Να μην γίνει κατηγορία εις βάρος 9 μελών του διοικητικού συμβουλίου, δύο γενικών διευθυντών και ενός ειδικού οικονομικού συμβούλου, της υπό εκκαθάριση πλέον Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, για την πράξη της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία άνω των 30.000 ευρώ, που φέρονται ότι τέλεσαν στη Ρόδο, κατά το χρονικό διάστημα από 18 Οκτωβρίου 2011 έως 30 Ιουνίου 2013, εις βάρος ιδρυτικού στελέχους της τράπεζας, εισηγήθηκε χθες στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», ιδρυτικό στέλεχος της τράπεζας, που κίνησε την συγκεκριμένη δικογραφία μετά την υποβολή μήνυσης, είχε λάβει δάνειο ύψους 111.000 ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας του, ενώ ως εγγυητές είχαν συμβληθεί ο ίδιος και η σύζυγός του.
Περί το τέλος του 2010 η εταιρεία του ανέστειλε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ωστόσο, όμως, εξυπηρετούσε το αναληφθέν δάνειο, συνέχισε δε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2011, με υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό την 18.05.2012, 103.363,32 ευρώ.
Ζήτησε τότε, όπως ισχυρίζεται, να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης των μερίδων του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2012, με αποκλειστικό σκοπό να εξοφληθεί πλήρως, συμψηφιστικά με την τρέχουσα αξία των μερίδων του, το δάνειο της εταιρείας του.
Αυτό δεν του επετράπη όμως από την τράπεζα με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.
Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι δεν είχε δοθεί η σωστή εικόνα για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας στους συνεταίρους.
Είχε υποβάλει εξάλλου και υπόμνημα ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου στο οποίο διατείνεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, δια της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, είχε συντάξει πόρισμα τον Αύγουστο του 2012 με το οποίο επιρρίπτονται σαφείς ευθύνες για ορισμένες πράξεις διαχείρισης.
Η μήνυσή του είχε τεθεί στο αρχείο, ενώ οι διώξεις σε βάρος των κατηγορουμένων ασκήθηκαν κατόπιν παραγγελίας Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου, που έκανε δεκτήτην προσφυγή του μηνυτή κατά της διατάξεως αρχειοθέτησης.
Απολογούμενοι ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή Διαφθοράς, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα όσα τους αποδίδονται.
Τόνισαν μεταξύ άλλων ότι εσφαλμένα κρίθηκε από την Αντεισαγγελέα Εφετών, που παρήγγειλε την δίωξη, ότι η λήψη της απόφασης περί αναστολής εξαργύρωσης των συνεταιριστικών μερίδων δεν έγινε εγκαίρως και δεν περιελάμβανε και το «πάγωμα» των αποφάσεων εξαγοράς που είχαν ήδη ληφθεί ενώ αρνήθηκαν ότι υπήρξε κακή πιστοδοτικής πολιτικής της τράπεζας κι ότι έλαβαν χώρα χορηγήσεις δανείων χωρίς τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος και ο ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.
Επεσήμαναν μεταξύ άλλων ότι την τελευταία τριετία της λειτουργίας της λόγω της ύφεσης και της δημοσιονομικής κρίσης η τράπεζα παρουσίασε για πρώτη φορά σταθεροποίηση μεγεθών και ζημιογόνες χρήσεις. Πιο συγκεκριμένα εμφάνισε για πρώτη φορά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας το έτος 2011 κι επεσήμαναν ότι η τράπεζα δεν είχε λάβει κανενός είδους χρηματοοικονομική στήριξη από το Δημόσιο ή άλλο φορέα, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα.
Αποτέλεσμα της κρίσης ήταν εξάλλου, όπως τόνισαν, η ραγδαία αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, που σταδιακά έφθασαν στο 25% – 30% του συνόλου των δανείων για ολόκληρη την τραπεζική αγορά και αφετέρου την απόσυρση σημαντικού μέρους των καταθέσεων.
Εξήγησαν ότι ένα από τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κατάστασης, κατόπιν μάλιστα εγκυκλίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν να σταματήσουν την ρευστοποίηση των συνεταιριστικών μερίδων για να διασφαλιστεί η κεφαλαιακή της επάρκεια, πράγμα που δεν επιτρεπόταν να κάνει ενωρίτερα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ή την εισήγηση ή έστω την σύσταση της ΤτΕ.
Επεσήμαναν ακόμη ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν μπορούσε να περιλαμβάνει και ανάκληση υφιστάμενων αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου που δέχονταν παλαιότερες αιτήσεις εξαγοράς, αρνούμενοι ότι το διοικητικό συμβούλιο προέβη σε «επιλεκτική» εξαργύρωση μερίδων.
Οι κατηγορούμενοι τόνισαν εξάλλου ότι την 15.06.2013 η γενική συνέλευση της τράπεζας, έλαβε απόφαση, για την αύξηση του συνεταιριστικού κεφαλαίου της έως του ποσού των 20.000.000 ευρώ. Ως χρόνος της αύξησης του συνεταιριστικού κεφαλαίου ορίστηκε το χρονικό διάστημα μεταξύ 01.07.2013 και 30.06.2014.
Σε ό,τι αφορά στην πιστοδοτική πολιτική και την πολιτική για την διαχείριση καθυστερήσεων της τράπεζας, επεσήμαναν ότι εφαρμόστηκαν μέτρα και εναρμονίστηκαν οι ειδικότερες πολιτικές της τράπεζας στις νέες δυσχερείς συνθήκες της αγοράς.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ζημιά που επικαλείται ο μηνυτής υποστήριξαν ότι δεν υφίσταται ορισμένη ζημία διότι εξακολουθεί να κατέχει 292 μερίδες, για τις οποίες πιθανότατα θα αποζημιωθεί με το πέρας της εκκαθάρισης αφού έχει αναγγείλει την απαίτηση του αυτή στον ειδικό εκκαθαριστή.
Ο μηνυτής μετά την περαίωση της κυρίας Ανάκρισης προσέφυγε εκ νέου ενώπιον της Εισαγγελέως με αίτησή του για τη συσχέτιση της υπ’ αρίθμ. 1888/2017 πρόσφατης απόφασης της πενταμελούς σύνθεσης του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της από 8 Δεκεμβρίου 2013 αιτήσεως ακυρώσεως της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της.
Με την απόφαση κρίθηκε ότι από το 2011 η συνεταιριστική τράπεζα παρουσίασε πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας, οφειλόμενο, στην επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου της αλλά και στο ό,τι είχε κληθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την αποκατάσταση του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειάς της, στα ελάχιστα αποδεκτά όρια.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι υπήρξε προφανής προσπάθεια της Τράπεζας, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2013, να μειώσει την ανεπάρκεια των εποπτικών της προβλέψεων και συνακολούθως να βελτιώσει το Δείκτη Κυρίων Στοιχείων των Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων, προβαίνοντας εσκεμμένα σε ρυθμίσεις που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
Η Εισαγγελέας, στην πρόταση της προς το δικαστικό συμβούλιο, έκρινε μεταξύ άλλων ότι η ενδεχομένως κακή διαχείριση των οικονομικών στοιχείων της τράπεζας που οδήγησε στην ανάκληση της άδειας της και κατ’ επέκταση στην πρόκληση ζημίας σε βάρος κάποιων μεριδούχων και όχι μόνο και στην αποκόμιση οφέλους για άλλους, αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης άλλου ποινικού αδικήματος και δη αυτού της απιστίας στην υπηρεσία και όχι αυτού της κοινής απιστίας, το οποίο είναι διάφορο του πρώτου, για την πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του οποίου, θα πρέπει να συντρέχουν συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία, όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας, ουδόλως διαφαίνεται ότι πληρούνται.
Έκρινε ειδικότερα ότι, οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις των κατηγορουμένων σε συνδυασμό με την άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος του εγκαλούντος περί ρευστοποίησης των συνεταιριστικών του μερίδων δεν στοιχειοθετούν αυτόματα και το αδίκημα της απιστίας.
Επισημαίνει συγκεκριμένα ότι η μη αποδοχή από τους κατηγορούμενους των δύο αιτήσεων αποχώρησης και απόδοσης της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων του εγκαλούντος, δεν στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση της απιστίας, δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονταν στις σχετικές διατάξεις του καταστατικού, ήτοι υπέβαλε το αρχικό του αίτημα εκπρόθεσμα και δεν είχαν συμπληρωθεί στο πρόσωπο του τρία έτη από το χρόνο απόκτησης των μερίδων του κι επιπλέον όφειλαν να τηρήσουν τις συστάσεις της ΤτΕ, με συνέπεια μετά την απόφαση του Μαίου 2011 να μην είναι δυνατή η λήψη άλλης απόφασης περί ρευστοποίησης μερίδων.
Επισημαίνει ακόμη ότι ζήτημα τίθεται και ως προς το οριστικό της ζημίας, που απαιτεί ο νόμος για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, δοθέντος ότι εν προκειμένω η επέλευση της ζημίας στον εγκαλούντα δεν είναι ορισμένη και οριστική αλλά αμφίβολη, μιας και η Τράπεζα τελεί υπο εκκαθάριση και η διαδικασία είναι σε εξέλιξη.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων παρίστανται οι δικηγόροι Αθηνών κ.κ. Μ. Μπετενιώτης, Αλ. Κοντογεωργίου, Γ. Τριανταφύλλου και Γ. Κιντής και οι δικηγόροι Ρόδου κ.κ. Στ. Λεβέντης, Μαρία – Χριστίνα Βρούχου – Κωσταρίδη, Στ. Κιουρτζής, Τ. Διάκος και Β. Δεστούνη.