Στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες παρέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) αναφορές που σχετίζονται με το πόρισμα ελέγχου που διενεργήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς για μια σειρά από συναλλαγές που κρίνονται ως προβληματικές.
Μάλιστα, πηγές της ΤτΕ ανέφεραν ότι οι εν λόγω συναλλαγές είχαν αρνητική επίδραση στην τράπεζα και για τον λόγο αυτό η Πειραιώς υποχρεώθηκε το 2016 να διενεργήσει έκτακτες προβλέψεις για την αντιμετώπιση των δυνητικών ζημιών. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα ευρήματα της έρευνας της ΤτΕ περιλαμβάνουν παράτυπες δανειοδοτήσεις, μετοχοδάνεια, παραβίαση των capital controls κ.ά. Η πλέον σοβαρή υπόθεση αφορά την πώληση χαρτοφυλακίου κόκκινων δανείων σε Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία με offshore δραστηριότητες στην Κύπρο, στο οποίο όμως είχαν ενσωματωθεί προσωπικά δάνεια επιτελικών στελεχών του ομίλου που αφορούσαν τόσο την αγορά μετοχών (μετοχοδάνεια) όσο και ακινήτων μεγάλης αξίας τα οποία δεν εξυπηρετούσαν.
Η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς υπογράμμισε σε ανακοίνωσή της ότι πρόκειται για ζητήματα που αφορούν προηγούμενες διοικήσεις. Πρώην στελέχη του ομίλου αναφέρουν στην «Κ» ότι δεν υπάρχουν προβληματικές συναλλαγές και ότι οι πωλήσεις δανείων έγιναν στο πλαίσιο της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου και της προσπάθειας μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε εύλογες και δίκαιες τιμές. Αναφέρουν ότι οι μόνες παρατυπίες που πράγματι έγιναν αφορούν την κάλυψη της αύξησης κεφαλαίου του 2015 και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε μια προσπάθεια εξεύρεσης των αναγκαίων κεφαλαίων προκειμένου να αποφευχθεί η διάσπαση της τράπεζας σε «καλή» και «κακή», εξέλιξη που μπορεί να είχε ευρύτερες επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα.
Καλά ενημερωμένες τραπεζικές πηγές, πάντως, υποστηρίζουν ότι οι έρευνες έχουν εντοπίσει πολλά προβλήματα για τον τρόπο που λειτουργούσε η τράπεζα, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων αλλά και συναλλαγές από τις οποίες φαίνεται ότι ωφελήθηκαν πρώην στελέχη της, κάτι που δικαιολογεί την εμπλοκή της αρχής ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος. Σύμφωνα με πληροφορίες, στην υπόθεση εμπλέκονται περίπου 30 πρόσωπα εκ των οποίων οι δέκα αντιμετωπίζουν τις σοβαρότερες κατηγορίες, ότι ενορχήστρωσαν και ενδεχομένως ωφελήθηκαν από τις επίμαχες συναλλαγές, ενώ επιπλέον 20 ελέγχονται γιατί υπέγραψαν την πραγματοποίηση των συναλλαγών.
«Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι δεν περιμένουμε να υπάρξει ουσιώδης επίπτωση στην οικονομική και κεφαλαιακή κατάσταση της τράπεζας ως αποτέλεσμα του διενεργούμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτικού ελέγχου σε σχέση με παλαιότερα θέματα συμμόρφωσης προς το εποπτικό πλαίσιο και τις εσωτερικές διαδικασίες», τόνισε ο νέος διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, μόλις έγινε γνωστή η υπόθεση. Σε νέα παρέμβασή του την περασμένη Πέμπτη ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου επανέλαβε ότι όλα αυτά αφορούν προηγούμενες διοικήσεις, υπογραμμίζοντας ότι η τράπεζα έχει διορθώσει όλες τις αδυναμίες των εσωτερικών ελέγχων που προέκυψαν στο πρόσφατο πόρισμα της ΤτΕ. «Η έρευνα της ΤτΕ είναι ένα ζήτημα με το οποίο έχουμε ασχοληθεί στα αποτελέσματα προηγούμενων χρήσεων», τόνισε ο κ. Μεγάλου. «Η διάσταση που αφορά στους εσωτερικούς ελέγχους και στην απόδοση συγκεκριμένων στελεχών της προηγούμενης διοίκησης έχει ήδη αντιμετωπιστεί», ανέφερε προσθέτοντας ότι όλα αυτά βρίσκονται πίσω και πλέον όλη η ενεργητικότητα της τράπεζας επικεντρώνεται στην εκτέλεση του στρατηγικού σχεδιασμού με ορίζοντα το 2020 –Ατζέντα 2020.
Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν να προστεθούν στο ιδιαίτερα βαρύ κλίμα για τις τράπεζες εξαιτίας της επιμονής από το ΔΝΤ για την ανάγκη διενέργειας ενός νέου ελέγχου της ποιότητας του ενεργητικού (AQR), παρά την αντίθετη στάση της ΕΚΤ, αλλά και την ανησυχία για τις επιδόσεις των τραπεζών στο κρίσιμο μέτωπο της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο χρηματιστήριο οι μετοχές των τραπεζών σημείωσαν μεγάλες απώλειες, ωστόσο στα μέσα της εβδομάδας σημειώθηκε αντίδραση, ανακτώντας μέρος των απωλειών. Σε σχέση με τα μέσα Ιουλίου, όταν είχε κορυφωθεί η ανοδική πορεία του χρηματιστηρίου στον απόηχο της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και της επιστροφής της χώρας στις αγορές, οι απώλειες του τραπεζικού δείκτη ξεπερνούν το 20%.