελευταία 10ετία, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης κοντά στο 10%.
Το μεγαλύτερο μερίδιο (70,6%) στην κατανάλωση καταλαμβάνει η κατηγορία των φυσικών μεταλλικών νερών και ακολουθούν το επιτραπέζιο νερό με 24,9% και το ανθρακούχο νερό με 4,5%. Η στροφή των καταναλωτών σε έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής μετατοπίζει τη ζήτηση από τα αναψυκτικά προς τα εμφιαλωμένα νερά, συνηγορώντας στην εκτίμηση πως η άνοδος των εμφιαλωμένων θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.