Σε μια μακρόχρονη διαδικασία για την εξασφάλιση αποζημιώσεων για τις οικονομικές ζημιές που προκάλεσε και προκαλεί ακόμα η θαλάσσια ρύπανση εισέρχεται η χώρα: τόσο το ελληνικό Δημόσιο όσο και οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις, που θα αξιώσουν να αποζημιωθούν για την απορρύπανση αλλά και για τα πλήγματα που υπέστησαν από τη διαρροή πετρελαίου μετά τη βύθιση του «Αγία Ζώνη ΙΙ». Διαδικασία που στην καλύτερη περίπτωση εκτιμάται πως θα κρατήσει από ένα έως ενάμιση χρόνο –εάν υπάρξει φιλικός συμβιβασμός– και στη χειρότερη μέχρι να τελεσιδικήσουν τυχόν δικαστικές υποθέσεις που θα ανοίξουν.
Μπορεί, δηλαδή, το IOPC Fund, ο ύστατος ασφαλιστής αστικής ευθύνης για τέτοιες καταστροφές, να διαβεβαίωσε διά του εκπροσώπου του πως θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, καλύπτοντας τις νόμιμες αξιώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα δεχτεί να πληρώσει πέραν αυτών που του επιβάλλει το καταστατικό του και το νομικό πλαίσιο υπό το οποίο λειτουργεί. Και επειδή η διεθνής εμπειρία δείχνει πως όταν αποδειχτούν αμέλειες, καθυστερήσεις ή άλλοι κακοί χειρισμοί μιας τέτοιας καταστροφής οι αποζημιώσεις που καταβάλλει είναι πολύ περιορισμένες σε σχέση με τις αξιώσεις, πολλοί ανησυχούν πως, κατ’ αρχάς το ελληνικό Δημόσιο αλλά και άλλοι φορείς αξιώσεως ενδέχεται να μην ικανοποιηθούν όχι μόνον στο ολόκληρο αλλά και εν μέρει.
«Σε κάθε ασφάλιση, εφόσον ο ασφαλισμένος παραβιάσει όρους της σύμβασης μπορεί ο ασφαλιστής να γυρίσει την πλάτη στις αξιώσεις αποζημίωσης. Χαρακτηριστική περίπτωση, αν το πλοίο δεν ήταν αξιόπλοο ή αν δεν είχε την προβλεπόμενη σύνθεση πληρώματος. Επίσης, αν ο πλοιοκτήτης επέδειξε βαριά αμέλεια (recklessness), συνεπεία της οποίας επήλθε το συμβάν ρύπανσης. Αρα καθίσταται σαφές ότι το πρώτο στρώμα ευθύνης εύκολα μπορεί να απολεσθεί», εξηγεί στην «Κ» ο διακεκριμένος νομικός και καθηγητής του World Maritime University, το οποίο έχει ιδρυθεί από τον International Maritime Organization (IMO), κ. Γιώργος Θεοχαρίδης. Αυτά αφορούν στην «πρώτη γραμμή άμυνας», δηλαδή την ασφαλιστική που καλύπτει την αστική ευθύνη του πλοιοκτήτη έναντι τρίτων. Αλλά αυτή έτσι και αλλιώς δύσκολα θα επαρκούσε να καλύψει το σύνολο των ζημιών αφού έχει περιορισμό με βάση τη χωρητικότητα του πλοίου. Εάν δηλαδή αποδειχθεί πως η σύμβαση δεν παραβιάστηκε από τον πλοιοκτήτη, το P&I Club (αλληλασφαλιστικός οργανισμός) εκτιμάται ότι θα κάλυπτε ζημίες περί τα 5 εκατομμύρια ευρώ περίπου.
Ομως πολλοί αμφισβητούν τη συνεπή τήρηση των ουσιωδών όρων ασφαλιστικής σύμβασης από τον πλοιοκτήτη. Τι γίνεται τότε; Τότε εμπλέκεται η «ύστατη γραμμή» άμυνας, που είναι ο διακρατικός οργανισμός Διεθνές Κεφαλαίο για την Αποζημίωση από Θαλάσσια Ρύπανση (IOPC Fund). Το IOPC διαθέτει νομική προσωπικότητα, αφού δύναται να ενάγει και να ενάγεται. Ο κ. Γ. Θεοχαρίδης εξηγεί, ωστόσο, πως και το Διεθνές Κεφάλαιο μπορεί να επικαλεσθεί ορισμένες άμυνες για άρνηση της ευθύνης. Ειδικότερα, «εφόσον η ρύπανση επήλθε, εν όλω ή εν μέρει, συνεπεία αμελούς πράξης αυτών που υπέστησαν τη ζημία, δύναται να απαλλαγεί από την ευθύνη για την αποζημίωσή τους. Ετσι, τουλάχιστον έναντι της ελληνικής πολιτείας, είναι σφόδρα πιθανό ότι θα τεθεί το ζήτημα τυχόν καθυστέρησης στη λήψη των πρώτων αναγκαίων μέτρων, όταν το πλοίο βυθίσθηκε, αλλά και τυχόν παράλειψης έγκαιρης ειδοποίησης και πρόσκλησης σκάφους περιβαλλοντικής προστασίας, εγκεκριμένου από τον European Maritime Safety Agency. Ολα αυτά βέβαια αποτελούν αντικείμενο απόδειξης». Επιπλέον το IOPC μπορεί να αποζημιώσει μερικώς τη ζημία και σε ιδιώτες, εάν δεν υπάρξει εντός ευλόγου χρόνου εξώδικος συμβιβασμός, οπότε η υπόθεση θα φθάσει στα δικαστήρια και εκεί θα αποδειχθεί η έκταση της ζημίας, αλλά και τυχόν υπαιτιότητα του ενάγοντος (ιδίως σε μέτρα απορρύπανσης).